«Δεν υπάρχει καλός δρόμος, αν δεν υπάρχει προορισμός». Κάποιος το έχει πει, θα είναι κανένας Κομφούκιος ή κανένας άλλος Κινέζος, αλλά στο πνεύμα της ημέρας ας πούμε ότι το είπε ο Πλαπούτας, να του δώσουμε του ανθρώπου τον πόντο, διότι στην ιστορία του '21 είναι κάτι σαν τον Θρασύβουλα στο ποδόσφαιρο. Ολοι είναι με τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, οι κομμουνιστές είναι με τον Μακρυγιάννη και ο φουκαράς ο Πλαπούτας δεν σταυρώνει οπαδό. Είναι κρίμα, γιατί είδατε τι πετυχημένα έλεγε.
Στον Ηρακλή, πάντως, δρόμοι ακολουθούνται, αλλά προορισμός δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αμφιβάλλω ότι αν πιάσεις σήμερα τον Αντώνη Ρέμο και τον ρωτήσεις πώς βλέπει τον Ηρακλή σε έξι μήνες, ένα χρόνο και πέντε χρόνια και με ποιον τρόπο σκοπεύει να το πετύχει, θα πει κάτι περισσότερο από το «καλύτερο απ' ό,τι είναι σήμερα». Φυσικά, κατά το μάλλον ή ήττον, το ίδιο συμβαίνει και στις υπόλοιπες ομάδες.
Από το «μεσομακροπρόθεσμο» πλάνο του Αγγελου Φιλιππίδη μέχρι την ομάδα του Ντέμη, η οποία θα είχε μέσο όρο κάτω από τα 21, και το πενταετές πλάνο του Τζίγκερ, έχουν ακουστεί αρκετά σχέδια, που έμοιαζαν, όμως, να είναι δουλεμένα στο πόδι. Με έναν Τύπο που σχηματίζει συμπεράσματα και τα αναιρεί δύο φορές την εβδομάδα, ήταν πολύ εύκολο τα σχέδια να γίνουν φύλλο και φτερό και στη συνέχεια να τα πάρουν και οι οπαδοί στο ψιλό.
Μόνο που ενώ σε μια μεγάλη ελληνική ομάδα το να κάνει ο ιδιοκτήτης σχέδιο είναι τρομακτικά δύσκολο, μια και πρέπει το σχέδιο να εμπεριέχει και τίτλους, σε μια μεσαία ομάδα όπως ο Ηρακλής σχέδια είναι εφικτά. Φτάνει να υπάρχουν κάποιο ψυχικό σθένος και ένα δουλεμένο πλάνο. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Ηρακλή, που διαθέτει μερικούς από τους καλύτερους νέους παίκτες, είναι αμαρτία η ομάδα να πηγαίνει «φτερό στον άνεμο».
Το πρώτο, λοιπόν, που χρειάζεται είναι ένας προπονητής που να πάρει την εντολή και να έχει την ικανότητα να δουλεύει με πιτσιρικάδες. Στη λύση της συνεργασίας με τον Μάκη Κατσαβάκη το στοιχείο της δουλειάς με τους πιτσιρικάδες δεν νομίζω ότι έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο όσο η κακή σχέση του με τον Ηλία Πουρσανίδη.
Οπως και δεν νομίζω ότι η πρόσληψη του Zίφκα έχει αυτό το νόημα, όταν ώρες πριν στον Ηρακλή σκεφτόντουσαν να πάρουν τον Σάββα Κωφίδη. Το άλλο που χρειάζεται είναι μια υγιής δόση αδιαφορίας στον κάθε μουρλαμένο. Δεν θα ξεχάσω τη σκηνή όταν, με τον Κατσαβάκη να έχει σχεδόν σώσει τον Ηρακλή, ένας περίεργος είχε μπουκάρει και έφτασε μέχρι τον πάγκο της ομάδας για να βρίσει τον Κατσαβάκη, επειδή δεν ξέρω τι… Κανένας δεν πρέπει να ασχολείται να μάθει τι θέλει αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος που τραβάει αντίστοιχες φαντασιώσεις μεγαλείου.
Αν ο Αντώνης Ρέμος έχει σχέδιο και όραμα για τον Ηρακλή και, κυρίως, την ώρα, τη διάθεση και την ψυχική αντοχή να το πραγματοποιήσει, δρόμος δόξης ανοίγεται λαμπρός μπροστά του. Διαφορετικά, το μόνο που θα κάνει θα είναι στο τέλος κάθε πρωταθλήματος να ψάχνει «Zίφκα για τον Κατσαβάκη». Ούτε στον εχθρό μου…
Χθες το απόγευμα ακούστηκε ότι το άθλημα που έχει εξασφαλίσει τα περισσότερα μετάλλια και τους περισσότερους τιμωρημένους για ντόπινγκ αθλητές στην υφήλιο είχε δύο νέα κρούσματα. Οτι δύο αθλητές πιάστηκαν ντοπαρισμένοι στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Αν είναι αλήθεια, νισάφι, και πρέπει να το παίρνουμε απόφαση. Οτι βάρη χωρίς ντόπα δεν γίνονται. Τουλάχιστον αν θέλεις να κυνηγάς διακρίσεις.
Οπως χθες το απόγευμα διάβασα και ένα ενδιαφέρον μήνυμα του αναγνώστη Ν.Β. Σοβαρού και δοκιμασμένου στον χρόνο αναγνώστη, που έλεγε ότι τις προάλλες, σε συζήτηση που είχε για το ποδόσφαιρο ο Νίκος Πατέρας, όταν ρωτήθηκε πώς τα πάει, απάντησε «ψάχνω για το κλειδί». Με τη φράση να ερμηνεύεται ότι ψάχνει για το κλειδί της Παράγκας.
Φέτος ομολογουμένως ο Παναθηναϊκός πήρε τα χειρότερα σφυρίγματα από κάθε άλλη μεγάλη –και σε μερικές περιπτώσεις ούτε καν μεγάλη– ομάδα. Υπάρχει, όμως, μια θεωρία που λέει ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι αυτό πριν ξημερώσει. Ετσι και στον Ολυμπιακό, αν τον τελευταίο χρόνο, όταν τελείωνε με τον Απόλλωνα Αθηνών να ρίχνει τρία στο Καραϊσκάκη και τους κατόχους διαρκείας να ρίχνουν τα αποκόμματα στο πρόσωπο του Σωκράτη Κόκκαλη, ρώταγες πόσο θα κρατήσουν ακόμα τα «πέτρινα» χρόνια, η απάντηση θα ήταν «για πάντα».
Οπότε στους πολυμετοχικούς υπάρχουν ελπίδες να γυρίσει η σφυρίχτρα και να χαρεί η Πανάθα. Επίσης, όταν ψάχνεις για κλειδιά, δεν αρχίζεις να ψάχνεις στο στυλ «εμείς οι βλάχοι, όπου λάχει». Υπάρχουν μέρη που ξεκινάς και μέρη που έχεις αποκλείσει.
Αν, λοιπόν, υπάρχει μέρος στο οποίο ο Νίκος Πατέρας ελπίζει να βρει το «κλειδί», θα είναι η ΕΠΟ. Και η φράση που είχε πει για τον Βασίλη Γκαγκάτση πριν από λίγο καιρό, «ας αφήσει τον Σοφοκλή Πιλάβιο να κάνει τη δουλειά του», θα έχει βαθιά νοήματα. Εκτός, βέβαια, αν αυτό που ο Πατέρας ενδιαφέρεται είναι η δουλειά του Ισάβιου στα τοπικά πρωταθλήματα και το φούτσαλ.
Η φράση με το «πιο βαθύ σκοτάδι» έχει χρησιμοποιηθεί από τον Ρεϊμόν Καρτιέ στην ιστορία του για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να περιγράψει τη γερμανική κατοχή στα τέλη του Γ' Ράιχ. Οταν μέσα σε ένα χρόνο εκτελέστηκαν περισσότερα άτομα απ' όσα στη διάρκεια ολόκληρης της διακυβέρνησης του Αδόλφου Χίτλερ. Είναι, λοιπόν, ενδιαφέρον ότι το βιβλίο του Ρεϊμόν Καρτιέ, που πριν από μερικές δεκαετίες ήταν η δημοφιλέστερη σύγχρονη ιστορία για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ποτέ δεν μεταφράστηκε στα αγγλικά.
Πριν από λίγο καιρό, σε μια από τις συνηθισμένες μου κρίσεις παλιμπαιδισμού, αποφάσισα να την ξαναδιαβάσω μαζί με τη «Μεταπολεμική Ιστορία» και, ψάχνοντας στα αγγλικά, ανακάλυψα ότι τα δύο έργα ποτέ δεν μεταφράστηκαν. Πού; Στα αγγλικά, που αν ψάχνεις τον «Καραγκιόζη δήμαρχο», θα τον βρεις μεταφρασμένο σε τέσσερις εκδόσεις. Και μην πει κάποιος ότι ο Καρτιέ ήταν pop historian. Να διαβάσετε το «Lords of the Bow» του Conn Iggulden και εκεί να δείτε «ιστορία». Μιλάμε για τον Herman Hermits των ιστορικών.
Ωραία, να δώσουμε στον Conn τον πόντο ότι δεν ισχυρίζεται ότι γράφει ιστορία, αλλά το βιβλίο είναι «ιστορική νουβέλα». Μόνο που το βιβλίο πλασάρεται με φιλοδοξίες να έχει και ιστορική αξία. Αντί, λοιπόν, για ιστορική αξία και μια εξιστόρηση της περιπλάνησης της ορδής των Μογγόλων μέχρι την κατάκτηση της Κίνας, διαβάζεις ένα βιβλίο που καταλαβαίνεις ότι ο συγγραφέας έγραφε και στα μάτια του είχε το σήμα του δολαρίου, όπως ο Σκρουτζ ΜακΝτακ. Του χειρότερου δολαρίου, του δολαρίου από το Χόλιγουντ για τα «ιστορικά» σενάρια.
Το καλύτερο παράδειγμα προς αποφυγήν ιστορικού σεναρίου είναι το «Καίσαρας και Κλεοπάτρα», που όσο πλησιάζει το Πάσχα όλο και κάποιο κανάλι μπορεί να το παίξει. Αυτή που το ξεφτιλίζει είναι η Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Η ερμηνεία της προλέγει την εμφάνιση των «Νοικοκυρών στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης», μόνο που αντί για νευρωτικές Νεοϋορκέζες ηθοποιούς εδώ έχουμε τη βασίλισσα της Αιγύπτου. Η οποία ξηγιέται στον Ρίτσαρντ Μπάρτον, που είχε πέσει και στην πραγματική καψούρα με την Ελίζαμπεθ, «look, Marcus Antonius, you have your empire to think of and I have my country» με το ίδιο στυλ που θα έλεγε σε γκόμενο «κοίτα, Ραλφ, αγαπιόμαστε, αλλά πρέπει να σκεφτούμε ότι και οι δύο έχουμε οικογένεια».
Κάπως έτσι πάει και το «Lords of the Bow». Εδώ έχουμε τον Τζένγκις Χαν σκληρό αλλά υπέροχο, να έχει τη Μογγόλα παλιά γυναίκα που του χάρισε τρία Μογγολάκια και ένα μούλικο από Τάταρο, έχουμε την Κινέζα πριγκίπισσα που του έδωσε ο βασιλιάς της πόλης να την πηδάει για να μην του πηδήξει την πόλη, έχουμε τον δειλό και πανούργο αδελφό, τον γενναίο αλλά στόκο, έναν Κινέζο πολεμιστή αποσπασμένο παρά τω Τζένγκις, έχουμε… Εχουμε, τέλος πάντων, όλα τα στοιχεία για να γίνει μια αξέχαστη χολιγουντιανή παπάρα.
Τώρα έχετε δικαίωμα να ρωτήσετε «τι σε έπιασε, ρε Πανουτσάκο, και αγόρασες αυτό το αριστούργημα της ιστορικής παπάρας;». Το αγόρασα σε αεροδρόμιο, επειδή δεν είχα τίποτα να διαβάσω, βιαζόμουνα και άρπαξα ένα βιβλίο που είχε θέμα που μπορούσε να με ενδιαφέρει. Και, ως συνήθως, με τον νόμο του Μέρφι των βιβλιοπωλείων στα αεροδρόμια, φυσικά δεν διαβαζόταν.