Και οι δύο ήρθαν το καλοκαίρι με καλά βιογραφικά, σεβαστά δείγματα δουλειάς και προϋπηρεσία σε ομάδες με ανώτερο ειδικό βάρος από τις ελληνικές. Κι όμως, από εκείνη μόλις τη στιγμή της πρόσληψης προσπαθήσαμε να τους απαξιώσουμε: «αιώνιος βοηθός προπονητή» για τον πρώτο, «ποια Εσπανιόλ, μωρέ, τώρα;» για τον δεύτερο.
Σε δύο ομάδες που έχουν συνηθίσει –διότι έτσι γουστάρουν τα αφεντικά τους– να λειτουργούν πρώτα με το θυμικό και τη λίμπιντο των οπαδών τους και (πολύ) μετά με τη λογική και τη νηφαλιότητα ήταν θέμα χρόνου να τους βγάλουμε περίπου άχρηστους, μάλλον μυρωδιάδες, σχεδόν παρωχημένους, ίσως πειραματιστές. Το μόνο που δεν είπαμε (ακόμα;) είναι ότι τους κάναμε χάρη που τους δώσαμε την ευκαιρία να κουμαντάρουν δύο τόσο μεγάλα καράβια, όπως έχουμε στο μυαλό μας τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό.
Τα μεγάλα καράβια οφείλουν να αντιμετωπίζουν στα ίσα μεγάλες φουρτούνες. Μόνο που εδώ μας έχουν μάθει αυτά τα δύο καράβια ότι μόλις σηκώσει μερικά Μποφόρ παραπάνω, το καράβι επιστρέφει στο λιμάνι άρον άρον και ο καπετάνιος ξηλώνεται με συνοπτικές διαδικασίες και αποτάσσεται ως μούτσος.
Για τον Παναθηναϊκό κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και νέος προπονητής. Για τον Ολυμπιακό φτάσαμε στην περσινή χρονιά να πάρει η ομάδα το νταμπλ, να κάνει τα δύο πρώτα «διπλά» της στο Τσάμπιονς Λιγκ και να φεύγουν ο προπονητής, ο τεχνικός διευθυντής και ο γιος του προέδρου! Live your myth in Greece...
Θα έλεγε κανείς ότι θέλουμε να προσλαμβάνουμε ξένους προπονητές εγνωσμένης αξίας για να μπορούμε να τους ταπεινώνουμε και να αισθανόμαστε πιο «ψηλοί» και σπουδαίοι απ' ό,τι είμαστε. Ασχετα αν ο Μπιγκόν, ο Μαλεζάνι, ο Πεσέιρο, ο Σόλιντ, ο Μουνιόθ ή ο Κάτανετς είναι καλοί ή μέτριοι προπονητές (διότι κακούς μόνο εμείς στην Ελλάδα τούς βαφτίσαμε), ήρθαν με τίτλους στις χώρες που δούλεψαν, από ομάδες που έπαιξαν ωραία μπάλα, κάποιοι εξ αυτών με ΟΥΕΦΑ ή συμμετοχή σε τελικό ΟΥΕΦΑ στις αποσκευές τους και όλοι τους με μια κοινή συνισταμένη: τη διάθεση να δουλέψουν, έχοντας μια δομημένη αντίληψη στο μυαλό τους σχετικά με το ποδόσφαιρο και την προπονητική. Αυτή ακριβώς την αντίληψη για την οποία θεωρητικά τους προσλάβαμε επειδή την εκτιμήσαμε και θεωρήσαμε ότι μας κάνει, τελικά τη βγάλαμε σκάρτη.
Το ίδιο πάει να γίνει και με τον Τεν Κάτε και με τον Βαλβέρδε. Επικοινωνιακά η αποδόμηση αρχίζει με την ατάκα «αφού ο ένας δήλωσε ότι σταματάει την προπονητική σε ενάμιση χρόνο κι ο άλλος δεν ανανεώνει, έχουν χάσει τον σεβασμό των παικτών, που δεν βλέπουν προοπτική και μέλλον μαζί τους». Με την ίδια λογική θα έπρεπε να παντρεύονται με παπά και με κουμπάρο οι ομάδες τους παίκτες και τους προπονητές, ώστε να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης και αιώνιας αγάπης, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.
Στη συνέχεια αρχίσαμε να τους χρεώνουμε ό,τι στραβό βλέπαμε ή θέλαμε να δούμε: βάζει συνέχεια αυτούς, δεν βάζει τους άλλους, μιλάει άσχημα, δεν ξέρει το υλικό του, έχει εμπάθειες, μας φόρτωσε το τάδε παλτό, δεν αξιοποίησε τους παικταράδες μας –στην τελική, όμως, το πρόβλημα είναι ότι δεν συμμερίζεται τη δική μας ψύχωση για εγχώριους τίτλους με κάθε τρόπο, κάθε κόστος, κάθε πρακτική, ακόμα και χωρίς ίχνος καλής μπάλας.
Αποτέλεσμα; Ο Τεν Κάτε θεωρητικά έχει την εμπιστοσύνη της διοίκησης και την «εντολή» να συνεχίσει και του χρόνου. Μακάρι, λέω εγώ, μόνο που φοβάμαι ότι η αποτυχία κατάληψης της δεύτερης θέσης ή/και απώλεια του Κυπέλλου μπορεί να τον στείλει για πρόωρες διακοπές στο μαγευτικό Σουρινάμ. Ο Βαλβέρδε θεωρητικά έχει κληθεί εδώ και καιρό να ανανεώσει το συμβόλαιό του.
Μακάρι, ξαναλέω εγώ, αλλά έχω την αίσθηση ότι ενδεχόμενη απώλεια του Κυπέλλου ή/και φινάλε στο πρωτάθλημα με μικρή διαφορά από τον δεύτερο και μέτρια έως κακή μπάλα ίσως σημαίνουν ότι κανείς από τη διοίκηση δεν θα τον «ενοχλήσει» ξανά για το νέο συμβόλαιο. Οσο όμως τα «μοναστήρια» είναι καλά τόσο οι «καλόγεροι» θα είναι αναλώσιμοι. Και τα καράβια μας θα συνεχίσουν να σκίζουν τις θάλασσες, με άλλους καπετάνιους –τουλάχιστον μέχρι τα επόμενα Μποφόρια.