Part 1 Part 2 Part 3 Part 4 Part 5
Λίγο πριν βρεθεί σε μια ερημική περιοχή με το πουκάμισο του λερωμένο από βύσσινο και στη συνέχεια σε έναν εξώστη αμφιθεάτρου αντιμέτωπος με έναν ελεύθερο σκοπευτή …έκανε τη βόλτα του, όπως κάθε απόγευμα, στην παραλία που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το σπίτι του. Για να έχεις ένα τέτοιο σπίτι πρέπει να έχεις δουλέψει πάρα πολλά χρόνια ή απλά να είσαι τυχερός. Αυτός ήταν τυχερός, αφού λίγο πριν κλείσει τα 25 του χρόνια δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα. Όχι τίποτα σπουδαίο από ποιοτικής πλευράς, «μπορείτε άνετα να το χρησιμοποιήσετε για σουβέρ» έγραφε μια κριτική στα «ΝΕΑ», αλλά ήταν φτηνή διασκέδαση για όλους.
«Τα βαμπίρ δεν μπορούν να σε βλάψουν» ήταν ο τίτλος του. Παραδόξως η εμπορική επιτυχία ήταν τεράστια, κάτι που εξέπληξε ακόμα και τον ίδιο αφού τη θεωρούσε υπερβολική. Του είχε πάρει μόνο μια εβδομάδα για να το γράψει και αν κάποιος έψαχνε για βαθύτερα νοήματα σε μια ιστορία εφήβων που μετατρέπονται σε βαμπίρ και ξεκληρίζουν μια γειτονία στο Παγκράτι , μάλλον θα έπρεπε να αγοράσει καλύτερα τον Τσελεμεντέ. Παρόλα αυτά απολάμβανε την επιτυχία του και τα χρηματικά της οφέλη, αφού είχε ήδη σταματήσει το Πανεπιστήμιο (σπούδαζε στη φιλοσοφική) και είχε αφοσιωθεί στο γράψιμο. Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το δεύτερο του βιβλίο που ήταν απλά η συνέχεια του πρώτου. «Τα Βαμπίρ μπορούν να τελικά σε βλάψουν» ήταν ο …ευφάνταστός τίτλος που έκανε τον κόσμο να δημιουργεί ουρές στα βιβλιοπωλεία και τους κριτικούς να θέλουν να φάνε τα πόδια τους.
Λίγο καιρό μετά αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να μετακομίσει από το δυάρι της Κυψέλης και να πάει κάπου πιο ήσυχα. Έδωσε σχεδόν όλα τα λεφτά από την προκαταβολή για τα κινηματογραφικά δικαιώματα και αγόρασε το σπίτι στη θάλασσα. Εκεί περνούσε τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτα το εποικοδομητικό (εκτός και αν κάποιος θεωρήσει εποικοδομητική την κατανάλωση αλκοόλ μέχρι το πρωί). Είχε απομακρυνθεί από τους φίλους του, ενώ οι καινούργιες γνωριμίες που είχε κάνει όταν έγινε σχετικά γνωστός ήταν επιφανειακού χαρακτήρα και οι περισσότερες έφταναν μέχρι τα τυπικά. Δεν θα ξέχναγε ποτέ εκείνο το βράδυ σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει ο εκδότης του, τη βαριεστιμάρα που του είχαν προκαλέσει τα πάντα και τον είχαν οδηγήσει στην απόπειρα αυτοκτονίας μέσω της κατανάλωσης του μεγαλύτερου μέρους του μπουφέ. Το μόνο που κατάφερε ήταν να πάρει δυο κιλά σε ένα βράδυ.
Αυτές οι συνθήκες ζωής δεν ήταν και οι καλύτερες για να αρχίσει να γράφει το επόμενο του βιβλίο. Έτσι όταν το ολοκλήρωσε διαπίστωσε ότι αυτό που είχε στα χέρια του δεν είχε καμία σχέση με τις πρώτες του προσπάθειες. Ένας πατέρας έχανε τον γιό του σε αυτοκινητικό δυστύχημα και στη συνέχεια έκανε μια αναδρομή στα λάθη της ζωής του. Το «Μακριά από το σπίτι» δεν δημιούργησε καμία απολύτως ουρά στα βιβλιοπωλεία, έκανε όμως αρκετούς από τους κριτικούς να τον δουν με άλλο μάτι. «Τελικά ίσως τον παρεξηγήσαμε. Αλλά οι πρώτες του δουλειές δεν παύουν να αποτελούν τροφή για τα σκυλιά» έγραψαν αυτή τη φορά τα «ΝΕΑ». Ο εκδοτικός οίκος φυσικά δεν ήταν χαρούμενός για τις πωλήσεις και τον πίεζε να γυρίσει στο ανάλαφρο στυλ των πρώτων βιβλίων. «Αν συνεχίσεις έτσι σε μερικά χρόνια δεν θα σε θυμάται κανείς. Εκτός κι αν σου αρκεί η αναγνώριση όταν πεθάνεις» του είχε πει ο μάνατζερ του.
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την τελευταία φορά που προσπάθησε να γράψει κάτι και τους τελευταίους μήνες ξύπναγε τα βράδια ταραγμένος από έναν συγκεκριμένο εφιάλτη. Ποτέ δεν θυμόταν ακριβώς τι έβλεπε στον ύπνο του, αλλά θυμόταν αμυδρά τη φυσιογνωμία μιας κοπέλας με ξανθά μαλλιά, που έπεφτε νεκρή μετά από δυο πυροβολισμούς. Και οι δυο ήταν στην καρδιά. Αυτό που τον τρόμαζε περισσότερο ήταν …ότι ο τύπος που κρατούσε το όπλο του έμοιαζε υπερβολικά…
Λίγο πριν βρεθεί σε μια ερημική περιοχή με το πουκάμισο του λερωμένο από βύσσινο και στη συνέχεια σε έναν εξώστη αμφιθεάτρου αντιμέτωπος με έναν ελεύθερο σκοπευτή …έκανε τη βόλτα του όπως κάθε απόγευμα στην παραλία. Σκεφτόταν συνέχεια. Σκεφτόταν τι θα γράψει αλλά τίποτα δεν του φαινόταν αρκετά ενδιαφέρον, ενώ είχε αποκλείσει την ιδέα να επανέλθει στα Βαμπίρ από το Παγκράτι. Είχε φτάσει πλέον στα 35 και έπρεπε να σκεφτεί και την αξιοπρέπεια του. «Στο διάολο η αξιοπρέπεια σου» του έλεγε καμία φορά το διαβολάκι που καθόταν μόνιμα στον αριστερό του ώμο. Σκεφτόταν το όνειρο του αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Θα ήταν άραγε καλή ιδέα να το χρησιμοποιήσει για το καινούργιο του βιβλίο; Αλλά και πάλι έτσι όπως το έφτιαχνε στο μυαλό του, δεν είχε καμία σχέση με την «κωμική περιπέτεια φαντασίας» που του ζητούσαν επίμονα. «Στο διάολο και η κωμική περιπέτεια φαντασίας» ξαναείπε το διαβολάκι από τον αριστερό του ώμο.
Περπάτησε πολύ παραπάνω εκείνο το απόγευμα ώσπου έφτασε σε ένα σημείο όπου παρατήρησε κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Ένα ξύλινο διάδρομο που απλωνόταν τουλάχιστον για ένα χιλιόμετρο. «Είδες έργα ο Δήμος;» θα μπορούσε να σκεφτεί αλλά δεν το έκανε γιατί τα ξύλα έμοιαζαν να είναι εκεί για πολύ καιρό. Μικρές σανίδες από λεύκα, τοποθετημένες η μια κολλητά με την άλλη (στραβά οι περισσότερες) που έδειχναν όμως σαπισμένες και επηρεασμένες από το πέρασμα του χρόνου και την αλμύρα της θάλασσας. Άρχισε να περπατάει πάνω στον διάδρομο. Ήταν καλύτερα έτσι γιατί τα παπούτσια του είχαν γεμίσει άμμο και το να τα βγάλει δεν ήταν επιλογή, αφού το κρύο ήταν τσουχτερό. «Κρύο γαμιέται η μάνα σου» σκέφτηκε επηρεασμένος από το σύνθημα των Παοκτσήδων κι έσκασε μετά από καιρό ένα χαμόγελο.
Αυτό το χαμόγελο έσβησε όμως γρήγορα. Στο τέλος της διαδρομής είδε μια κοντόχοντρη φιγούρα που κρατούσε κάτι στο χέρι. Φαινόταν σαν να μαζεύει πράγματα από την άμμο. Πλησίασε πιο κοντά και η αρχική του εντύπωση επιβεβαιώθηκε αφού ένας τύπος κρατούσε ένα ξύλο με μυτερή άκρη. Μάζευε χαρτάκια και γόπες από τσιγάρα και τα έριχνε σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα. «Καλησπέρα» φώναξε. Και τότε τον παρατήρησε καλύτερα.
Δυο μεγάλα εξογκώματα προέβαλλαν από το πίσω μέρος του λαιμού του. Αν και ήταν απόγευμα φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά και το πρόσωπο του ήταν αναψοκοκκινισμένο σαν να είχε καύσωνα. Τα γένια του ήταν απεριποίητα. Τίποτα πάνω σε αυτό τον άνθρωπο δεν έμοιαζε κομψό. Το κοντομάνικο μπλουζάκι του, που κάποτε πρέπει να ήταν κόκκινο, είχε γίνει ένα με το χοντρό αλλά γεροδεμένο σώμα του, αφού δεν πρέπει να είχε βγει από πάνω του εδώ και πολλά χρόνια. Μεγάλα κόκκινα εξανθήματα κάλυπταν και τους 2 αγκώνες και τα μακριά και χοντρά του δάχτυλα εφάρμοζαν τέλειο με το ραβδί με τη μυτερή άκρη, που έπιανε τα σκουπίδια. Το ραβδί έμοιαζε σαν προέκταση του χεριού του. Η βρώμικη τζιν βερμούδα που έφτανε μέχρι λίγο πριν το γόνατο, άφηνε να φανούν πολλές και μεγάλες ουλές στα πόδια του, που άλλος στη θέση του θα είχε κάνει οτιδήποτε για να τις κρύψει.
«Καλησπέρα» είπε πιο διστακτικά αυτή τη φορά. Ο σκουπιδιάρης δεν γύρισε καν προς το μέρος του και συνέχισε να μαζεύει χαρτάκια. Ακολούθησε μια μικρή παύση… «Συγνώμη για την ενόχλησή» είπε μετά από μερικά δευτερόλεπτα και γύρισε απότομα για να φύγει.
«Μέχρι εδώ ήταν…» είπε σχεδόν ψιθυριστά ο σκουπιδιάρης, αλλά μπορούσες να διακρίνεις τη βαριά χροιά και την βραχνάδα στη φωνή του.
Δεν είχε κουνηθεί ούτε μισό βήμα από τη θέση του και μόλις πήγε να το κάνει ο σκουπιδιάρης ξαναμίλησε. «Το τέλος του διαδρόμου είναι και το τέλος της ζωής σου σε αυτό το «επίπεδο». Δεν υπάρχει τίποτα για σένα πίσω. Θα πας να βρεις τους άλλους. Εκεί θα πεθάνεις» είπε η βαριά βραχνή φωνή.
Τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Ένιωθε μουδιασμένος, δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο σκουπιδιάρης γύρισε προς το μέρος του και έβγαλε τα μεγάλα μαύρα γυαλιά. Αντί για μάτια είδε δυο μεγάλα μαύρα κενά. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε σε αυτό το «επίπεδο» ήταν το μεγάλο ραβδί που έπεσε με δύναμη στο κεφάλι του.
Όταν ξύπνησε σε μια ερημική περιοχή δεν θυμόταν τίποτα. Δεν θυμόταν τίποτα από όσα έγιναν στην παραλία, μόνο σκόρπιες εικόνες που δεν έβγαζαν νόημα. Απλά περπατούσε ζαλισμένος μέχρι που μια κοπέλα έπεσε πάνω του με το ποδήλατο της…
Συνεχίζεται...
Part 7 - Δευτέρα 09/03/2009
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube