Διάβαζα προχθές μία μελέτη σχετικά με την οικονομική κατάσταση των ομάδων στις δύο μεγάλες κατηγορίες του ολλανδικού πρωταθλήματος. Η Ολλανδία, θυμίζω, πληθυσμιακά είναι ένα μέγεθος συγγενικό με την Ελλάδα, αλλά η οικονομία της χώρας είναι κατά πολύ ισχυρότερη της ελληνικής.
Σύμφωνα με τη μελέτη, από τις 20 ομάδες που αγωνίζονται στη Jupiter League (παλιά Eerste Divisie), τη δεύτερη επαγγελματική κατηγορία μετά τη μεγάλη Eredivisie, μόνο μία, η Venlo, έχει οικονομική κατάσταση τέτοια που της επιτρέπει, αν κερδίσει την άνοδο, να αγωνιστεί στη μεγάλη κατηγορία. Οι υπόλοιπες 19 είναι καταχρεωμένες και βρίσκονται στο χείλος της πτώχευσης.
Με δεδομένη και τη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης μπορεί να καταλάβει κάποιος τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ή που θα αντιμετωπίσουν αυτές οι ομάδες τις μέρες που έρχονται. Δυσκολίες, όμως, που δεν θα είναι τόσο πιεστικές όσο αυτές που αντιμετωπίζει μία μεγάλη ισπανική ομάδα, η οποία για μία πενταετία ήταν από τα πιο λαμπρά πετράδια του ευρωπαϊκού ποδοσφαιρικού στέμματος.
Από το 2000 μέχρι το 2004 η Βαλένθια έφθασε δύο φορές σε τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, χάνοντας τη μία φορά από τη Ρεάλ καθαρά με 3-0 και την άλλη χάνοντας στα πέναλτι από την Μπάγερν. Την ίδια χρονική περίοδο θα κερδίσει δύο πρωταθλήματα Ισπανίας και ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, παίζοντας παράλληλα ένα θεαματικό ποδόσφαιρο. Πέντε χρόνια μετά, η ισπανική ομάδα βρίσκεται στα όρια της χρεοκοπίας με ένα οικονομικό άνοιγμα που φτάνει τα 438 εκατομμύρια ευρώ, απλήρωτους παίκτες και τις εργασίες για το καινούργιο γήπεδο των 75.000 θέσεων να έχουν σταματήσει, αφού η ομάδα δεν είναι σε θέση να τις χρηματοδοτήσει πλέον.
Από το 2004 και μετά η ομάδα και οι άνθρωποί της, «μεθυσμένοι» από την επιτυχία, έγιναν αλαζόνες, σπάταλοι και απρόσεκτοι. Μέχρι σήμερα κατάφεραν να απολύσουν 5 τεχνικούς διευθυντές, τρεις γενικούς διευθυντές, τρεις επικεφαλής του ιατρικού τμήματος της ομάδας, να διώξουν ποδοσφαιριστές, να αλλάξουν πέντε προέδρους -αν δεν έχω χάσει το μέτρημα- να πάνε στα δικαστήρια με τον ίδιο τον αρχηγό της ομάδας και να δώσουν κάτι περισσότερο από 30 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση σε τρεις προπονητές: τους Κλαούντιο Ρανιέρι, Κίκε Σάντσεθ Φλόρες και Ρόναλντ Κούμαν.
Είναι προφανές ότι η κακοδιοίκηση έπαιξε τον ρόλο της στην πτώση της ομάδας και την υπερχρέωσή της, αλλά δεν έφταιγε μόνον αυτή. Η Βαλένθια έπεσε θύμα των βεβαιοτήτων –που δεν υπάρχουν- στη σύγχρονη οικονομία. Τα τελευταία χρόνια η κτηματαγορά και οι οικοδομές γνώρισαν μία τρομακτική ανάπτυξη στην Ισπανία, ανάπτυξη όμως που συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά της οικονομικής φούσκας.
Πολλοί, οι οποίοι πλούτισαν από αυτή τη φούσκα, ασχολήθηκαν με τις ποδοσφαιρικές ομάδες επενδύοντας σε αυτές, με αποτέλεσμα όταν έσκασε η φούσκα πολλές ομάδες, και όχι μόνο η Βαλένθια, να βρεθούν στο κόκκινο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ομάδες της Πριμέρα Ντιβιζιόν χρωστούν όλες μαζί στην Εφορία περίπου 600 εκατομμύρια ευρώ. Στη Βαλένθια, που μετά το 2004 έβλεπαν τα χρέη τους από 125 εκατομμύρια ευρώ που ήταν να ανεβαίνουν διαρκώς, είχαν εφησυχάσει πιστεύοντας ότι στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσαν να πουλήσουν το «Μεστάγια».
Το γήπεδο της ομάδας βρισκόταν σε μία θέση-φιλέτο, όπου η αξία της γης ήταν εξαιρετικά υψηλή. Η κτηματομεσιτική φούσκα, όμως, έσκασε και αυτό που κάποτε θεωρούνταν «αερόσακος ασφαλείας» μεταβλήθηκε σε ένα νόμισμα με πολύ μικρή αξία. Τώρα, με την υποστήριξη -όχι, όμως, την οικονομική- του Σολέρ, του προέδρου-μεγαλομετόχου που πρώτος αποχώρησε όταν το καράβι άρχισε να μπάζει νερά, έχει ξεκινήσει μία ακόμη προσπάθεια σωτηρίας που αναγκαστικά θα έχει έναν τίτλο: «Πουλάμε».
Τα πάντα. Από ποδοσφαιριστές, προπονητικά κέντρα, γήπεδα ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να φέρει χρήματα στο ταμείο. Με την προϋπόθεση ότι θα μπορέσουν να κρατηθούν στην Πριμέρα Ντιβιζιόν μία τριετία ακόμη τουλάχιστον. Και αν η Βαλένθια μπορέσει να επιζήσει οικονομικά έπειτα από τρία χρόνια, τότε αληθινά θα μπορούμε να μιλάμε για ένα θαύμα.
Τεχνολογία της πλάκας
Είναι ενδιαφέρουσα η συμπεριφορά των κομμάτων απέναντι στις δημοσκοπήσεις. Ρίχνουν βάρος, συζητούν και αναδεικνύουν μόνον εκείνες που ασχολούνται με την πρόβλεψη της ψήφου. Κάποιες άλλες, πολύ περισσότερο σημαντικές, τις αγνοούν. Και αν κάποιος γνωρίζει τα βασικά χαρακτηριστικά των δύο μεγάλων κομμάτων αλλά και την ποιότητα του στελεχιακού τους δυναμικού, δεν θα πρέπει να ξαφνιάζεται.
Πριν από λίγο καιρό δόθηκε στη δημοσιότητα μία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για τον τρόπο που οι νέοι και οι γονείς τους αντιμετωπίζουν το Διαδίκτυο στην Ε.Ε. Η δημοσιοποίηση της έρευνας αυτής συνέπεσε με τα ευρήματα μιας άλλης, που εκπόνησε μία ισπανική μη κυβερνητική οργάνωση, η Protegeles, που δραστηριοποιείται στα ζητήματα της ασφαλούς πλοήγησης.
Σύμφωνα με ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας του Ευρωβαρόμετρου, είμαστε η χώρα με το πιο υψηλό ποσοστό πρόσβασης παιδιών ηλικίας από 7 έως 15 ετών στο Διαδίκτυο μέσω των Internet cafe, με ποσοστό που φθάνει το 26,8% έναντι του 3% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Και το στοιχείο αυτό έχει τη σημασία του, μια και τα Internet cafe είναι εμπορικοί χώροι όπου –συνήθως– δεν υπάρχει καμία επίβλεψη.
Από τα ευρήματα της άλλης έρευνας της ισπανικής μη κυβερνητικής οργάνωσης προκύπτει ότι το 69% των παιδιών στην Ευρώπη που μπαίνουν στο Διαδίκτυο μέσω των Internet cafe επιλέγει τα διαδικτυακά παιχνίδια, το 46% επιλέγει τη διαδικτυακή συζήτηση, το 15% μπαίνει σε σελίδες με πορνογραφικό περιεχόμενο, το 9% σε σελίδες με εξαιρετικά βίαιο περιεχόμενο και ένα 6% σε ιστοσελίδες με ρατσιστικό και ξενοφοβικό περιεχόμενο.
Τα Ελληνόπουλα, σύμφωνα με τα πορίσματα και των δύο ερευνών, αράζουν στα Internet cafe γιατί δεν έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο από αλλού, ενώ μόλις το 26% μπορεί να μπει στο Διαδίκτυο από το σχολείο, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 70%.
Σε ό,τι αφορά τους γονείς, οι Ελληνες είναι στην πρώτη τριάδα εκείνων που ανησυχούν μήπως τα παιδιά τους πέσουν θύματα παιδόφιλων με ποσοστό 70%, με δεύτερους τους Πορτογάλους (75%) και πρώτους του Γάλλους (80%) αλλά μόλις το 17% είναι το ποσοστό των γονιών που έχουν εγκαταστήσει στον υπολογιστή του σπιτιού λογισμικό προστασίας. Τώρα που κουβεντιάζουμε για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, τη σχέση του Διαδικτύου και της Εκπαίδευσης θα την ψάξουμε καθόλου;
Κρίμα, αλλά όχι άδικα
Δεν αντέχεται η ορατή προοπτική να αγωνίζεσαι την επόμενη χρονιά στη Β' κατηγορία ύστερα από 33 χρόνια συνεχούς παραμονής στην κεντρική σκηνή του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Και μάλιστα, όταν έχεις καταφέρει τόσα πολλά και σπουδαία πράγματα και ιδιαίτερα όταν τη 15ετία του Γκέραρντ έφερες διαφορετικά στοιχεία σε αυτό που ονομάζεται εκμετάλλευση του ντόπιου ποδοσφαιρικού δυναμικού και ανέδειξες έναν άλλον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της δουλειάς του προπονητή. Ναι, είναι κρίμα να υποβιβαστεί ο ΟΦΗ, αλλά δεν είναι άδικο.
Ο διαφαινόμενος υποβιβασμός είναι ο τελευταίος κρίκος μιας σειράς τραγικών λαθών που πήραν μεγάλη έκταση την περίοδο Βατσινά –που αποδείχτηκε παντελώς ακατάλληλος για να διοικήσει την ομάδα-, αλλά και της αδιαφορίας του μεγαλύτερου μέρους των Κρητικών φιλάθλων. Ισως να είναι και καλύτερο να έρθει ο υποβιβασμός, που μπορεί να βοηθήσει την ομάδα να «ξεπλύνει» και πολλές από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Αρκεί αυτοί που την αγαπούν να είναι περισσότεροι από εκείνους που αδιαφορούν.