Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γραφόταν και θα λεγόταν από χθες αν η Βιγιαρεάλ είχε κερδίσει με 4-0 μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο; Δεν θα σταθώ στις γραφικότητες ή τη χυδαιότητα που θα έδειχναν κάποιες αθλητικές «εφημερίδες» στα πρωτοσέλιδα. Είμαι, όμως, απολύτως σίγουρος ότι θα ανακαλύπταμε εκ νέου τις ανεπάρκειες του Τεν Κάτε (ο οποίος δεν είναι προπονητής, αλλά «βοηθός»), τα λάθη στις μεταγραφικές κινήσεις, τα τεράστια και μοιραία κενά στην άμυνα (που η διοίκηση τσιγκουνεύτηκε να καλύψει τον περασμένο Ιανουάριο), τις περιορισμένες δυνατότητες κάποιων από αυτούς που έπαιξαν, πιθανόν να κατηγορούσαμε πάλι τον Καραγκούνη για τον «ξεπερασμένο» τρόπο με τον οποίο αγωνίζεται, θα υπογραμμίζαμε ξανά το γεγονός ότι με αυτόν τον διαιτητή οι Ισπανοί δεν έχουν χάσει ποτέ, θα θυμόμασταν τα διαιτητικά λάθη του πρώτου αγώνα, θα σημειώναμε πόσο κακό κάνει στην ομάδα η πολυμετοχική γκρίνια και θα κάναμε λόγο για τις διοικητικές αλλαγές που έχει ανάγκη η ομάδα.
Μπορεί να έβγαινε και κάποια ανακοίνωση φιλάθλων που θα ξεκίνούσε με τη φράση «φτάνει πια» και ο αθλητικός Τύπος θα ξεκινούσε τη φιλολογική αναφορά -από τώρα- σε μεταγραφικούς στόχους και πιθανούς αντικαταστάτες του Τεν Κάτε. Θόρυβος θα είχε γίνει -μικρότερης έκτασης, φυσικά- και αν ο ΠΑΟ έχανε με το ίδιο σκορ από τη Λίβερπουλ ή τη Γιουνάιτεντ ή έστω την Μπάρτσα.
Με 4-0 χθες, πάντως, έχασε η Ρεάλ, αλλά δεν έγινε στην Ισπανία τίποτε από όσα θα γίνονταν εδώ, παρά το γεγονός ότι η Ρεάλ έχει πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος από το «τριφύλλι» και την τελευταία τριετία δεν πάει καθόλου καλά. Η Ρεάλ του χρόνου θα είναι ξανά στους “16” και αν έχει αλλάξει πρόεδρο και ο Ράμος μπορέσει να αλλάξει κάποια πραγματάκια, ίσως προχωρήσει και πιο μακριά. Με τον ΠΑΟ (ή τον Ολυμπιακό, ας πούμε) κάτι τέτοιο είναι απίθανο.
Μόνο που η τάση μας για εσωστρέφεια και πολλές φορές η άρνησή μας να αποδεχθούμε την ανωτερότητα των άλλων και τη δική μας μετριότητα (αποτέλεσμα της πολύ φτωχής αθλητικής μας διαπαιδαγώγησης) θα μας οδηγούσαν σε ύμνους για την «πορεία» της ομάδας και τον «υπέροχο κόσμο» της.
Εκείνο που αρνούμαστε να δούμε είναι το πλέον προφανές: τη διαφορά ποιότητας που υπάρχει ανάμεσα στο δικό μας ποδόσφαιρο, τις δικές μας ομάδες, και στις ομάδες που έρχονται από άλλα πρωταθλήματα. Ανώτερα από το δικό μας. Λίγο πριν αντιμετωπίσει ο Ολυμπιακός τη Σεντ Ετιέν όλοι έγραφαν ή μιλούσαν για το παιχνίδι με μία αισιοδοξία που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, παρά μόνο από το γεγονός ότι η γαλλική ομάδα βρισκόταν στη ζώνη του υποβιβασμού.
Μετά το παιχνίδι στο Φάληρο η διαφορά της ταχύτητας και της ποιότητας ανάμεσα στον πρωταθλητή και πρωτοπόρο του ελληνικού πρωταθλήματος και τη γαλλική ομάδα (που κάποιοι χαρακτήριζαν «Θρασύβουλο» της Γαλλίας) έβγαζε μάτι. Ακόμη και έτσι, όμως, υπήρχαν άνθρωποι που περίμεναν ότι ο Ολυμπιακός στη Γαλλία θα μπορούσε να παίξει καλύτερα απ’ ό,τι στο Φάληρο.
Πρέπει κάποια στιγμή να το παραδεχτούμε και να το πούμε δημόσια χωρίς δικαιολογίες ή προφάσεις. Οι ελληνικές ομάδες δεν έχουν την ποιότητα εκείνη που απαιτείται για να παίξουν δημιουργικό, επιθετικό ποδόσφαιρο, που είναι απαραίτητο σε αυτό το επίπεδο για να μπορέσουν να προχωρήσουν μακρύτερα στη διοργάνωση. Μια παραλλαγμένη -ελαφρά- συνταγή του ποδοσφαίρου που έπαιξε η Εθνική στην Πορτογαλία το 2004 μπορούμε να εφαρμόσουμε και αν εκμεταλλευτούμε τις ιδιαιτερότητες κάποιων παιχνιδιών, μόνο τότε μπορούμε να σημειώσουμε κάποιες σποραδικές επιτυχίες. Αλλά μέχρις εκεί.
Κολακευόμαστε και το χειρότερο είναι ότι το πιστεύουμε κιόλας πως μία πρόκριση μέχρι τους “8” κάθε 4 ή 6 χρόνια συνιστά «πορεία», τη στιγμή που η παρουσία μας σε έναν τελικό αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ελάχιστα ή καθόλου δεν θα την απασχολούσε την οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ομάδα -από αυτές που συναντάμε στα κατοπινά στάδια των διοργανώσεων- το γεγονός ότι τη νικήσαμε στη φάση των ομίλων. Εκείνοι ενδιαφέρονται να κερδίσουν τον πόλεμο και σ' αυτό επικεντρώνουν τον σχεδιασμό και την προσπάθειά τους και δεν αρκούνται στην -έστω- εντυπωσιακή νίκη σε μία μάχη. Σε αντίθεση με μας. Γι' αυτό και τους τελικούς θα συνεχίσουμε να τους βλέπουμε από τους καναπέδες μας.
Ο πανικός πουλάει
Είναι δεδομένο ότι μία οικονομική κρίση κάνει τους ανθρώπους πιο επιφυλακτικούς σε ό,τι αφορά την κατανάλωση. Κυρίως γιατί δημιουργεί συνθήκες ανασφάλειας για το αύριο, ιδίως όταν διακυβεύονται θέσεις εργασίας. Η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι η μεγαλύτερη -αν δεν είναι ακόμη η μεγαλύτερη- από την κρίση του '29. Καθημερινά, τα τηλεοπτικά -δήθεν- δελτία ειδήσεων αναφέρουν τις χιλιάδες απολύσεις που κάνουν ή που προτίθενται να κάνουν μεγάλες πολυεθνικές.
Αναφέρουν τις πτωχεύσεις οικονομικών κολοσσών και την κατρακύλα των χρηματιστηρίων. Παρουσιάζουν δηλώσεις πολιτικών και οικονομικών παραγόντων που υπογραμμίζουν τη σοβαρότητα της κρίσης. Μία κρίση για την οποία είναι ΚΑΙ υπεύθυνοι ΚΑΙ δεν μπόρεσαν να την προβλέψουν. Το χειρότερο, φυσικά, είναι πως δεν έχουν ούτε και σχέδιο για να την αντιμετωπίσουν. Εχει γίνει επίσης φανερό τώρα πια και πολύ πριν φθάσουμε στο μέσο της κρίσης (όπως ομολογούν οι περισσότεροι) ότι το οικονομικό βάρος της αντιμετώπισης θα το επωμιστούν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι.
Πολλοί θα χάσουν τις δουλειές τους, τις συντάξεις τους και την ίδια στιγμή θα δουν τις δαπάνες του προϋπολογισμού που αφορούν τα δημόσια αγαθά να περικόπτονται με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το κόστος ζωής. Θα δουν -το βλέπουν ήδη- τις κυβερνήσεις να ενισχύουν αφειδώς με δημόσιο χρήμα, δηλαδή των φορολογουμένων, τις τράπεζες, οι οποίες αντί να το διοχετεύσουν στην πραγματική οικονομία, το χρησιμοποιούν για να μπαλώσουν τις «τρύπες» που οι ίδιες δημιούργησαν (και μας τις φόρτωσαν) κερδοσκοπώντας στο πεδίο της πλασματικής οικονομίας.
Ολο αυτό το κλίμα τρόμου που δημιουργείται από τα ΜΜΕ, τα οποία δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν, να διερευνήσουν και να προσεγγίσουν υπεύθυνα και ψύχραιμα τα γεγονότα, εξυπηρετεί πρώτα απ' όλα εκείνους που αποφασίζουν, δηλαδή τις κυβερνήσεις. Ο τρόμος, πέρα από το ότι πουλάει, σε κρατάει και μακριά από εκδηλώσεις αγανάκτησης και αποδοκιμασίας. Και επιτρέπει σε «κυριούλες», όπως η υπουργός Απασχόλησης Φάνη Χάλι, να δηλώνουν ότι το κόστος της κρίσης πρέπει να επιμεριστεί σε όλους.
Στηρίζουν Πλατινί
Δεν νομίζω ότι ο Πλατινί νιώθει ευτυχής όταν βλέπει τις αγγλικές ομάδες να μονοπωλούν τις θέσεις στους 8 ή τους 4 του Τσάμπιονς Λιγκ, γιατί καταλαβαίνει ότι έτσι πέφτει η ανταγωνιστικότητα της διοργάνωσης. Επειδή γνωρίζει πως η οικονομική δύναμη των αγγλικών ομάδων τις βοηθάει πολύ στη διαφορά που δημιουργείται με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές ομάδες, προσπαθεί να βρει τρόπους να υιοθετηθεί ένα είδος σάλαρι καπ. Σε αυτή την επιδίωξή του διαφωνούν πολλές ομάδες και όχι μόνον οι αγγλικές.
Ομως, υπάρχουν και πράγματα με τα οποία οι μεγάλες ομάδες συμφωνούν με τον Πλατινί και ένα από αυτά έχει να κάνει με την απαγόρευση της μεταγραφής ποδοσφαιριστών που είναι μικρότεροι από 18 χρόνων και πολύ συχνά πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης. Μέχρι τώρα η Ε.Ε. απαγορεύει τις μεταγραφές για ποδοσφαιριστές κάτω των 16 και ετοιμάζεται να προτείνει σχετική νομοθεσία, έτσι ώστε να περιοριστούν οι μεταγραφές σε νεαρούς ποδοσφαιριστές από την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Κάτι που αν συμβεί, θα δώσει χώρο στους νεαρούς Ευρωπαίους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές.