Από τον καιρό που ο Μουρίνιο δοκίμασε στη Λεϊρία το περίφημο rotation, την εναλλαγή δηλαδή των ποδοσφαιριστών που έπαιζαν στη βασική ενδεκάδα ανάλογα με τις απαιτήσεις του κάθε παιχνιδιού, ήρθε στην επιφάνεια της ποδοσφαιρικής επικαιρότητας η συζήτηση για τη διαχείριση του ρόστερ και –συνακόλουθα– του μεγέθους του. Με πόσους ποδοσφαιριστές πρέπει να δουλεύει ένας προπονητής στη διάρκεια της χρονιάς; Νομίζω ότι η απάντηση καθορίζεται από τον χαρακτήρα του κάθε προπονητή και την ομάδα που διευθύνει.

Μία ομάδα που δεν έχει ευρωπαϊκές υποχρεώσεις και που θα πρέπει να ανταποκριθεί στις ανταγωνιστικές απαιτήσεις του πρωταθλήματος και του Κυπέλλου φαίνεται λογικό να μην έχει μεγάλο ρόστερ. Λιγότερα παιχνίδια, λιγότερη κούραση, μικρότερο ρόστερ. Αυτό, όμως, δεν είναι και κανόνας. Αρκετοί προπονητές, όμως, επιλέγουν να βγάζουν τη χρονιά με 25 ποδοσφαιριστές, παρά το γεγονός ότι οι ομάδες τους έχουν πολλές αγωνιστικές υποχρεώσεις. Πιθανόν αυτή η επιλογή να λειτουργεί, όταν οι 25 ποδοσφαιριστές είναι ίσης αξίας και το rotation μπορεί να διασφαλίσει την προστασία από την κούραση ή τους πιθανούς τραυματισμούς.

Το περιορισμένο ρόστερ, αφενός μεν εξασφαλίζει στον προπονητή καλύτερο έλεγχο πάνω στο υλικό αφετέρου είναι και οικονομικότερο. Πέραν τούτων, σε περίπτωση που υπάρξει κάποιος τραυματισμός ή κάποια τιμωρία, μπορεί στη μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου να γίνουν οι αναγκαίες προσθήκες. Τα κλειδιά για την επιτυχημένη λειτουργία του μικρού ρόστερ είναι ―αποδεδειγμένα― αφενός μεν η κατάλληλη επιλογή των ποδοσφαιριστών, να έχει δηλαδή κάποιος προπονητής ισάξιους ποδοσφαιριστές, και αφετέρου να μπορεί να «μοιράσει» τους ποδοσφαιριστές του ανάμεσα στα παιχνίδια, γεγονός που σημαίνει ότι έχει την ικανότητα να διαβάζει το πρόγραμμα και να αξιολογεί κατάλληλα τους αντιπάλους του.

Δύσκολα πράγματα: και το να καταφέρεις να συγκεντρώσεις 25 ισάξιους ποδοσφαιριστές και το να κάνεις αποτελεσματικό rotation. Παρατηρώ δύο περιπτώσεις ομάδων φέτος (σε διαφορετικά πρωταθλήματα) που οι προπονητές τους επέλεξαν να βγάλουν τη χρονιά με μικρό ρόστερ. (Το οποίο πολλές φορές μου θυμίζει το μικρό και ευέλικτο υπουργικό σχήμα που ευαγγελίζονται όλοι οι πρωθυπουργοί αλλά κανένας δεν πραγματοποιεί.) Η μία περίπτωση είναι του Ολυμπιακού.

Ο τραυματισμός του Στολτίδη και του Λεονάρντο, η αποχώρηση του Κοβάσεβιτς, η κούραση των Ντουντού, Γκαλέτι και Ντιόγο, η κακή εκτίμηση του Βαλβέρδε για τις δυνατότητες των ποδοσφαιριστών που είχε στη διάθεσή του ―σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα κάποιων δεύτερων επιλογών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις κάποιων παιχνιδιών― έχουν τα αποτελέσματα που βλέπουμε σήμερα. Ο Βάσκος κόουτς νομίζω ότι επέλεξε να πάει από την αρχή με το πόδι στο γκάζι, ελπίζοντας να έχει εξασφαλίσει σημαντικό προβάδισμα, έτσι που σε αυτό το σημείο της χρονιάς, κινούμενος με χαμηλή αγωνιστική ταχύτητα να καταφέρει να πραγματοποιήσει τους στόχους του: πρωτάθλημα κατά πρώτον και Κύπελλο, αν όλα πάνε κατ' ευχήν.

Η άλλη περίπτωση ομάδας που κινείται με την ίδια επιλογή και αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα με τον Ολυμπιακό είναι η Αστον Βίλα. Η ομάδα που συγκέντρωσε την προσοχή πολλών φέτος, καθώς προσπαθεί να κάνει το μεγάλο κόλπο που προσπάθησαν ―και προσπαθούν― να κάνουν ομάδες όπως η Τότεναμ, η Εβερτον και η Νιούκαστλ. Η Βίλα προσπαθεί να σπάσει την «ομάδα των τεσσάρων» του αγγλικού ποδοσφαίρου και να κερδίσει μία από τις τέσσερις θέσεις που οδηγούν στο Τσάμπιονς Λιγκ.

Θέσεις που τα προηγούμενα χρόνια ήταν κλεισμένες από την Αρσεναλ, τη Λίβερπουλ, την Τσέλσι και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το αξιοσημείωτο στοιχείο της ιστορίας που αφορά την Αστον Βίλα είναι το γεγονός ότι προσπαθεί να επιτύχει τον στόχο της χωρίς τυμπανοκρουσίες και κυρίως χωρίς πολλά έξοδα. Επιλογή που αντανακλά και τη διαχειριστική φιλοσοφία του Αμερικανού ιδιοκτήτη της ομάδας, του εκατομμυριούχου Ράντι Λέρνερ.

Το πείραμα της Βίλα

ΟΛέρνερ, τον καιρό που σπούδαζε στο Κέιμπριτζ, παρακολουθούσε πολύ αγγλικό ποδόσφαιρο και στη συνέχεια απέκτησε εμπειρία διοίκησης αθλητικής επιχείρησης όταν αγόρασε την ομάδα του αμερικανικού ποδοσφαίρου Cleveland Browns. Εχοντας μεγάλη εμπειρία ως αναλυτής επενδύσεων έκανε μεγάλη περιουσία από το χρηματιστήριο και το 2006 αγόρασε την Αστον Βίλα, θεωρώντας ότι είναι επένδυση που αξίζει τον κόπο. Δυόμισι χρόνια μετά και χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψει εκατομμύρια χωρίς αντίκρισμα, φαίνεται ότι δικαιώνεται εμπιστευόμενος την ομάδα στα χέρια του Μάρτιν Ο'Νιλ.

Πέρυσι η ομάδα τερμάτισε στην 6η θέση, ενώ φέτος πηγαίνει για ψηλότερα, αλλά η κούραση φαίνεται ότι θα της στερήσει όσα κυνηγάει. Ο Ο'Νιλ, πιστός στη διαχειριστική φιλοσοφία του Λέρνερ, δεν θέλησε να ξοδέψει χρήματα για να γεμίσει την ομάδα ποδοσφαιριστές. Ετσι, όμως, έχει τώρα 8 από τους 11 βασικούς του να έχουν παίξει πάνω από 34 παιχνίδια, τον Γκάρεθ Μπάρι να έχει φτάσει τα 44 συμπεριλαμβανομένων και αυτών με την εθνική Αγγλίας και τον Γκαμπριέλ Αγκμπονλαχόρ να έχει παίξει 40, τη στιγμή που πέρυσι η ομάδα έδωσε 41 ματς όλη τη χρονιά.

Οι υψηλοί στόχοι της ομάδας, οι πολλές αγωνιστικές υποχρεώσεις, το περιορισμένο ρόστερ και οι τραυματισμοί τριών βασικών ποδοσφαιριστών, του Μάρτιν Λάουρσεν, του Κουεγιάρ και του Νάιτζελ Ρίο Κόκερ, δείχνουν ότι η ομάδα έχει φθάσει στα όριά της. Ο Ο'Νιλ έχει παραδεχθεί πως η φετινή αγωνιστική δοκιμασία της Βίλα είναι μία πρωτόγνωρη εμπειρία, αλλά ο στόχος του είναι να καταφέρει να φτιάξει μία ομάδα, όπως έκανε ο Φέργκιουσον στη Μάντσεστερ. Να ετοιμάζει δηλαδή ποδοσφαιριστές που θα μπορούν να παίξουν με απαιτήσεις ανταγωνιστικού ποδοσφαίρου.

Κάτι τέτοιο σημαίνει καλύτερη οργάνωση στα τμήματα υποδομής και προσεκτικό σκάουτινγκ. Ο Ο'Νιλ είχε παραδεχθεί πέρυσι τον Δεκέμβριο, όταν τον είχαν ρωτήσει αν το ρόστερ ήταν επαρκές για να βγάλει τη χρονιά, ότι δεν είναι καλό να φορτώνεις μία ομάδα με ποδοσφαιριστές που δεν παίζουν, διότι δημιουργούνται εντάσεις και αντιθέσεις, ενώ η γνώμη του είναι πως ο ανταγωνισμός μεταξύ των ποδοσφαιριστών για μία θέση στην 11άδα λειτουργεί αποτελεσματικότερα σε περιορισμένο ρόστερ.

Παράλληλα, θεωρεί ότι η ευκαιρία αρκετών ποδοσφαιριστών στο περιορισμένο ρόστερ να παίξουν ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο τους κάνει καλύτερους. Πιθανόν να έχει δίκιο, αλλά όταν κάποια στιγμή βλέπεις στην εθνική Αγγλίας να αγωνίζονται 6 ποδοσφαιριστές της Βίλα, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς: υπάρχει κάποια μυστική συνταγή αντοχής πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, και αν ναι, ποια είναι;

Οικονομικές ιδιαιτερότητες

Είναι απόλυτα ρεαλιστικός ο φόβος πολλών ότι με αφορμή την οικονομική κρίση η κυβέρνηση θα εισηγείται ή θα αποφασίζει μέτρα που δεν είναι σίγουρο ότι χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες δυσκολίες. Και πώς να μην είναι κάποιος υποψιασμένος, όταν βλέπει πως έχει να κάνει με μία κυβέρνηση που άργησε ―τραγικά― να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει και να βρει έναν τρόπο, ένα σχέδιο για να αντιδράσει; Και επειδή σχέδιο δεν υπάρχει, γι' αυτό ο πρωθυπουργός διαφημίζει επικοινωνιακά την καραμέλα της συναίνεσης.

Η ελληνική οικονομία είναι η οικονομία μιας χώρας με ιδιαιτερότητες που δεν εξάγει σχεδόν τίποτε, δεν παράγει δηλαδή κάτι και εισάγει σχεδόν τα πάντα. Που βάσισε το μοντέλο ανάπτυξής της στον υπερδανεισμό και επικέντρωσε τη δραστηριότητά της σε περιοχές με εύθραυστες οικονομίες, όπως αυτές των Βαλκανίων. Που μοίρασε τα οφέλη της ανάπτυξης σε ελάχιστους και τώρα ζητεί από εκείνους που ποτέ δεν είχαν να πληρώσουν τις αποτυχίες εκείνων που συσσώρευαν πλούτο, τον οποίο ποτέ δεν μοιράστηκαν. Και αυτό η κυβέρνηση το ονομάζει «σχέδιο».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube