«Και ήταν ο υπουργός Μακεδονίας–Θράκης, Σταύρος Καλαφάτης, ήταν ο δήμαρχος Συκεών και ήταν...». Στο τρίτο «ήταν» τα ρεπορτάζ της Θεσσαλονίκης σταματούσαν. Απέμεναν άλλα 37 άτομα. «Ηταν και ο Ολυμπιονίκης μας, ο Ποικιλίδης». Και αυτό καλό ακουγόταν. Κάθε Ελληνας Ολυμπιονίκης που δεν έχει πιαστεί ντοπέ είναι πολύτιμος. Αλλά επειδή είναι και Ποικιλίδης και Ολυμπιονίκης, δεν πιάνεται διπλός.

Οπότε έμεναν άλλοι 35. Ποιοι ήταν και πώς τους έλεγαν; Οχι ότι κάποιος έχει την υποχρέωση να δηλώνει όνομα, διεύθυνση και επάγγελμα όταν πηγαίνει στο γήπεδο, αλλά όταν ο Καλαφάτης και ο δήμαρχος Συκεών ξεκινούσαν τη συζήτηση σε κάθε ρεπορτάζ του ΠΑΟΚ στο ραδιόφωνο, δεν θα ήταν σωστό να προστίθενται και τα ονόματα των υπολοίπων; Οχι μόνο του Βιολίδη και του Μανδρίνου και δεν ξέρω ποιου άλλου που πήγε στο Καραϊσκάκη με τις προσκλήσεις που πήρε ο ΠΑΟΚ, αλλά όλων. Ενα όνομα για κάθε πρόσκληση που χρησιμοποίησε ο ΠΑΟΚ. Για να φανεί αν τα περί «Φίδια» που έβγαιναν χθες από πλευράς Ολυμπιακού ήταν αληθινά ή επινοήσεις κάποιου παραμυθά, δηλαδή Φίδια.

Γιατί στον Ολυμπιακό δεν διαψεύδουν ότι έπεσαν ψιλές στην κερκίδα πριν από το ματς. Διαψεύδουν, όμως, ότι μία 40μελής αποστολή φιλήσυχων ΠΑΟΚτσήδων βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ορδή κάφρων οπαδών του Ολυμπιακού. Αυτό που λένε είναι ότι ανάμεσα στους επώνυμους και φιλήσυχους υπήρχαν και ανώνυμοι και φιλήσυχοι, αλλά και επώνυμοι και καθόλου φιλήσυχοι.

Οτι ανάμεσα στα άτομα που δέχτηκαν την επίθεση ήταν τρεις αρχηγοί των οργανωμένων του ΠΑΟΚ, εκ των οποίων ο ένας ονομαζόταν «Φίδιας». Τον οποίο φυσικά από «συναντήσεις» του παρελθόντος είχαν μαρκάρει οι οργανωμένοι του Ολυμπιακού. Και εδώ, για να τελειώνουμε με τα «λένε» και να πάμε στο «λέει», ο Γιάννης Μώραλης λέει ότι μετά τα επεισόδια ο Θοδωρής Ζαγοράκης είπε «συγγνώμη, ρε Γιάννη, κάναμε μαλακία που τους φέραμε» ή κάτι άλλο σε αυτή τη λογική.

Οπότε, σε αυτό το σημείο ο Ζαγοράκης μπορεί να απαντήσει «δεν είπα τίποτα», μπορεί να πει «είπα κάτι άλλο» ή μπορεί να κάνει αυτό που κάνουν οι περισσότεροι πολιτικοί και παράγοντες του ποδοσφαίρου. Να έχει ένα σετ δηλώσεων για την Αθήνα και ένα άλλο για τη Βόρεια Ελλάδα. Ενα από αυτά στο στυλ Παναγιώτη Ψωμιάδη, όπου «όλα τα κέντρα εξουσίας και τα κέντρα αποφάσεων είναι αθηνοκεντρικά», όταν όλοι σχεδόν οι υπουργοί και υφυπουργοί Αθλητισμού είναι από τη Βόρεια Ελλάδα.

Οσο για το επιχείρημα «δεν έχει το δικαίωμα όποιος θέλει να πηγαίνει στο Καραϊσκάκη;», η απάντηση είναι «φυσικά». Ελπίζω στο επόμενο ματς της Τούμπας ο Ολυμπιακός να πάρει 40 προσκλήσεις. Μία να δώσει σε υπουργό, άλλη μία σε δήμαρχο, άλλη μία στον Παπαναστασίου, που είναι και Ολυμπιονίκης, και τις υπόλοιπες ας τις δώσει στον Cobra 7, στον Anaconda 7, στον Boa 7 και μετά να διαμαρτύρεται γιατί τους την πέσανε όταν μπήκαν στην Τούμπα.


Tα αποτελέσματα της συνέντευξης του Ανδρέα Βγενόπουλου θυμίζουν το «The Life of Bryant» των Monty Pythons Flying Circus. Οπως ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Graham Chapman, προσπαθεί να πείσει τους πιστούς του ότι δεν είναι Μεσσίας, αλλά σε καθετί που λέει αυτοί φωνάζουν «ακούστε τον Μεσσία!», έτσι και ο Βγενόπουλος μισή ώρα μιλούσε και όσοι κάλυψαν τη συνέντευξη για να το «κιτρινίσουν» βγάλανε το ρεζουμέ: «Θα ντρεπόμουν αν ήμουν Ολυμπιακός και η ομάδα μου προκρινόταν έτσι». Το είπε; Ναι, αλλά στις δηλώσεις του ήταν τόσο σημαντικό όσο όταν είπε «καλημέρα σας». Υπήρχαν άλλα πολύ σημαντικότερα πράγματα στα οποία αναφέρθηκε ο «Βγενό».

Το πρώτο και σημαντικότερο είναι ότι δεν σκοπεύει να κρίνει δύο φορές την εβδομάδα τον προπονητή του. Οτι ο Χενκ Τεν Κάτε προσλήφθηκε για μία διετία και τότε θα κριθεί και το έργο του. Οπου σε αυτό το σημείο να προσθέσω ότι με τους προπονητές η πιο υποκριτική στάση είναι του αθλητικού Τύπου. Ολοι γράφουν και λένε ότι ο προπονητής χρειάζεται χρόνο για να κριθεί.

Οι μισοί από αυτούς που το λένε μέσα στην επόμενη εβδομάδα θα κάνουν κριτική σε έναν προπονητή και θα τον βγάλουν σκάρτο. Οχι ότι έκανε λάθη σε ένα ματς, αλλά σκάρτο. Εδώ να προσθέσω και μία απορία. Με τους παίκτες την καταλαβαίνω τη βαθμολογία έπειτα από κάθε ματς. Ας πούμε ότι το 0 στη βαθμολογία είναι για τον Ουρουγουανό που στο Παγκόσμιο Κύπελλο του '90 στο πρώτο λεπτό είχε κλαδέψει τον Λάουντρουπ και είχε αποβληθεί.

Και ας πούμε ότι το 10 είναι για την απόδοση του Μαραντόνα το '86 στο ματς με την Αγγλία. Οπότε ο κάθε παίκτης, κρινόμενος σ' αυτά τα μέτρα και ανάλογα με το επίπεδο της διοργάνωσης, παίρνει τον βαθμό του. Εκτός από το ότι και σ' αυτό έχω αντιρρήσεις, μια και στην πραγματικότητα οι βαθμοί που χρησιμοποιούνται είναι από το 4 μέχρι το 8, πάει στο διάολο και το καταλαβαίνω. Αυτό που δεν θα καταλάβω ποτέ μου είναι τι στο διάολο σημαίνει η βαθμολογία στους προπονητές.

Τι σημαίνει δηλαδή το 5 για τον Βαζάκα σε αντίθεση με το 6 για τον Χατζάρα; Οπως και ποιος το βάζει; Γιατί είναι διαφορετικό ένας πιτσιρικάς ανταποκριτής να κρίνει την απόδοση ενός παίκτη, που κάποια μπάλα μπορεί να έχει παίξει αυτός που γράφει και κάποια ματς σίγουρα έχει δει για να κρίνει, και άλλο να κρίνει την απόδοση του προπονητή εκτός από το επίπεδο «δεν βάζει μέσα τον Τέτοιον, να ο μαλάκας». Ομολογώ ότι εκτός από τις επιλογές στην ενδεκάδα, που παρά το ότι δεν βλέπεις τις προπονήσεις κάποια άποψη την έχεις, τις θέσεις, που επίσης είναι εύκολο να έχεις άποψη, και ορισμένα θολώματα που τρώνε οι προπονητές στην ένταση της στιγμής, στα υπόλοιπα η κρίση μου είναι απλή.

«Εχεις καλά μπακ, μάστορα. Στήσε την ομάδα σου αμυντικά, πήγαινε να κλέψεις αποτέλεσμα και στην επόμενη μεταγραφική σεζόν ζήτα από τον πρόεδρό σου να σου πάρει επιθετικούς». «Εχεις καλούς επιθετικούς, κόουτς; Πλακώσου στα 4-3-3 με επιθετικό χαφ κεντρικό μεσαίο και όσα πάνε, όσα έρθουν και ό,τι και να συμβεί, τουλάχιστον να το διασκεδάσεις». Αυτό, όμως, που είπε ο «Βγενό» για την κρίση στους προπονητές δεν είναι σωστό. Είπε ότι «το 99,5% από αυτούς που κρίνουν τον Τεν Κάτε δεν έχουν τη γνώση του».

Εγώ θα το ανεβάσω. Το 100% δεν έχει τη γνώση του Ολλανδού. Μόνο που και όσοι κρίνουν κινηματογράφο δεν ξέρουν τη μισή σκηνοθεσία από τον Κόπολα και όσοι κρίνουν κλασική μουσική δεν διαβάζουν νότες σαν τον Barenboim. Μόνο που για να κρίνεις δεν είναι απαραίτητο ότι εσύ θα το έκανες καλύτερα. Οπως και για να ακούσεις ένα φάλτσο δεν σημαίνει ότι αν τραγουδήσεις δεν θα κάνεις ένα χειρότερο.

Οπως και ο «Βγενό» δεν έχει δίκιο όταν έλεγε ότι τη μία εβδομάδα γράφουν τον Ζιλμπέρτο Σίλβα περιπατητή και την άλλη ότι τρώει το γήπεδο και καταπίνει 14 χιλιόμετρα το ματς. Το γράφουν γιατί, όπως όλοι οι παίκτες, στο ένα ματς μπορεί να τρέχει και στο άλλο να σέρνεται. Εκεί που έχει δίκιο είναι όταν η περιστασιακή κρίση αποκτάει μόνιμο χαρακτήρα. Στο «άντε μωρέ...» που μπορεί να ακολουθείται από το «τον περιπατητή». Για να βγάλεις ρεζουμέ θέλεις χρόνο και αν το βγάζεις από ματς σε ματς, η κριτική γίνεται γελοία.

Πάντως και αυτά που γράφω δεν ήταν το ζουμί από τη συνέντευξη του Βγενόπουλου. Το ζουμί είναι ότι ο άνθρωπος θέλει το ποδόσφαιρο που αυτός γουστάρει και δεν σκοπεύει να πει κάτι άλλο για να κάνει τους κάφρους να τον συμπαθήσουν. Ο «Βγενό» έμαθε το ποδόσφαιρο την εποχή που ο παππούς του ήταν πρόεδρος και οι Παναθηναϊκοί ξεκινούσαν με τα πόδια από την πλατεία (μία είναι η πλατεία και λέγεται Κολωνάκι) για να πάνε στη Λεωφόρο. Η εποχή που επειδή ήσουνα με τον άλλον με την ίδια ομάδα δεν σήμαινε ότι έγινες ίσια κι όμοια.


Σε αυτό που ο «Βγενό» έχει απόλυτα δίκιο είναι στη σχιζοφρένεια του αθλητικού Τύπου. Φέρνει ισοπαλία ο Παναθηναϊκός με τη Βιγιαρεάλ; Πρέσβης. Χάνει από τον Πανσερραϊκό; Οικονομικός μετανάστης. Ο Παναθηναϊκός δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο. Είναι μία ομάδα καλών παικτών, λίγων βεντετών με ένα τρομακτικό πρόβλημα: όταν το ματς στραβώσει και δεν παίζει ο Καραγκούνης, δεν υπάρχει παίκτης που να ζητήσει την μπάλα για να καθαρίσει.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube