Αν κάποιος είχε στον νου του ότι οι αντίπαλοι του ντέρμπι της Κυριακής, του ελληνικού «el clasico», θα ενδιαφέρονταν –πάνω από όλα– να προσφέρουν θέαμα στους θεατές του γηπέδου και τους τηλεθεατές, σίγουρα δεν έχει καμία επαφή με αυτό που ονομάζουμε ελληνικό πρωτάθλημα. Και πολύ περισσότερο με τη νοοτροπία των ομάδων.

Σε όλα τα ντέρμπι υπάρχουν «ειδικές συνθήκες». Αυτό, φυσικά, δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Οι «πράσινοι» είχαν το πάνω χέρι στην ψυχολογία, καθώς έρχονταν από μία ευρωπαϊκή επιτυχία και δεν είχαν και το άγχος του πρωταθλητισμού. Από την άλλη, ο Ολυμπιακός ήρθε στο ντέρμπι με βεβαρυμένη ψυχολογία. Η ήττα από τον Εργοτέλη, οι δύο απανωτές από τη Σεντ Ετιέν και ο αποκλεισμός, οι κακές εμφανίσεις και η αποδεδειγμένη κούραση των βασικών ποδοσφαιριστών της ομάδας, είχαν διαμορφώσει ένα δυσάρεστο κλίμα, που θα γινόταν πολύ χειρότερο σε περίπτωση ήττας.

Μιας ήττας που μπορεί βαθμολογικά να κοστίζει όσο οποιαδήποτε άλλη, αλλά το κόστος στο γόητρο, εξαιτίας του ονόματος του αντιπάλου, είναι πολύ μεγαλύτερο. Ανεξάρτητα, όμως, από τις ψυχολογικές συνισταμένες, και οι δύο ομάδες μπήκαν στο γήπεδο με πρώτο στόχο να μη χάσουν. Οχι για να κερδίσουν. Η νίκη και για τους δύο ήταν δευτερεύων στόχος, πράγμα που αποδείχτηκε από τον τρόπο που έπαιξαν.

Οταν θες να κερδίσεις ένα παιχνίδι, το δείχνεις –τουλάχιστον– με τις ευκαιρίες που δημιουργείς ή, έστω, με την αγωνιστική σου διάθεση. Αν η στατιστική μπορεί να πει ένα μέρος της αλήθειας, να δείξει ένα κομμάτι της εικόνας, τα πέντε σουτ, συνολικά, που έκαναν και οι δύο ομάδες στο πρώτο ημίχρονο, αποκαλύπτουν αρκετά για να σε κάνουν να αγανακτήσεις όταν έχεις μάθει να απαιτείς από το παιχνίδι και τους πρωταγωνιστές και όχι να επαιτείς.

Καλή η προάσπιση του γοήτρου, η ικανοποίηση του οπαδισμού και η διασφάλιση της δουλειάς μας –αν είμαστε προπονητές, αλλά όσοι θέλουν να δουν μπάλα, ας προτιμήσουν κάτι διαφορετικό. Να υπενθυμίσω πως οι δύο ομάδες που αγωνίστηκαν προχθές είναι οι –θεωρητικώς– δύο καλύτερες και ισχυρότερες (από όλες τις απόψεις) ελληνικές ομάδες. Και όταν οι δύο ισχυρότεροι είναι δέσμιοι τέτοιας μορφής περιορισμών, μπορεί κάποιος να υποψιαστεί τι συμβαίνει με τους άλλους.

Η άρρωστη νοοτροπία που έχουμε διαμορφώσει για το παιχνίδι σαν μεταδοτικός ιός μπορεί να προσβάλει ακόμη και ανθρώπους που έρχονται με διαφορετική παιδεία, με διαφορετικές παραστάσεις και οι οποίοι ελπίζουμε ότι θα μας φέρουν και έναν άλλου είδους ποδοσφαιρικό πολιτισμό.

Μπορεί να το παρατηρήσει κάποιος από τις συμπεριφορές προπονητών όπως ο Βαλβέρδε και ο Τεν Κάτε, που επιλέγουν να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα που συναντούν, παρά να προσπαθήσουν να την μπολιάσουν με δικά τους στοιχεία. Υποθέτω, κρίνοντας εκ των υστέρων και έπειτα από δηλώσεις, εικόνες και συμπεριφορές, ότι και οι δύο προπονητές νιώθουν ικανοποιημένοι.

Πόσω μάλλον που και οι δύο μπορούν να ισχυριστούν πως έχουν παράπονα από τις διαιτητικές αποφάσεις, που μπορεί να ήταν άστοχες σε κάποια σημεία, αλλά δεν διακρίνω σε αυτές σκοπιμότητα. Ετσι κι αλλιώς, η διαιτησία θα ήταν αυτό που θα συζητούσαμε –ύστερα από ένα τέτοιο παιχνίδι– όποια και αν ήταν η εικόνα του παιχνιδιού, όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα.

Ετσι εκπαιδευόμαστε να προσεγγίζουμε το παιχνίδι και σε αυτή την εκπαίδευση των «αμφισβητούμενων φάσεων» δεν χωράει η παραμικρή απαίτηση για ποδοσφαιρικό θέαμα. Τέλος, τίθεται κι ένα ζήτημα ρεαλισμού που αφορά και τα χρήματα, ιδίως εκείνα που έρχονται από τους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Τα χρήματα αφορούν τους επιχειρηματίες και όχι τους οπαδούς–φιλάθλους.

Αυτούς τους αφορά η συγκίνηση. Και η συγκίνηση, το θέαμα σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι, είναι σαν το κρέας στη σούπα. Το προχθεσινό πιάτο, όμως, των «δύο καλύτερων μαγείρων της ελληνικής κουζίνας» ήταν δυστυχώς «πατάτες μπλουμ» που χρεώθηκε σαν πιάτο γκουρμέ.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube