Part 1 Part 2 Part 3 Part 4 Part 5 Part 6 Part 7

…Σε ένα σκονισμένο και ερημικό σταθμό, ο επιβάτης περίμενε υπομονετικά. Στα χέρια του κρατούσε ένα εισιτήριο για το τελευταίο τρένο. Φορούσε μια γκρι καπαρντίνα που έφτανε μέχρι λίγο κάτω από τα γόνατα. Το καπέλο του έμοιαζε βγαλμένο από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Σίγουρα η ψιλόλιγνη φιγούρα θα τραβούσε την προσοχή του κόσμου …μόνο που δεν υπήρχε κανένας τριγύρω.

Την προηγούμενη ημέρα

Όλα ξεκίνησαν λίγο καιρό μετά την «μεγάλη καταστροφή». Έτσι την αποκαλούσαν. Μια πόλη είχε απομείνει όρθια και συντηρούσε έναν υποτυπώδη πολιτισμό. Οι υπόλοιπες περιοχές είχαν μετατραπεί σε απέραντα νεκροταφεία και κανένας από τους επιζήσαντες που είχε ακόμα τα λογικά του, δεν τολμούσε να βγει έξω από τα όρια για να περιπλανηθεί σε αυτά τα μέρη. Μια πόλη στεκόταν όρθια και οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτήν είχαν ταχθεί σε έναν σκοπό. Να διορθώσουν τα πράγματα. Πέντε χρόνια μετά όμως η θέληση για αλλαγή δεν ήταν ίδια στους κατοίκους, όπως ήταν τον πρώτο καιρό. Τα «επίπεδα» έμοιαζαν αποτελεσματικά. Θα περνούσε όμως καιρός ακόμα μέχρι να φτάσουν στο άριστο σημείο που είχαν οραματιστεί οι δημιουργοί τους κάτι που θα επέτρεπε στους ταλαιπωρημένους επιζήσαντες να επιστρέψουν σε μια κανονική ζωή μακριά από το σκοτάδι και τις αρρώστιες.

….«Τρία χρόνια» σκέφτηκε και κοίταξε το εισιτήριο που κρατούσε στα χέρια του. Σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες θα έπρεπε να επιβιβαστεί στο τρένο. Είχε φτάσει στην αρχή του τέλους και πλέον ήταν πολύ αργά για να κάνει πίσω. Κάποιοι δεν ήθελαν την αλλαγή. Είχαν συμβιβαστεί με τη ζωή τους. Αυτοί οι κάποιοι είχαν γίνει πλειοψηφία και θεωρούσαν όλες τις προσπάθειες μάταιες. Αυτοί οι κάποιοι πήραν την απόφαση να βάλουν τέλος στα «επίπεδα» και οι αποφάσεις τους ήταν διαταγές. Έτσι η ευθύνη της αποστολής βάραινε τους λίγους που διαφωνούσαν. Και αυτός ήταν ένας από τους λίγους.
Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού με μοναδικό φως το κερί πάνω στο γραφείο. Το ρεύμα είχε κοπεί όπως κάθε βράδυ εδώ και δυο ώρες. Κοίταξε ξανά το εισιτήριο. Δεν είχε πολλά πράγματα να κάνει εκτός από το να περιμένει. Λίγη ώρα μετά ξάπλωσε και προσπάθησε να κοιμηθεί, δεν θα ήταν εύκολο αλλά χρειαζόταν λίγη ξεκούραση. Τελικά τον πήρε ο ύπνος…

Πετάχτηκε από το κρεβάτι ιδρωμένος και τρομαγμένος. Το όνειρο που είχε δει του είχε θυμίσει πράγματα που θα ήταν καλύτερα να μείνουν βαθειά θαμμένα στην άκρη του μυαλού του. Κάποια πράγματα όμως δεν μένουν για πολύ καιρό θαμμένα και τώρα είχαν βγει στην επιφάνεια. «Θα σ’ αγαπάω και θα κάνω ότι μπορώ για να σε βοηθήσω» του είπε η φωνή της στο όνειρο του. Ένιωσε ότι ήταν εκεί και ψιθύριζε στα αυτί του. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα…δεν πρέπει να κάνεις τίποτα» της απάντησε. Δεν ήταν όμως εκεί ούτε τώρα ούτε τα τελευταία τρία χρόνια. Είχε χαθεί σε μια από τις προσπάθειες που έκαναν για την δημιουργία ενός «επιπέδου». Ήταν Απρίλιος αυτό το θυμόταν πολύ καλά, όλα τα άλλα από εκεί και πέρα ήταν θολά στο μυαλό του. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και αυτό που σκεφτόταν να κάνει ήταν πέρα από κάθε λογική και χωρίς κανένα απολύτως νόημα, αλλά έπρεπε να πάει εκεί για μια τελευταία φορά, το χρωστούσε στον εαυτό του.

Βγήκε από το σπίτι του προσπαθώντας να είναι όσο πιο αθόρυβος γίνεται. Κανένας δεν περπατούσε στον δρόμο τέτοια ώρα. Όλοι φοβόντουσαν αφού η ασφάλεια στην πόλη ήταν κάτι το οποίο δεν υπήρξε ποτέ και ούτε υπήρχε περίπτωση να υπάρξει σύντομα. Έπρεπε να βγει έξω από τα όρια. Ο προορισμός του ήταν οι εγκαταλελειμμένες περιοχές. Ένα συγκεκριμένο σημείο στην αρχή τους. Εκεί τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα αλλά πιο μέσα τίποτα δεν στεκόταν όρθιο. Είχε την ελπίδα ότι θα βρει αυτό που έψαχνε. Είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε πάει εκεί. Μετά την καταστροφή κανένας δεν επέστρεψε, όχι επειδή δεν μπορούσε, αλλά επειδή ο φόβος κυριαρχούσε τις περισσότερες φορές.

Μια ώρα μετά έφτασε στα όρια της πόλης. Τα φυλάκια που είχαν στηθεί τον πρώτο καιρό, τώρα ήταν εγκαταλελειμμένα αφού δεν υπήρχε κανένας λόγος να προστατευθεί ο χώρος. Τίποτα δεν ήταν «ζωντανό» από την άλλη πλευρά. Προχώρησε προς τις παλιές σκουριασμένες μπάρες ρίχνοντας συχνά ένα βλέμμα πίσω του για να δει αν τον είχε ακολουθήσει κανένας. Ήταν μόνος του.

Η πρώτη του εντύπωση είχε επιβεβαιωθεί. Η καταστροφή στα πρώτα χιλιόμετρα δεν ήταν τόσο μεγάλη. Περπατούσε ασταμάτητα στη μέση του δρόμου ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα κτίρια , που στέκονταν δεξιά και αριστερά σαν φαντάσματα του παρελθόντος. Κανένα ίχνος ζωής. Πλησίαζε στον προορισμό του. Κατέβαινε ένα μεγάλο δρόμο που οδηγούσε στη θάλασσα. Έστριψε δεξιά στο σημείο που θυμόταν πολύ καλά. Δεν είχε κάνει λάθος …του απέμεναν λίγα ακόμη μέτρα.

Έφτασε έξω από το μισογκρεμισμένο κτίριο. Η δεξιά μεριά του είχε διαλυθεί εντελώς παρασέρνοντας μαζί της και τη διπλανή μονοκατοικία. Κλότσησε την καγκελόπορτα που είχε σφηνώσει και εμπόδιζε την είσοδο στην αυλή. Προχώρησε λίγα ακόμη μέτρα μέχρι να φτάσει στην κεντρική πόρτα. Ήταν σπασμένη και πεταμένη σε μια γωνία εδώ και καιρό. Η αρχή της σκάλας που οδηγούσε στους ορόφους έδειχνε απροσπέραστη από τα μπάζα, τη σκόνη και κάθε λογής αντικείμενα που έφραζαν τα πρώτα της σκαλιά. Στάθηκε για λίγο χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Ένιωσε τις αναμνήσεις να τον κατακλύζουν. Το σκοτάδι της νύχτας ήταν πυκνό και το μοναδικό φως που ερχόταν από το φακό του δεν ξεδιάλυνε ιδιαίτερα το τοπίο. Κοίταξε στα δεξιά του εκεί που κάποτε βρισκόταν το ασανσέρ. Το ασανσέρ που όταν έμπαινες μέσα άρχιζε να παίζει ένα συγκεκριμένο ραδιοφωνικό σταθμό φορτωμένο όμως με παράσιτα αφού το σήμα του δεν ήταν ποτέ καλό. Δεν θα έπαιρνε όμως το ασανσέρ όπως συνήθιζε να κάνει για να ανέβει στον τρίτο όροφο.

Άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω στα μπάζα. Δεν ήταν δυνατό να ανέβει περπατώντας. Σερνόταν σκονισμένος και βρώμικος ανάμεσα στα ερείπια. Αρκετή ώρα μετά κατάφερε να φτάσει στον τρίτο όροφο. Δεν μπορούσε όμως να φτάσει στην είσοδο του διαμερίσματος. Είχε κολλήσει σε ένα σημείο και δεν έβλεπε τον τρόπο που θα μπορούσε να προχωρήσει. Ήταν εξαντλημένος. Έκλεισε τα μάτια του και για λίγα δευτερόλεπτα η σκέψη του μεταφέρθηκε στο παρελθόν…

Είδε τον διάδρομο να καθαρίζει και τον εαυτό του να βγαίνει από το ασανσέρ ενώ τα παράσιτα συνέχιζαν να χορεύουν πάνω στη συχνότητα του ραδιοφωνικού σταθμού. “The ghost of you” ήταν το τραγούδι που έπαιζε από τα ηχεία και ήταν ως συνήθως λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Στάθηκε έξω από την πόρτα και περίμενε. Η πόρτα άνοιξε και εκείνη τον υποδέχτηκε όπως τις περισσότερες φορές …με τα μαλλιά της φρεσκολουσμένα και βρεγμένα …έφερε το δάχτυλο της μπροστά στο στόμα του με μια κίνηση που εννοούσε «Κάνε ησυχία» και στη συνέχεια ένα χαμόγελο. Η πόρτα έκλεισε…

Άνοιξε ξανά τα μάτια του και βρέθηκε στο ίδιο σημείο, στριμωγμένος από τα μπάζα και το τσιμέντο. Μάζεψε το κουράγιο που του είχε απομείνει και έσπρωξε με όλη του την δύναμη. Μια πέτρα κουνήθηκε και παρέσυρε μαζί της αρκετές που με την πτώση τους δημιούργησαν ένα μικρό άνοιγμα. Βγήκε από αυτό άνοιγμα και έφτασε στην είσοδο του σπιτιού, πόρτα δεν υπήρχε ούτε εκεί. Έριξε ένα βλέμμα μέσα στο άδειο σπίτι. Δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα έπιπλα αφού μετά την «μεγάλη καταστροφή» το πλιάτσικο που ακολούθησε από όσους επέζησαν δεν είχε αφήσει σχεδόν τίποτα μέσα στα σπίτια των εγκαταλελειμμένων περιοχών. Δεν ήξερε αν θα έβρισκε αυτό που έψαχνε αλλά αφού είχε έρθει μέχρι εκεί δεν θα έκανε πίσω. Προχώρησε δεξιά και ακούμπησε το χέρι του πάνω στον πάγκο που οδηγούσε στην κουζίνα. Το σκοτάδι παρέμενε και ο φακός δεν έκανε και πολύ καλή δουλειά, αλλά ήξερε να περπατάει εκεί μέσα με τα μάτια κλειστά.

Δυο έπιπλα παρέμεναν άθικτα αλλά αναποδογυρισμένα. Ένα μεγάλο ντουλάπι και ένα μικρό τραπέζι. Πλησίασε προς το ντουλάπι. Τα τζαμένια πορτάκια του ήταν σπασμένα και τα ράφια τραβηγμένα από τη θέση τους, τίποτα δεν υπήρχε μέσα. Το μάτι του έπεσε λίγο πιο δίπλα από το ντουλάπι σε κάτι που γυάλιζε όταν το φως του φακού αντανακλούσε πάνω του. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια του. Ήταν μια φωτογραφία. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Την είδε να στέκεται στην άκρη ενός μπαλκονιού με ένα μπλε κοντό καλοκαιρινό φόρεμα. Το βλέμμα της δεν ήταν στραμμένο προς την κάμερα και τα μαλλιά της ανέμιζαν. Είχε βρει αυτό που έψαχνε. Μια ανάμνηση. Μια ανάμνηση από τις μέρες που όλα ήταν καλύτερα και θα του έδινε το κουράγιο για να συνεχίσει. Δίπλωσε την φωτογραφία και την έβαλε στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν. Έκανε μια βόλτα μέσα στο σπίτι αλλά δεν πλησίασε το δωμάτιο. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα το άντεχε. Έκατσε στο πάτωμα και ακούμπησε την πλάτη του στο τοίχο. Έξω είχε αρχίσει να ξημερώνει.

Έκλεισε τα μάτια του για μια ακόμη φορά και την είδε να στέκεται στο τέλος ενός δρόμου αρκετά μακριά από αυτόν. Το πρόσωπο της όμως φαινόταν πεντακάθαρα. Του κούνησε το χέρι ενώ ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα βουνά. Την ώρα που άρχισε να περπατάει προς το μέρος της αυτή γύρισε την πλάτη και άρχισε να φεύγει μακριά από αυτόν. Δεν τον χαιρετούσε όπως νόμιζε στην αρχή. Τον αποχαιρετούσε…

Την επόμενη μέρα

Ήταν άυπνος. Πριν πάει στο σταθμό του τρένου έπρεπε να περάσει πρώτα από τα γραφεία. Έφτασε λίγο μετά το μεσημέρι, έδειξε την ταυτότητα του στην είσοδο και ανέβηκε στο δεύτερο όροφο. Στο γραφείο που του είχαν πει να πάει δεν ήταν κανένας από αυτούς που έπαιρναν τις αποφάσεις, τους παλιούς του συνεργάτες. Κανένας δεν έκανε τον κόπο να τον αποχαιρετήσει. Ένας πιτσιρικάς, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 19 χρονών, τον υποδέχτηκε. «Έχετε μαζί σας το εισιτήριο; » του είπε. «Ναι». «Τότε είστε έτοιμος» είπε ο πιτσιρικάς και άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα. Έβγαλε από μέσα μια μεταλλική βαλίτσα και του την έδωσε. «Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεστε. Καλό ταξίδι». Έσφιξε την καπαρντίνα του φόρεσε τα μεγάλα μαύρα γυαλιά που έκρυβαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και πήρε στα χέρια του τη μεταλλική βαλίτσα…

Συνεχίζεται...

Part 9 - Πέμπτη 19/03/2009

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube