Χρειαζόμασταν τις εικόνες του προχθεσινού παιχνιδιού ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και τον Ολυμπιακό, για να αξιολογήσουμε την ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος; Προφανώς όχι. Ο ελληνικός ποδοσφαιρικός «πολιτισμός», όσο και αν ο όρος είναι αδόκιμος συγκρινόμενος με αυτόν της υπόλοιπης Ευρώπης, είναι ταυτόσημος με τη σύγκριση του ανθρώπου των σπηλαίων με τον άνθρωπο του 19ου αιώνα.

Ο πρώτος που θα έπρεπε να βγάλει ανακοίνωση για όσα έγιναν την Κυριακή, για όσα παρόμοια γίνονται άλλα Σάββατα ή Κυριακές, είναι η Super League. Αν όλα λειτουργούσαν όπως αλλού και αν η ίδια η Super League ενδιαφερόταν για το «προϊόν» που λέγεται ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Και αν μπορούσε, φυσικά, να κάνει κάτι. Αλλά δεν μπορεί και είναι προς διερεύνηση το αν θέλει.

Γιατί ακόμα και όσοι αποτελούν μέλη αυτού του συνεταιρισμού -που δεν βασίζεται στην ισότητα υποχρεώσεων και δικαιωμάτων- έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα και, βέβαια, διαφορετικό ειδικό βάρος, που εκμεταλλεύονται εις βάρος της ίδιας της ένωσης που έχουν συστήσει. Ακόμα και η ανακοίνωση που έβγαλε την Κυριακή το βράδυ η ΠΑΕ ΠΑΟΚ είναι αποκαλυπτική της «δέσμευσης» της ίδιας της ΠΑΕ σε μία καφρίλα που χαϊδεύει επειδή την έχει ανάγκη.

Και δεν μπορεί, είναι ανίκανη να ελέγξει. Και δεν είναι η μόνη. Τα όσα συνέβησαν την Κυριακή στην Τούμπα δεν είναι πρωτόγνωρα. Είναι ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα παρόμοιων γεγονότων -περισσότερο ή λιγότερο σοβαρών- που συμβαίνουν και σε άλλα γήπεδα και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, χωρίς αυτή η θλιβερή διαδοχή να μπορεί να διακοπεί. Διότι κανείς δεν τιμωρείται και επειδή δεν υπάρχει κοινή προσέγγιση στο παιχνίδι από όλους όσοι ασχολούνται με αυτό.

Ο γελοίος, ο αναιδής, ο αγράμματος -επί της ουσίας- αρθρογράφος της οπαδικής εφημερίδας που εκθειάζει τον «λαό» της ομάδας και χυδαιολογεί εναντίον του «λαού» των άλλων, που θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία της ομάδας και των συμφερόντων της, η ΠΑΕ που «βαφτίζει» σεκιουριτάδες τα «καλά παιδιά» των οργανωμένων, οι φίλαθλοι που ανέχονται ή φοβούνται να καταδικάσουν τον διπλανό τους που θα πετάξει το μπουκάλι στον αγωνιστικό χώρο, η ενίσχυση της κακοπιστίας με τις εκπομπές διαιτητικής κριτικής, μιας κακοπιστίας που έχει πληγώσει το παιχνίδι και όσους το παρακολουθούν (ή που θα ήθελαν να το κάνουν), η παραμορφωμένη και πολεμική διαπαιδαγώγηση φιλάθλων και οπαδών από τα ΜΜΕ, η ολοκληρωτικά στρεβλή αντίληψη πολλών παραγόντων για την επιχειρηματική λειτουργία των ποδοσφαιρικών εταιρειών και την επιδίωξη του κέρδους, η άβουλη πολιτεία που δεν τολμά να διαταράξει το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων -το οποίο την εξυπηρετεί και το ενισχύει- όλα αυτά και ορισμένα αίτια ακόμα, στα οποία θα πρέπει να προστεθεί η έλλειψη επαγγελματισμού -σε μεγάλο βαθμό- όλων όσοι ζουν από το παιχνίδι (παράγοντες, διαιτητές, ποδοσφαιριστές και δημοσιογράφοι) με διαβεβαιώνουν ότι εικόνες όπως αυτές της περασμένης Κυριακής στην Τούμπα θα συνεχίσουν να επαναλαμβάνονται και όχι μόνο στην Τούμπα.

Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης δεν μας ενοχλούν όσο δεν υπάρχουν ανθρώπινες απώλειες μέσα στα γήπεδα. Αλλά εφόσον οι συνθήκες δεν αλλάζουν, το τραγικό είναι σίγουρο ότι θα το συναντήσουμε στον δρόμο μας. Είναι θέμα χρόνου. Αλλά ακόμα και τότε, πολύ φοβάμαι ότι η τραγικότητα της επικαιρότητας θα συντηρήσει στην επιφάνεια το ζήτημα και οι όποιες ρυθμίσεις ή όποια μέτρα συμφωνηθούν ύστερα από λίγο καιρό θα ατονήσουν και θα καταστρατηγηθούν με την ευκολία που αυτό συμβαίνει σε όλα τα πεδία της ελληνικής πραγματικότητας. Δυστυχώς, σε ό,τι αφορά το ελληνικό ποδόσφαιρο, αφού αδυνατούμε να το προσεγγίσουμε ως παιχνίδι ή έστω ως επιχειρηματική δραστηριότητα, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να μην το αντιμετωπίζουμε σαν πόλεμο. Μπορούμε άραγε;

Η είδηση ως προϊόν

Eίναι δεδομένο ότι οι αλλαγές στην κοινωνία και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση των οικονομικών σχέσεων έχουν επηρεάσει αγαθά, υπηρεσίες και ανθρώπινες σχέσεις. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αλληλεξάρτησης των οικονομιών δεν ήταν δυνατόν να μην επηρεαστεί και ο τομέας της πληροφόρησης.

Η είδηση έγινε ένα εμπόρευμα το οποίο πουλάει και πουλιέται μαζί με κάθε λογής αγαθά, από τσιμπιδάκια, cd, dvd, και τσάντες μέχρι αυτοκίνητα και αυτό εξηγεί το γιατί τα τελευταία 25 χρόνια σχεδόν οικονομικοί κολοσσοί επιδιώκουν να συγκεντρώσουν στα χέρια τους τον έλεγχο των μίντια.

Παραδοσιακών και νέων, όπως αυτά που γεννήθηκαν μαζί με το Διαδίκτυο. Και φυσικά όσοι επενδύουν στον τομέα της πληροφόρησης δεν το κάνουν για «φιλανθρωπικούς λόγους», αλλά επειδή προσδοκούν η επένδυσή τους αυτή να αποδώσει.

Μία απόδοση που θα φανεί στην αξία μίας μετοχής στο χρηματιστήριο ή στην πραγματοποίηση άλλων επιδιώξεων των ιδιοκτητών των Μέσων, που επειδή έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, μπορούν να πιέσουν πολιτικούς και κυβερνήσεις. Παράλληλα, οι ιδιοκτήτες, εκμεταλλευόμενοι τη διαπλοκή, μπορούν να επιβάλλουν νομοθετικές επιλογές, να διεκδικήσουν δουλειές από το κράτος, να κερδίσουν φοροαπαλλαγές.

Μία από τις πιο παράλογες ιδέες που οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των Μέσων καλλιεργούν (για ευνόητους λόγους) έχει να κάνει με την ταύτιση της ιδιοκτησίας των Μέσων με την ελευθερία του Τύπου. Μία ελευθερία που περιέχει δύο δικαιώματα, από τα οποία κανένα δεν ταυτίζεται με την ιδιοκτησία.

Το ένα εντάσσεται στη σφαίρα των ατομικών δικαιωμάτων και αφορά το δικαίωμα κάποιου να εκφράζει και να μεταδίδει ελεύθερα τις απόψεις του. Το άλλο είναι κοινωνικό δικαίωμα, σύμφωνα με το οποίο όλοι πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση και να δέχονται πληροφορίες που δεν θα είναι σκόπιμα ψευδείς ή/και διαστρεβλωμένες με στόχο να τον παραπλανήσουν.

Και τα δύο δικαιώματα μπορούν να καταργηθούν με μία δικτατορία. 'Η με τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ στα χέρια επιχειρηματιών που έχουν στόχο το κέρδος και όχι την πληροφόρηση. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον αλλάζει και ο χαρακτήρας του δημοσιογράφου που μεταβάλλεται σε έναν απλό media worker, με στόχο όχι να υπηρετήσει την ελευθερία της πληροφόρησης και την ανεξαρτησία της γνώμης, αλλά μία θέση εργασίας. Οπως κάθε άλλη.

Οι τράπεζες των φτωχών

Στοιχεία τόσο του ΟΗΕ όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι πάνω από 3 δισ. άνθρωποι ζουν -ή τουλάχιστον ζούσαν πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης- με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν αποκλεισμένοι από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ετσι η τράπεζα των φτωχών με τα παραρτήματά της, τα οποία ίδρυσε ο Ινδός νομπελίστας οικονομολόγος Μοχάμεντ Γιουνούς πριν από 30 περίπου χρόνια, υπήρξε μία αχτίδα ελπίδας για πολλούς από αυτούς. Η συμβολή αυτών των τραπεζικών ιδρυμάτων -που χορηγούσαν με απλές διαδικασίες μικρά χρηματικά ποσά με χαμηλό επιτόκιο- στην ανακούφιση των νοικοκυριών στη Νοτιοανατολική Ασία μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ήταν καθοριστική.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτά τα δάνεια στα οποία κατέφευγαν κυρίως γυναίκες, αποπληρωνόταν ένα ποσοστό που ξεπερνούσε το 98%. Ενα από τα πολλά ερωτήματα που γεννά η τωρινή οικονομική κρίση αφορά τη δυνατότητα των «τραπεζών των φτωχών» να λειτουργήσουν σε αυτές τις συνθήκες. Μιλάμε για 3.500 τράπεζες περίπου, με περισσότερα από 150 εκατομμύρια πελάτες.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube