Part 1 Part 2 Part 3 Part 4 Part 5 Part 6

Είχε συμπληρώσει το παζλ. Είχε χωθεί στις μεσαίες σειρές του αμφιθεάτρου και παρακολουθούσε. Λίγο μετά ακούστηκε ο πυροβολισμός και μια φωνή από τον εξώστη. Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι γινόταν αφού ο κόσμος έτρεχε σαν τρελός προς την έξοδο. Ο καθηγητής στη σκηνή είχε πέσει κάτω χτυπημένος από τη σφαίρα. Μέσα στον πανικό που ακολούθησε άκουσε έναν ακόμη πυροβολισμό.

Πως είχε βρεθεί εκεί; Αυτό που θυμόταν σίγουρα ήταν το πορτοφόλι του. Το είχε χάσει και πήγε κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα.

Την προηγούμενη ημέρα

Έμενε στο ξενοδοχείο τους τελευταίους δυο μήνες. Υποτίθεται ότι θα ήταν μια προσωρινή λύση μέχρι να βρει κάτι μόνιμο, αλλά η αλήθεια ήταν ότι είχε βολευτεί. Καθαρά σεντόνια κάθε ημέρα, υπηρεσία δωματίου και ένα μίνι μπαρ γεμάτο μπύρες. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τη ζωή του; Από την μέρα που η γυναίκα του τον είχε διώξει από το σπίτι (το «Αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις» δεν πέρναγε πλέον ως δικαιολογία) το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να έχει την ησυχία του και σε εκείνο το ξενοδοχείο την είχε βρει. Δεν ήταν λύση βέβαια να περάσει την υπόλοιπη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, αλλά εκείνη την εποχή του φάνταζε καταπληκτική ιδέα. Ειδικά οι λάμπες στο μπάνιο που άναβαν σιγά σιγά όταν έμπαινες μέσα και έφταναν στην πλήρη φωτεινότητα τους αρκετά δευτερόλεπτά αργότερα, του είχαν κάνει τρομερή εντύπωση. Χρειαζόταν λίγο μυστήριο στη ζωή του και ήταν θλιβερό το γεγονός ότι αυτό το μυστήριο του το προσέφεραν οι λάμπες της τουαλέτας.

Είχε αλλάξει νούμερο στο κινητό του και όποιος ήθελε να τον βρει …δεν θα τον έβρισκε ήταν απλό. Τέρμα πια τα τηλεφωνήματα που τον καλούσαν σε ανούσιες καφέδες. Τέρμα τα «έτσι πήρα να δω τι κάνεις». «Ότι και να κάνω ο Θεός είναι ψηλά και με βλέπει» σκεφτόταν κάθε φορά. Φυσικά δεν ήταν δικιά του σκέψη αφού η επαφή του με τον Θεό περιοριζόταν σε μια επίσκεψη στον προαύλιο χώρο μιας εκκλησίας κάθε Μεγάλο Σάββατο. Η ατάκα ήταν ενός πρώην συναδέλφου του που είχε πεθάνει από ανακοπή καρδίας την ώρα που ήταν στο γραφείο. Μπορεί να μην είχε πολλά πολλά μαζί του αλλά φαινόταν καλός άνθρωπός.

Εκείνο το βράδυ έφυγε από το μπαρ κατά τις δυο. Είχε αφήσει το αμάξι εκεί γιατί μετά από δώδεκα μπύρες δεν θυμόταν που το είχε παρκάρει. Θα έπαιρνε ταξί λοιπόν. Είχε χρόνια να μπει και προτιμούσε το περπάτημα σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, αλλά με τον ρυθμό που έκανε οχτάρια στο δρόμο, δεν θα έφτανε στο ξενοδοχείο περπατώντας ούτε την επόμενη μέρα.

Είχε σταθεί σε μια άκρη του δρόμου και περίμενε να περάσει ταξί. Το πρώτο που πέρασε σταμάτησε μπροστά του, ο οδηγός τον κοίταξε καλά καλά και επιτάχυνε. Λογική κίνηση από την στιγμή που είδε έναν τύπο μεθυσμένο με το πουκάμισο ανοιχτό μέχρι τον αφαλό και τα μαλλιά του να πετάνε δεξιά κι αριστερά. Κούμπωσε το πουκάμισο του, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά του και έβαλε στο στόμα του μια τσίχλα, αφού η μυρωδιά της μπύρας πρέπει να έφτανε μέχρι το επόμενο τετράγωνο.

Το επόμενο ταξί σταμάτησε μπροστά του. Έκανε την κίνηση να μπει από την πόρτα του συνοδηγού αλλά προέκυψαν δυο προβλήματα. Πρώτον «που στο διάολο ήταν το χερούλι της πόρτας». Την ίδια στιγμή είδε το αυτοκόλλητο που έγραφε «μην κάθεστε δίπλα στον οδηγό». «Δεν βαριέσαι» σκέφτηκε και μπήκε στο πίσω κάθισμα. Είπε την διεύθυνση του ξενοδοχείου χωρίς να κοιτάξει τον οδηγό και το ταξί ξεκίνησε. Είχε έναν απίστευτο πονοκέφαλο, το κεφάλι του κουδούνιζε λες και βρισκόταν μέσα σε καμπαναριό. Τότε όμως συνειδητοποίησε ότι δεν βούιζε μόνο το κεφάλι του. Άκουσε για πρώτη φορά τα κουδουνίσματα που έρχονταν από το πορτ-παγκάζ. «γκλιν γκλιν γκλιν» που γίνονταν πιο έντονα όσο επιτάχυνε το αμάξι. Ο ουρανός του αυτοκινήτου ήταν γεμάτος από χειρόγραφα σημειώματα καρφιτσωμένα με πινέζες. «Μην μιλάτε στον οδηγό» έγραφε το πιο φυσιολογικό. «Δεν χρειάζεται να μου δίνετε οδηγίες για τη διαδρομή, εγώ ξέρω καλύτερα», «ο Θεός προφυλάσσει τον οδηγό» και το καλύτερο απ’ όλα «στην Κόλαση θα πάω με το αμάξι μου». Όλα αυτά φαίνονταν ιδιαίτερα διασκεδαστικά στην αρχή αλλά μόλις η …μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του ή αίσθηση της διασκέδασης χάθηκε.

Οινόπνευμα ανακατεμένο με μπεταντίν ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Κοίταξε δεξιά στην πόρτα και είδε λεκέδες από ξεραμένο αίμα δίπλα στην ασφάλεια. Δεν μίλησε ή για την ακρίβεια δεν έβγαλε ούτε άχνα. Κάπως έτσι πρέπει να έμοιαζε το βαρκάκι του «παλιόφιλου» του χάρου αν είχε μηχανή και ρόδες. Όλα αυτά διήρκεσαν ελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρι να φέρει το βλέμμα του στον οδηγό. Δυο μεγάλα εξογκώματα προέβαλλαν από το πίσω μέρος του λαιμού του. Φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά και το πρόσωπο του ήταν αναψοκοκκινισμένο. Τα γένια του ήταν απεριποίητα. Τίποτα πάνω σε αυτό τον άνθρωπο δεν έμοιαζε κομψό. Τα χοντρά του χέρια κρατούσαν με δύναμη το τιμόνι.

«Καλησπέρα “…….” » είπε ο οδηγός σχεδόν ψιθυριστά αλλά μπορούσες να διακρίνεις ότι η φωνή του ήταν βαριά και βραχνή. Τον είχε αποκαλέσει με το όνομα του. «Που στο διάολο ξέρει το όνομα μου;» σκέφτηκε αλλά αυτό που είπε ήταν «Άνοιξε την πόρτα να κατέβω». Το κουδούνισμα από το πορτ μπαγκαζ συνεχιζόταν «γκλιν γκλιν γκλιν». «Δεν έχεις να πας πουθενά ακόμα. Πρώτα θα με ακούσεις» είπε ο οδηγός με τα μεγάλα μαύρα γυαλιά που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. «Είσαι ένα μικρό μέρος σε κάτι πολύ μεγάλο και γι αυτό το λόγο είσαι αναλώσιμος. Τουλάχιστον το κομμάτι που σου αναλογεί σε αυτό το “επίπεδο”».

Είχε χωθεί βαθιά στο κάθισμα και άκουγε. Ένα μέρος του εαυτού του πίστευε ότι απλά είχε μια παραίσθηση από το μεθύσι. Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε. Αλλά ποτέ οι παραισθήσεις δεν ήταν τέτοιου τύπου. «Ποιος είσαι; Τι θέλεις από μένα;» ήταν οι φυσιολογικές ερωτήσεις που θα έκανε κάθε άνθρωπος μόνο που ο συνομιλητής του δεν ήταν άνθρωπος,τουλάχιστον με την έννοια που αυτός ήξερε. «Σε αυτό το “επίπεδο”». Αυτές οι λέξεις στριφογύριζαν στο μυαλό του όσο το αμάξι επιτάχυνε. Λίγα λεπτά μετά ο οδηγός φρέναρε απότομα. Είχαν φτάσει μπροστά στο ξενοδοχείο. «Κατέβα» του είπε.

«ΟΧΙ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;» φώναξε με όλη τη δύναμη που είχε απομείνει στα πνευμόνια του. Ο οδηγός γύρισε προς το μέρος. Έβγαλε τα μεγάλα μαύρα γυαλιά και αποκάλυψε δυο μεγάλα κενά στη θέση που έπρεπε να βρίσκονταν τα μάτια του. «Είμαι ένας από τους επιτηρητές. Εσείς οι άνθρωποι δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα μόνοι σας. Τώρα κατέβα. Ούτως η άλλως δεν θα θυμάσαι τίποτα αύριο το πρωί. Η μόνη συμβουλή που έχω να σου δώσω είναι αποχαιρετήσεις σήμερα το βράδυ όσους αγαπάς».

Άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω τρομοκρατημένος. Το ταξί επιτάχυνε και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Τρείς κοπέλες περπάταγαν προς το μέρος του. Το φως από τις λάμπες του δρόμου, του δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι η μεσαία από αυτές είχε τρία σκουλαρίκια στο κάτω χείλος. Όταν πέρασε από μπροστά του χαμογέλασε αποκαλύπτοντας δυο σειρές από απαίσια δόντια. Τον προσπέρασαν γελώντας. Αυτό ήταν σίγουρα ψευδαίσθηση σκέφτηκε. Ανέβηκε γρήγορα στο δωμάτιο του. Εκεί είχε το όπλο του. Μόνο που δεν είχε σφαίρες. Θα έπαιρνε την επόμενη ημέρα και θα το κουβαλούσε συνέχεια μαζί του. Αν ο «επιτηρητής» εμφανιζόταν ξανά θα έπαιρνε μια γεύση από «μολύβι».

Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού χωρίς να ανοίξει τα φώτα. «Αποχαιρέτησε απόψε όσους αγαπάς». Ένιωθε τη λογική του να τον εγκαταλείπει. Είχαν βοηθήσει και οι μπύρες σε αυτό. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου διστακτικά. Πίεσε το νούμερο για να τραβήξει εξωτερική γραμμή και πληκτρολόγησε τον αριθμό του σπιτιού του. Ή μάλλον του μέρους που κάποτε ήταν το σπίτι του. Η αναμονή του φάνηκε αιώνας. Ήταν σίγουρος όμως ότι δεν θα το σήκωνε… ήταν πολύ αργά. Την ώρα που ετοιμαζόταν να το κλείσει μια φωνή απάντησε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. «Ποιος είναι;» ρώταγε επίμονα η γυναικεία φωνή. «Σ’ αγαπάω Νάταλι…» είπε ψιθυριστά και έκλεισε το τηλέφωνο…

Την ίδια στιγμή ένα τρένο έφτανε στον τελευταίο του προορισμό. Σε έναν ερημικό σταθμό μια πόρτα άνοιξε. Μια ψιλόλιγνη φιγούρα (ο μοναδικός επιβάτης) κατέβηκε από τη σκάλα κρατώντας μια μεταλλική βαλίτσα στο χέρι…

Την επόμενη μέρα

…Συνέχισε να περπατά και όταν θυμήθηκε ότι χρειάζονται παραπάνω από 10 ευρώ για ένα κουτί σφαίρες, άνοιξε την τσάντα αλλά το πορτοφόλι είχε κάνει φτερά… Είχαν περάσει περίπου είκοσι λεπτά από την ώρα που είχε βγει από το τμήμα. Ήταν σίγουρος ότι δεν τον είχε ακολουθήσει κανένας… Το βλέμμα του έπεσε στην είσοδο ενός κτιρίου. «Πανεπιστήμιο Βοστόνης» έγραφε η ταμπέλα… Ο κόσμος ήταν πολύς, κυρίως φοιτητές που παρακολουθούσαν ένα τύπο που μιλούσε. Βρήκε μια άδεια θέση και χώθηκε…

Συνεχίζεται...

Part 8 - Δευτέρα 16/03/2009

Υ.Γ. Αν έχω καταλάβει κάτι στη διάρκεια αυτής της ιστορίας, είναι ότι ποτέ τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ όπως τα σχεδιάζεις. Λίγες εβδομάδες πριν είχα ζητήσει τα mail σας για να δημοσιεύσω ένα μικρό διήγημα που ήταν μισοτελειωμένο. Από ότι φάνηκε δεν ήταν μισοτελειωμένο αλλά στην αρχή του. Σύμφωνα λοιπόν με τον νεότερο προγραμματισμό (που λογικά θα πεταχτεί και αυτός στα σκουπίδια) απέχουμε τρία ακόμα κεφάλαια από το τέλος… του πρώτου μέρους της Πόλης του Κακού. Ας το ονομάσουμε volume 1. Μόλις ολοκληρωθεί λοιπόν το volume 1 θα συγκεντρώσω με κάποιον τρόπο και τα 10 κεφάλαια για να έχετε μια ολοκληρωμένη άποψη της ιστορίας. Το Volume 2 που θα ακολουθήσει θα ολοκληρώσει (ελπίζω) την Πόλη του Κακού με τον τρόπο που έχω αυτή τη στιγμή στο μυαλό μου.

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube