Aρκετές φορές ακούω ανθρώπους μεγαλύτερους από μένα ή και της ηλικίας μου, κάποτε, να επαναλαμβάνουν ως μόνιμη επωδό σε οτιδήποτε ασυνήθιστο συμβαίνει –που σε αρκετές περιπτώσεις έχει δυσάρεστο χαρακτήρα– τη φράση «παλιά ήταν καλύτερα». Την παιδεύω στο μυαλό μου τη φράση, ανασκαλεύω τις μνήμες μου αλλά δεν έχω καταλήξει στο συμπέρασμα που θα επιβεβαιώνει ή θα διαψεύδει την εκτίμηση της συγκεκριμένης φράσης.

Εκείνο στο οποίο έχω καταλήξει είναι η εκτίμηση ότι «παλιά όλα ήταν πιο απλά». Ισως αυτό να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι σε περασμένους καιρούς τα πράγματα ήταν καλύτερα. Παλιά, λοιπόν, ο απολογισμός που έκανε μία ομάδα όταν τελείωνε το πρωτάθλημα ήταν εύκολη υπόθεση, απλή. Ακόμα και τότε, φυσικά, ο απολογισμός είχε να κάνει με τους στόχους.

Οι «μεγάλοι» είχαν πετυχημένη χρονιά όταν έπαιρναν το πρωτάθλημα ή έστω το Κύπελλο και οι θέσεις που οδηγούσαν στην Ευρώπη ήταν μια παρηγοριά που λειτουργούσε ως κάλυμμα στην αποτυχία. Οι πολύ αδύναμοι, εκείνοι συνήθως που ανέβαιναν από τη χαμηλότερη κατηγορία, θεωρούσαν επιτυχία αν κατάφερναν να παραμείνουν στη μεγάλη κατηγορία. Για τους υπόλοιπους, επιτυχημένη ήταν η χρονιά που μπορεί να οδηγούσε σε μία θέση πιο πάνω στην τελική βαθμολογία από το περασμένο πρωτάθλημα. Τυχόν κατάκτηση του Κυπέλλου ή το απίθανο της εξόδου στην Ευρώπη θεωρούνταν θρίαμβος ανεπανάληπτος.

Οι νεότεροι δεν είναι σίγουρο ότι μπορούν να καταλάβουν τι σήμαινε για την Παναχαϊκή και ολόκληρο το ελληνικό ποδόσφαιρο –και όχι μόνο το ποδόσφαιρο της περιφέρειας– η έξοδός της στην Ευρώπη στη δεκαετία του '70. Οι εποχές, βέβαια, άλλαξαν και μαζί τους και τα κριτήρια που αξιολογούν την πορεία της κάθε ομάδας. Η αξιολόγηση και τώρα γίνεται με βάση τους στόχους, αλλά υπάρχουν κι άλλες παράμετροι.

Ας πούμε, μπορεί στο πρωτάθλημα η παρουσία της ομάδας να μην ήταν η αναμενόμενη, αλλά να έκανε καλή εμφάνιση στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και να αποκόμισε αρκετά οικονομικά οφέλη. Κι αυτό, τα οικονομικά οφέλη, είναι που διαφοροποιεί πλέον τους απολογισμούς. Οι ομάδες ναι μεν κυνηγούν τίτλους και διακρίσεις, αλλά εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι το ταμείο. Και είναι πια αναπόφευκτο. Υψηλότερη θέση στη βαθμολογία σημαίνει και περισσότερα έσοδα. Εσοδα που μπορούν να μεγαλώσουν και με τα εισιτήρια αλλά ακόμα με χορηγίες και διαφημίσεις.

Επειδή όμως το μέγεθος της ελληνικής αγοράς δεν είναι τέτοιο που να μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικά έσοδα (χορηγικά και διαφημιστικά) σε όλες τις ομάδες, ιδίως τις μεσαίες και τις μικρότερες, οι πωλήσεις ποδοσφαιριστών μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα επωφελείς, εφόσον τα χρήματα που θα εισπράξει μια ομάδα επενδυθούν σωστά. Και η σωστή επένδυση σε αυτή την περίπτωση αφορά την οργάνωση των τμημάτων υποδομής και το σκάουτινγκ, ενδεχομένως και σε αγορές εκτός της ελληνικής.

Ενας Αγγλος παράγοντας ομάδας της Τσάμπιονσιπ μου είχε πει πριν από δύο χρόνια ότι επειδή η ομάδα του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να επεκταθεί σε πολλές περιοχές του κόσμου για σκάουτινγκ, είχε επιλέξει να επικεντρώσει τη δραστηριότητά της μόνο στη Β. Ευρώπη. Αν προέκυπτε κάποια ενδιαφέρουσα πρόταση από μάνατζερ, την εξέταζαν και δρούσαν ανάλογα. Αλλά το σκάουτινγκ γινόταν σε μία συγκεκριμένη περιοχή και παράλληλα φρόντιζαν τα τμήματα υποδομής με στόχο να μπορούν να εντοπίζουν και να αναδεικνύουν ένα νεαρό ποδοσφαιριστή –ή έστω λίγο μεγαλύτερο– που να μπορούν να μεταπωλήσουν. Χαμένη χρονιά, μου είχε πει, είναι η χρονιά που δεν έχεις ποδοσφαιριστή έτοιμο για μεταγραφή, ώστε να φέρει χρήματα στο ταμείο.

Και στις μέρες μας πιστεύω ότι πέρα από τα έσοδα που μπαίνουν στο ταμείο μεγάλων και μικρών, κερδισμένη χρονιά για μία ομάδα είναι εκείνη που βγάζει παίκτη. Που μπορεί είτε να τον αναδεικνύει από τα φυτώρια είτε από το σκάουτινγκ, όχι για να τον πουλήσει, αλλά για να τον εντάξει στο ρόστερ της. Ακόμα και ο υποβιβασμός, αν η ομάδα μπορέσει να βγάλει ποδοσφαιριστές, θα αποδεικνύεται μία δυσάρεστη και μικρή παρένθεση.

Διαπιστώσεις χωρίς προτάσεις

Θα μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω την έκταση και τη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης αν δεν την προσέγγιζα μέσα από το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο και τα οικονομικά του τα καταλαβαίνω ευκολότερα από τη δημοσιονομική πολιτική που υπαγορεύει το σύμφωνο σταθερότητας. Καταλαβαίνω τη σοβαρότητα της κρίσης όταν βλέπω ομάδες όπως η Τσέλσι να προσπαθούν να μειώσουν τα έξοδά τους με κάθε τρόπο, ακόμα κι αν πρόκειται να υποχρεώσουν τους ποδοσφαιριστές όλων των τμημάτων να πληρώνουν για ό,τι καταναλώνουν στο κυλικείο του προπονητικού κέντρου.

Αντιλαμβάνομαι τα προβλήματα ρευστότητας όταν βλέπω την εμπορικότερη ομάδα του κόσμου, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, να αναζητεί απεγνωσμένα χορηγό για τη φανέλα, ακόμα και στη Μαλαισία, εκεί που άλλες εποχές θα είχε ήδη στα χέρια της τουλάχιστον τέσσερις σοβαρές προτάσεις. Οι μεγάλες εταιρείες, εκείνες που θα μπορούσαν και θα ενδιαφέρονταν να διαφημιστούν σε μία φανέλα όπως της Μάντσεστερ, έχουν περικόψει σε μεγάλο βαθμό τους σχετικούς τους προϋπολογισμούς μέχρι και 60%.

Εκείνο που βλέπω σε κάποιες μεγάλες ομάδες του εξωτερικού είναι ότι, διαπιστώνοντας την κρίση, αναπροσαρμόζουν τις στρατηγικές τους και παίρνουν μέτρα για να αντιμετωπίσουν την πίεση στο ταμείο τους. Η Μπαρτσελόνα που είχε εκπονήσει ένα σχέδιο επέκτασης στην αμερικανική αγορά με σοβαρό κόστος, τώρα κάνει πίσω και προτιμά να διαθέσει το ποσό της προβλεπόμενης επένδυσης για να εξυπηρετήσει άλλες ανάγκες της.

Παράλληλα, αναζητεί έναν τρόπο να μειώσει τις απώλειες εσόδων που έχει τον τελευταίο χρόνο από τα εισιτήρια, ακόμα και ανασχεδιάζοντας τη χωρητικότητα του «Καμπ Νόου». Βλέπω την Αρσεναλ να παρεκκλίνει από τον αρχικό σχεδιασμό για τις τιμές των εισιτηρίων στο «Emirates» και να τις κρατά φέτος σταθερές, εξετάζοντας ακόμα και το ενδεχόμενο μείωσης σε κάποιες κατηγορίες. Κίνηση στην οποία ετοιμάζονται να προχωρήσουν και πολλές ακόμα ομάδες, και όχι μόνο στην Αγγλία. Βλέπω, λοιπόν, τις ομάδες να προσπαθούν να ακολουθήσουν, με κάποιον τρόπο, αυτό που ονομάζεται από τους οικονομολόγους τόνωση της ζήτησης. Να «βοηθήσουν», δηλαδή, τους πελάτες τους να αγοράσουν, να καταναλώσουν.

Κάτι που αδυνατεί να κάνει εδώ η κυβέρνηση, μια και την ώρα που αλλού κάνουν φοροαπαλλαγές για να δημιουργήσουν διαθέσιμο εισόδημα, εδώ σχεδιάζουν καινούργιους φόρους. Και να σκεφτεί κάποιος ότι η κρίση είναι ακόμα στην αρχή.

Δεν φτάνει μόνο το budget

Κάποια στιγμή και αφού η ποδοσφαιρική οικονομική πραγματικότητα το επέβαλλε, οι φίλαθλοι άρχισαν να συζητούν για τη σπουδαιότητα του budget, του προϋπολογισμού. Που είναι οπωσδήποτε ένα πολύ κρίσιμο μέγεθος για την επιτυχία της ομάδας, αλλά δεν είναι αυτό που καθορίζει τα πάντα, όσο κι αν αρκετοί επιμένουν να θεωρούν ότι τα χρήματα μπορούν να φέρουν τους τίτλους και τις διακρίσεις.

Την τελευταία τριετία η Τότεναμ είναι ανάμεσα στις τρεις ομάδες που έχουν ξοδέψει τα περισσότερα, αλλά από διακρίσεις μηδέν. Η Ρεάλ ξοδεύει ασύστολα την τελευταία τριετία αλλά η ευρωπαϊκή διάκριση είναι κάτι πολύ μακρινό. Στη Γερμανία η Μπάγερν έφθασε να ξοδέψει για μεταγραφές περισσότερα απ' όσα όλες οι άλλες ομάδες μαζί αλλά απογοητεύει με πολύ ηχηρό τρόπο, ιδιαίτερα φέτος.

Αφήνω στην άκρη περιπτώσεις όπως της Τσέλσι ή της Μάντσεστερ Σίτι επειδή εκείνο που θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη πρόκληση για τις ομάδες από εδώ και πέρα είναι η οργάνωση και ο τρόπος που θα ξοδέψεις εκείνα που μπορείς. Κι αυτά τα στοιχεία είναι που θέλει να αναδείξει το περίφημο licensing.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube