Tο μόνο που απομένει είναι ο Χενκ Τεν Κάτε να μάθει να λέει «Panathinaikos is one and undivisive» και κάθε φορά που γίνεται παρεξήγηση να το λέει όπως ο Παύλος Γιαννακόπουλος για να φαίνεται ότι όλα τελείωσαν. Μόνο που στον Παναθηναϊκό και μια χιλιάδα φορές που έχει ακουστεί αυτό το «ο Παναθηναϊκός είναι ένας και αδιαίρετος», περισσότερο πείθει ότι κάτι έγινε από το ότι κάτι δεν έγινε. Και στην περίπτωση του Τεν Κάτε με τον Πατέρα κάτι έγινε και θα ξαναγίνει και θα ξαναγίνει. Αντίθετα με τον Βγενόπουλο, ο Νίκος Πατέρας στο πρόσωπο του προπονητή δεν ψάχνει για συνεργάτη, αλλά για υπάλληλο. Και ο Τεν Κάτε πρέπει να είναι η χειρότερη επιλογή προπονητή-υπαλλήλου.
Περιέργως, όχι επειδή ο Τεν Κάτε δεν ακούει, αλλά επειδή είναι τόσο άνετος που δεν παρεξηγείται από την επίδειξη εξουσίας. Στην αρχή της σεζόν, όταν η διοίκηση του Παναθηναϊκού είχε πει ότι ο Τεν Κάτε θα πρέπει να αξιοποιήσει όλο το έμψυχο υλικό, ο Ολλανδός δεν αντέδρασε με το στυλ που συνηθίζουν να κάνουν οι προπονητές στην Ελλάδα. Στο στυλ της παρθένας, που όταν το βλέπει λέει: «Σβήσε τα φώτα, Αλκη, γιατί ντρέπομαι».
Εστω και αν το έχει ξαναδεί από 20 προέδρους. Σε κάθε μέγεθος και σχήμα. Από το «βάλε αυτόν να τον δω, τόσα λεφτά δώσαμε για να τον πάρουμε», μέχρι το «βάλε αυτόν. Εχω τον λόγο μου», που ο έρμος ο προπονητής ξέρει ότι ο μόνος λόγος που ο πρόεδρος επιμένει είναι επειδή ο αμυντικός είναι δικός του και ξέρει πότε να κάνει την ομορφιά του ποδοσφαίρου. Ο Τεν Κάτε, όμως, είναι ακομπλεξάριστος. Σε σημείο που να παραδέχεται ότι κάνει κάτι επειδή του το είπε το αφεντικό με τέτοια άνεση, που ο άλλος να χάνει το αφεντιλίκι του.
Αν ο Τεν Κάτε φύγει, θα καταλάβει ότι είμαστε η χώρα των τύπων. Περισσότερο από το τι είμαστε, πρέπει να φαινόμαστε ότι κάτι είμαστε. Προχθές το πρωί πήγα στο Πολεμικό Μουσείο για μια δουλειά. Επιασα την κουβέντα με ένα σκηνοθέτη που έχει μαζέψει οπτικό υλικό που ξεκινάει από την αρχή του κινηματογράφου. Μου είπε ότι το αρχαιότερο φιλμ στο μουσείο είναι ένα από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Μερικά δευτερόλεπτα, αλλά υπάρχει. Τον ρώτησα αν έχει κάποιο φιλμ από τον Μακεδονικό Αγώνα, μια περίοδο που ιστορικά είναι μέτρια καταγραμμένη στη σύγχρονη Ελλάδα, και μου είπε μια αστεία ιστορία.
Οτι την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα το 1908 ένας Ελληνας κινηματογραφιστής είχε κάνει ένα ντοκιμαντέρ, αλλά το κατέστρεψε ένα ανταγωνιστής του κινηματογραφιστής που είχε κάνει τον Μακεδονικό Αγώνα σε ταινία με ηθοποιούς. Εδειχνε ο πρώτος το ντοκιμαντέρ, στο οποίο λίγα πράγματα συνέβαιναν στο μέτωπο, και έδειχνε ο δεύτερος το ντοκιμαντέρ με ηθοποιούς να σκοτώνουν Βούλγαρους, να πεθαίνουν ηρωικά για την πατρίδα και ο κόσμος φυσικά προτιμούσε το θέαμα.
Συνεχίσαμε την κουβέντα ώσπου μου είπε ότι οι Βαλκανικοί Αγώνες και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι καλά καταγραμμένοι, το ίδιο και η Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά τα προβλήματα αρχίζουν με τον Εμφύλιο και τα μεταπολεμικά ντοκιμαντέρ. Οτι ένα μέρος του υλικού είχε γίνει τσατσάρες για τις ψείρες, αφού μετά την κατοχή οι άνθρωποι κόβανε το φιλμ στη μέση και χρησιμοποιούσαν τα δόντια για να ξύσουν το κεφάλι, ότι ένα άλλο μέρος του υλικού δόθηκε σε εμπόρους για να βγάλουν το ασήμι από το φιλμ, αλλά η χαριστική βολή ήρθε το 1982.
Οταν με το ΠΑΣΟΚ στα ντουζένια της πρώτης τετραετίας αποφασίστηκε να καταστραφεί το υλικό της ΥΕΝΕΔ σαν χουντικό. Μια λογική που θα μπορούσε να υπάρξει μόνο στην Ελλάδα του Ανδρέα, που μετά τον Μάο και την πολιτιστική επανάσταση είχε τη δυνατότητα να καταστρέφει καλύτερα από κάθε άλλον την κουλτούρα σε μια χώρα.
Γιατί με την τουρκοβλαχιά που μας δέρνει, δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι όλα ανήκουν στην ιστορία μιας χώρας. Είναι και ο λόγος που οι δρόμοι στην Ελλάδα έχουν αλλάξει τέσσερα ονόματα σε 50 χρόνια. Πρώτα, μετά την κατοχή, είχαν ονομαστεί Γράμμου και Βίτσι. Μετά έγιναν Πλατεία Δημοκρατίας. Μετά άντε πάλι Εθνικής Επαναστάσεως. Μετά Ηρώων Πολυτεχνείου και Ούλοφ Πάλμε.
Πρέπει να έχουμε τους πλέον σχιζοφρενείς ταχυδρόμους με το γράμμα να γράφει οδός Θησέως και αυτοί να το πηγαίνουν στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως επίσημα λέγεται η Θησέως. Οπου στη λογική «αφού δεν μπορούμε να φτιάξουμε δρόμους και να δώσουμε ονόματα», ο Ανδρέας είχε λυσσάξει να αλλάξει μέχρι και το όνομα των Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας.
Σε αυτή τη λογική δεν θα έπρεπε να υπάρχουν ντοκιμαντέρ που να δείχνουν τον Χίτλερ, επειδή οι Γερμανοί θα τα είχαν καταστρέψει μετά τον πόλεμο. Στην ίδια λογική και στην πρεμούρα να γίνουν Δυτικοί, οι Σοβιετικοί και οι δορυφόροι τους κατέστρεψαν αναρίθμητα αγάλματα κομμουνιστών ηγετών, που πέραν της πολιτικής τους ήταν και δείγματα της τέχνης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ετσι, λοιπόν, πήγαν καλιά τους τα φιλμ του εμφυλίου και της δικτατορίας, επειδή δεν συμβάδιζαν με τη δημοκρατία του Ανδρέα. Και σε δεύτερη σκέψη να λέμε και ευχαριστώ.
Δύσκολο ήταν αν πάμε και σε έναν πιο μακρόχρονο εξαγνισμό της ελληνικής ιστορίας και σήμερα να είχαμε όλα τα αγάλματα του Περικλή γιατί ήταν δημοκράτης και να ψαχνόμασταν να βρούμε πώς έμοιαζε ο τύραννος Πεισίστρατος, που τα αγάλματά του θα είχαν καταστραφεί;