Εχω την εντύπωση ότι ο μόνος Ελληνας προπονητής που δούλεψε σε ομάδα του εξωτερικού, χωρίς η χώρα να είναι η Κύπρος, είναι ο Λάκης Πετρόπουλος στο Βέλγιο. Σε αυτό το σημείο οι μισοί αναγνώστες της στήλης αναρωτιούνται: «Ποιος ήταν αυτός ο Πετρόπουλος;». Γεγονός που αποδεικνύει πόσο είναι αδύνατο για έναν Ελληνα προπονητή να δουλέψει στο εξωτερικό.
Ο πρώτος λόγος που κάνει δύσκολη την πρόσληψη ενός Ελληνα προπονητή σε άλλη χώρα, αλλά και ο λόγος που η Κύπρος είναι πάντα διαθέσιμη είναι η γλώσσα. Αντίθετα με τους Αγγλους, οι οποίοι μπορούν να δουλέψουν σε οποιαδήποτε χώρα, μια και τα αγγλικά είναι η lingua franca της εποχής, οι υπόλοιποι προπονητές πρέπει να τα έχουν μάθει στη χώρα τους ώστε να βρουν δουλειά. Παράδειγμα ο Καπέλο, ο οποίος για να γίνει προπονητής της εθνικής Αγγλίας η ομοσπονδία απαίτησε να παρακολουθήσει μαθήματα αγγλικών από δάσκαλο που η ίδια προσέλαβε.
Οπως και παράδειγμα -από την αρνητική όμως πλευρά- ήταν ο Λορένσο Σέρα Φερέρ, ο οποίος μιλούσε μόνο ισπανικά, με αποτέλεσμα να έχει πρόβλημα συνεννόησης με τους παίκτες. Παρά το ότι στην Ελλάδα με τόσους ισπανόφωνους παίκτες που έχουμε μαζέψει τα ισπανικά μπορεί και να είναι πιο χρήσιμα από τα ελληνικά...
Το άλλο πρόβλημα που υπάρχει με τους Ελληνες προπονητές είναι η επιμόρφωση. Ο Ιταλός, ο Αγγλος και ο Ισπανός προπονητής μπορούν να πάρουν τις γνώσεις στη χώρα τους. Ο Ελληνας μπορεί να πάρει το δίπλωμα ότι έχει παρακολουθήσει σεμινάριο. Μόνο που το δίπλωμα της ΕΠΟ είναι περισσότερο «χαρτί». Ενα τυπικό δίπλωμα, όπως η ειδικότητα του στρατού που όσο ο Καρπετόπουλος και ο Τσόχος είναι μηχανές του πολέμου επειδή ο πρώτος είχε ειδικότητα tow και ο δεύτερος ΓΒ' Κεραυνός, τόσο ο Λεμονής ή ο Δώνης χρωστούν την καριέρα τους στα σεμινάρια της ΕΠΟ. Και σε αυτό το σημείο να προσθέσω ότι καλές είναι οι οδηγίες στις ομάδες για να φτιάξουν φυτώρια και εγκαταστάσεις, όμως η ίδια η ΕΠΟ δεν νομίζω ότι έχει σκιστεί για να σχηματίσει αξιόλογη σχολή προπονητών.
Το τελευταίο, αλλά όχι και το πιο ασήμαντο, είναι η εμφάνιση και η συμπεριφορά. Εντάξει, ο προπονητής δεν χρειάζεται να είναι μοντελάκι. Εντάξει, δεν χρειάζεται να έχει αποστηθίσει το «Σαβουάρ Βιβρ» του Ζαμπούνη. Αλλά μερικές εμφανίσεις, όπως και μερικές συμπεριφορές, χρειάζεται πολύ καλή διάθεση για να τις χαρακτηρίσεις απλώς γραφικές. Οπου στις εμφανίσεις πρώτο βραβείο παίρνει ο Παράσχος. Οχι γιατί ο άνθρωπος φοράει κάτι το περίεργο, αλλά επειδή είτε θα πρέπει να πείσει μια εταιρεία να φτιάχνει επάνω κομμάτια φόρμας στα μέτρα του για να μη μοιάζουν με κορσέ, είτε θα πρέπει να αδυνατίσει 20 κιλά.
Οσο για συμπεριφορά, οι μονομαχίες Παντελή, Σούλη είναι το classic παράδειγμα. Τις ακούς και πιστεύεις ότι παρακολουθείς δύο ιστορικούς της διαιτησίας να μιλούν, παρά δύο προπονητές. Ολα τα ανωτέρω με αφορμή την πρόσληψη του Τάκη Λεμονή από την Ομόνοια. Ενός προπονητή που αν είχε δουλέψει σε χώρο με άλλη νοοτροπία, θα είχε πάει πολύ πιο μακριά από την Κύπρο.
«With warm pockets the players of Hercules are going to play the last four games of the season» και αν στα αγγλικά το «με γεμάτες τσέπες θα παίξουν οι παίκτες του Ηρακλή τα τέσσερα τελευταία ματς της σεζόν» ακούγεται γελοίο, η έννοια είναι ακόμα περισσότερο γελοία. Το να παρουσιάζεται ως είδηση ότι ένας εργοδότης είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του προς τους εργαζόμενους της επιχείρησής του. Στις άλλες χώρες είδηση είναι όταν μια ομάδα έχει φεσώσει τους παίκτες της. Εδώ είδηση είναι όταν τους έχει ξοφλημένους. Οπου ακόμα γελοιοδέστερο είναι αυτό που λένε:
«Ο πρόεδρος μπορεί να χρωστάει, αλλά οι παίκτες ξέρουν ότι κανένας δεν έχει χάσει». Ακόμα και να είναι έτσι, για εργοδότη δουλεύεις και όχι για τον Θεό, για να λένε: «Εχει ο Θεός για όλα τα πλάσματα της φύσης». Και ανεξάρτητα από τα πολλά λεφτά που παίρνουν οι ποδοσφαιριστές, είναι υποτιμητικό για κάθε εργαζόμενο να ρωτάει: «Πότε θα μας πληρώσουνε;». Κάπου, ρε παιδάκι μου, νιώθεις ότι μπήκαμε στον 21ο αιώνα και ακόμα σκεφτόμαστε στη λογική του '50, όταν ο Στολίγκας και ο Μανέλλης έκαναν τους δοσάδες.
Οπως είναι εξοργιστική η προσπάθεια εκφοβισμού των διαιτητών με κάθε μέθοδο. Μέσα σε μία εβδομάδα, εκτός από τους διαιτητές που υβρίστηκαν και κυνηγήθηκαν, είχαμε ένα διαιτητή που του πέταξαν γιαούρτια έξω από το «Κλ. Βικελίδης» και έναν άλλον που μηνύθηκε από ποδοσφαιριστές και κρατήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα του Αργους μέχρι την επόμενη μέρα να οριστεί τακτική δικάσιμος και να του επιτραπεί να φύγει. Και πάμε πρώτα στην περίπτωση του «Κλεάνθης Βικελίδης». Είμαι πρόθυμος να πιστέψω ότι αυτοί που πέταξαν γιαούρτια στον Χαραλαμπίδη είναι προβοκάτορες οπαδοί του ΠΑΟΚ, που θέλουν να τιμωρηθεί ο Αρης.
Στην απίθανη, όμως, περίπτωση που δεν είναι, ποια λογική έχει το πέταγμα των γιαουρτιών; Να τρομοκρατηθεί ο διαιτητής και οι συνάδελφοί του και να σφυρίζουν καλύτερα τον Αρη; Ας πούμε ότι γίνεται. Ποια θα είναι η συνέχεια; Βλέποντας κάποια άλλη ομάδα ότι η τρομοκρατία έπιασε, θα ακολουθήσει το παράδειγμα και για να γίνει πιο πειστική αντί για γιαούρτια οι οπαδοί θα πετάξουν μπουκάλια. Και επειδή για να ευνοηθεί κάποιος, ένας άλλος αδικείται, οι επόμενοι θα πετάξουν καρέκλες, κομοδίνα, μαχαίρια, χειροβομβίδες, φτάνοντας στο σημείο που η ομάδα που θα ευνοείται θα είναι αυτή που έχει τους πιο σκληρούς οπαδούς ή τις πιο καλές άκρες στους ορισμούς των διαιτητών. Οχι, δηλαδή, ότι σε ένα μέτρο αυτό δεν γίνεται και σήμερα, με ομάδες να βάζουν μπράβους στα αποδυτήρια και να πυροβολούν τα πούλμαν των φιλοξενουμένων με πιστόλια, αλλά τουλάχιστον το κακό δεν έχει γενικευτεί.
Η άλλη μέθοδος τρομοκρατίας των διαιτητών μπορεί να γίνει ο νόμος. Η αδικημένη -εντός ή εκτός εισαγωγικών- ομάδα να πλακώνει τον διαιτητή στις αγωγές και τις μηνύσεις. Οποιος έχει τραβηχτεί σε δικαστήρια ξέρει ότι και να αθωωθείς δεύτερη φορά, το σκέφτεσαι πολύ σοβαρά να μπλέξεις με αυτόν που σου έκανε το χουνέρι. Οπότε, όπως στη δημοσιογραφία αρχίζεις να αυτολογοκρίνεσαι για να μην τραβιέσαι, το ίδιο και στη διαιτησία είναι λογικό ο διαιτητής να αρχίσει να σκέφτεται τα σφυρίγματά του. Ιδιαίτερα όταν απέναντί του έχει έναν ιδιοκτήτη που είναι δικηγόρος, όπως ο Αλέξης Κούγιας, τα δικαστήρια είναι και γραφείο του και έχει βοηθούς για να στέλνει, ενώ ο διαιτητής θα τραβιέται, πιθανότατα ταξιδεύοντας μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα από το σπίτι του, στο δικαστήριο της πόλης που είχε διαιτητεύσει το ματς.
Επίσης, ορισμένα αδικήματα είναι περισσότερο πιστευτά από άλλα. Για παράδειγμα, τι μοιάζει πιθανότερο: να έχει πλακώσει ο Undertaker τον Woody Allen ή το αντίστροφο; Υπάρχουν φυσικά διαιτητές που βρίζουν -για παράδειγμα, ο Κασναφέρης όσο διαιτήτευε δεν είχε πρόβλημα να κατεβάσει το περιστασιακό «καντίλι»-, αλλά πολύ πιο συχνό είναι το φαινόμενο ένας παίκτης να απειλεί ή να βρίζει διαιτητή απ' ό,τι ο διαιτητής τον παίκτη. Οπότε, η μήνυση των παικτών της Παναχαϊκής στον διαιτητή στο ματς με το Αργος επειδή τους έβρισε και τους απείλησε είναι πιθανή, αλλά στα «περίεργα κι όμως αληθινά».
Οπως και ακόμα δεν έχω καταλάβει τι προσπαθεί να πει ο Κούγιας για το ματς. Οτι ο διαιτητής ήταν στημένος από άλλη ομάδα, ότι ο πρόεδρος του Αργους τού πρότεινε να του πουλήσει το ματς ή όλα τα ανωτέρω; Γιατί αν ισχύει το «όλα τα ανωτέρω», πάμε σε μία φοβερή ομορφιά του ποδοσφαίρου. Ας πούμε, λοιπόν, ότι ο Κούγιας –κούφια η ώρα που το ακούει– έλεγε «ναι, να τα δώσουμε τα φράγκα». Τι θα γινόταν με τον διαιτητή, πιασμένο από τρίτη ομάδα, και τον Παναργειακό να δίνει το ματς; Ο διαιτητής θα έδινε συνέχεια πέναλτι κατά της Παναχαϊκής και οι παίκτες του Παναργειακού θα τα πετάγανε έξω; Ολα τα προηγούμενα, χωρίς να αποκλείω ότι κάτι έγινε.
Ας πούμε, από αυτά που ακούω, ότι στο Αργος ο κόσμος δεν ξυπνάει από τις φτερούγες των παραγόντων που είναι σαν τα αγγελούδια. Ετσι, πριν από μία δεκαετία θυμάμαι τον περίφημο πλειστηριασμό ανάμεσα στον Παναιτωλικό και τον Εθνικό για παρόμοια αιτία, αλλά τότε για την Α' Εθνική. Κάπου, όμως, η σημερινή ιστορία, όπως παρουσιάζεται, έχει κενά...
Με μεγαλύτερο κενό το «με 70 χάνουμε, με 80 κερδίζουμε». Ξέρετε τι εύκολο είναι να μπορέσεις να χάσεις ένα ματς, σε αντίθεση με το να το κερδίσεις; Εννέα φορές στις δέκα οι ομορφιές του ποδοσφαίρου γίνονται με ματς στο οποίο ο εισπράττων χάνει και μία -και με το ζόρι- να πάρει το ρίσκο να πληρωθεί μόνο αν κερδίσει.