Το κλισέ λέει ότι όταν ο προπονητής δεν ξέρει ποιον να διαλέξει για την ομάδα του έχει «έναν ευχάριστο πονοκέφαλο». Ο Ερνέστο Βαλβέρδε όταν γύριζε και κοίταζε τον πάγκο του Ολυμπιακού είχε δικαίωμα να νιώθει άγχος, απελπισία, κατάθλιψη. Πάντως «ευχάριστο πονοκέφαλο» δεν ένιωθε. Και αυτά ήταν τα καλά νέα για τον Βαλβέρδε. Τα κακά ήταν όταν έπαιρνε το μάτι του από τον πάγκο και το γύριζε στο γήπεδο.

Με τον Ολυμπιακό να χρειάζεται τρία γκολ για να ανατρέψει το αποτέλεσμα του πρώτου αγώνα, η πρώτη ευκαιρία του ημιχρόνου ήρθε στο 42ο λεπτό. Οταν ο Λέτο από αριστερά σούταρε την μπάλα πολύ μέσα αν ήθελε να κάνει σέντρα και πολύ έξω αν ήταν σουτ για γκολ.

Η κίνηση του Λέτο είχε έρθει ύστερα από ένα ακόμα μαγικό «ένα-ένα», που ήταν ο μόνος τρόπος που προωθείτο ο Ολυμπιακός στα πρώτα 45 λεπτά. Γιατί, για να κάνεις το «ένα-δύο», κάποιος δεύτερος πρέπει να κινείται μαζί σου, μια κίνηση που οι παίκτες του Ολυμπιακού επιμελώς απέφευγαν.

Για 45 λεπτά ο Ολυμπιακός μπροστά έπαιζε το σύστημα «Εθνικός Κήπος». Οποιος είχε την μπάλα κουνιόταν και οι έξι πιο κοντά του τον παρακολουθούσαν, με τους υπόλοιπους τέσσερις να έχουν εξαφανιστεί από την εικόνα. Το σύστημα «Εθνικός Κήπος» κατέληγε στο Βραζιλιανοκουμπάρος.

Οταν αυτός που είχε την μπάλα βαριόταν να την προχωράει, σήκωνε το κεφάλι και σημάδευε τον Μιχαλάκη Ντιόγο, που σε ρόλο Κωνσταντίνου μπορεί να μην είναι ισάξιος του αυθεντικού, αλλά την προσπάθειά του την κάνει. Μόνο που εκτός από την επίθεση υπήρχε και η άμυνα. Εδώ υπήρχε το σύστημα της συλλογικής σύμβασης Δημοσίου.

Οποιος έχει δουλέψει σε εταιρεία που έχει και δημόσιους υπαλλήλους ξέρει ότι ανάμεσα στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη υπάρχει η συλλογική σύμβαση. Ας πούμε λοιπόν ότι είμαστε στην ΕΡΤ και ο κάλαθος αχρήστων πιάνει φωτιά. Λες σε αυτόν που βρίσκεται δίπλα στο καλάθι: «Σβήσ' το». Αυτός απαντάει: «Δεν προβλέπεται στα καθήκοντα που περιγράφονται στη συλλογική σύμβαση».

Το καλάθι μπορεί να έχει φουντώσει, το κτίριο, η Αθήνα να κινδυνεύει, αλλά αν το σβήσιμο δεν περιγράφεται στη συλλογική σύμβαση, να καούνε όλα. Το ίδιο συνέβαινε και στην άμυνα του Ολυμπιακού. Επαιρνε την μπάλα ο Παγέ ή ο Ιλάν έξω από την περιοχή του Ολυμπιακού. Εφόσον δεν την έπαιρναν μέσα στην περιοχή, η συλλογική σύμβαση των αμυντικών προβλέπει ότι κόβουν απ'έξω; Ποτέ.

Εκεί κόβουν τα αμυντικά χαφ. Οπότε αφήνουμε τους Γάλλους να σουτάρουν και από εκεί και πέρα ήταν θέμα του Νικοπολίδη, που προβλέπει η σύμβασή του αποκρούσεις, να σώσει το γκολ. Οι Γάλλοι λυσσάξανε τον Νικοπολίδη στα εκτός περιοχής σουτ. Το ότι δύο μόνο μπήκαν μέσα είναι μάλλον ευτύχημα για τον Ολυμπιακό. Ολόκληρη όμως η εικόνα πρέπει να ήταν ένας δυσάρεστος πονοκέφαλος για τον Βαλβέρδε. Μια φράση που μετά τις τελευταίες εμφανίσεις του Ολυμπιακού πάει να γίνει κλισέ.


Στον αγώνα αν θα κάνουμε τον Χενκ Τεν Κάτε να μιλάει σαν εμάς ή θα μάθουμε να ακούμε, σημειώστε: Ελλάς – Τεν Κάτε 0-1. Οσο και αν έχουμε προσπαθήσει να βάλουμε τον Ολλανδό στην υποκρισία μας, αυτός συνεχίζει να λέει αυτά που πιστεύει. Θέλει να πει ότι οι παίκτες είχαν την ευθύνη; Θα παραβλέψει το ελληνικό σαβουάρ βιβρ, που οι προπονητές λένε «αναλαμβάνω τις ευθύνες για την ήττα», και θα μιλήσει για τους παίκτες.

Θέλει να πει αυτό που όλοι έβλεπαν, ότι η Βιγιαρεάλ έπαιζε καλύτερη μπάλα από τον Παναθηναϊκό, θα το πει και όποιου του γουστάρει. Τελευταίο πια οχυρό στη δημοσιογραφική υποκρισία είναι να επιλέγεται η φράση που ο δημοσιογράφος νομίζει ότι θα κολακεύσει περισσότερο τους οπαδούς και να γίνεται τίτλος. Εχει μιλήσει, για παράδειγμα, ο Τεν Κάτε στο αεροδρόμιο και έχει πει «είμαι πολύ ικανοποιημένος από το παιχνίδι. Ηταν ένα δύσκολο ματς. Ηταν κοντά όλες οι γραμμές και αυτός ήταν ο λόγος που επιστρέφουμε με καλό αποτέλεσμα. Οι παίκτες πάλεψαν σαν λιοντάρια. Τώρα πάμε στην Παιανία και θα πρέπει να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκονται οι παίκτες μου. Από αύριο αρχίζουμε την προετοιμασία για το ματς με τον Ολυμπιακό»;

Μπαίνει ένας τίτλος «τώρα πάμε να νικήσουμε τον Ολυμπιακό» και ο οπαδός νιώθει ευχαριστημένος. «Τίποτα δεν τον νοιάζει, ρε, τον Ολλανδό. Το μόνο που θέλει είναι να νικήσει τους γαύρους στο Καραϊσκάκη». Είπε τέτοιο πράγμα ο Τεν Κάτε; Ούτε κατά διάνοια, «αλλά άσε να το κιτρινίσουμε λιγάκι, να τραβήξει το θέμα», που λένε και στην ορολογία της πιάτσας.

Τέλος πάντων, ο Τεν Κάτε έδειξε γιατί είναι προπονητής, ενώ οι περισσότεροι Ελληνες δηλώνουν προπονητές και έχουν περάσει τα σεμινάρια της Καλαμάτας. Εκανε το λάθος στο πρώτο ημίχρονο να βάλει στον Σπυρόπουλο μπροστά από τον Βαβρζίνιακ και να κουτουλάνε.

Στο δεύτερο, όμως, δεν έβγαλε τον έναν από τους δύο, αλλά τον Γκούμα, ο οποίος έπειτα από τόσο μεγάλη αποχή δεν τραβούσε, για να περάσει τον Πολωνό στόπερ και να φέρει τον Σπυρόπουλο στη μόνη θέση που μπορεί να παίξει. Το σκεφτόμουν γιατί πριν από το ματς στο ραδιόφωνο είχαμε αυτή την κουβέντα.

Οτι με Βαβρζίνιακ και Σπυρόπουλο ο Παναθηναϊκός αντί να έχει δύο καλύτερους αμυντικούς στα αριστερά, θα έχει δύο συγκρουόμενα αυτοκινητάκια. Συνήθως σε αυτό το σημείο έρχεται η ερώτηση «και γιατί εσείς που τα ξέρετε όλα δεν κάνετε τον προπονητή;». Γιατί ένα λάθος μπορεί και να το βλέπεις ή ακόμα και να το προβλέπεις. Ετσι όμως και κάτσεις εσύ να κατεβάσεις ομάδα, αντί για ομάδα θα κατέβει τσίρκο. Για να το απλοποιήσω, όποιος ακούει μουσική μπορεί να καταλάβει όταν ένας τραγουδιστής κάνει φάλτσα. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι αν του δώσεις ένα μικρόφωνο ο ίδιος θα τραγουδήσει καλύτερα.

Στο ποδόσφαιρο, επίσης, υπάρχουν κάποιες κινήσεις που ο ποδοσφαιριστής μπορεί να κάνει στην προπόνηση, αλλά στο ματς όχι μόνο δεν τις κάνει, αλλά ούτε τις δοκιμάζει. Μία τέτοια κίνηση είναι αυτή με το τακουνάκι του Βαγγέλη Μάντζιου στο πρώτο ημίχρονο. Αυτό που κάνει είναι τακουνάκι–σκροπ. Για να πιάσει, το πόδι πρέπει να πετύχει την μπάλα με το τακούνι προς τον αστράγαλο ακριβώς τη στιγμή που ακουμπάει στο έδαφος.

Αν το χτύπημα γίνει πριν ή έπειτα, η μπάλα θα φύγει από τη γάμπα και θα είναι «ψόφια». Δεκάδες παίκτες μπορούν να το πετύχουν στην προπόνηση, αλλά σε ματς εκτός έδρας τού Τσάμπιονς Λιγκ για να το κάνει ο παίκτης πρέπει να αντιμετωπίζει ακόμα το ποδόσφαιρο σαν παιχνίδι. Στην περίπτωση του Μάντζιου, για καλό ή για κακό...

Και τώρα η ερώτηση του εκατομμυρίου: «Από όλα τα ματς του ποδοσφαίρου που έχετε δει μέχρι σήμερα, ποια φάση ήταν η εντυπωσιακότερη;». Οχι ποια θυμάστε, που μπορεί να είναι μια φάση που έδωσε τίτλο στην ομάδα σας, αλλά ποια ήταν η εντυπωσιακότερη ενέργεια που έχετε δει.

Λοιπόν, με το χέρι στην καρδιά η φάση που μου έρχεται αμέσως στο μυαλό είναι η ντρίμπλα του Μπέργκαμπ στον Νταμπίζα, όταν ο πρώτος αγωνιζόταν στην Αρσεναλ και ο δεύτερος στη Νιούκαστλ. Ο Μπέργκαμπ έχει γυρίσει πλάτη στον Νταμπίζα και στο γύρισμα προς το τέρμα η μπάλα περνάει από τη μία πλευρά, ο Μπέργκαμπ από την άλλη και ξανασυναντιούνται βία δύο μέτρα πίσω από την πλάτη του Νταμπίζα. Το επίτευγμα του Μπέργκαμπ κάνει σημαντικότερο το γεγονός ότι την ντρίμπλα τη σκάει στον Νταμπίζα και μάλιστα στα ντουζένια του και όχι σε κάποιον ρούκουνα.

Ψάχνοντας, λοιπόν, στο youtube να βρω τη φάση, είδα ότι ένας ΠΑΟΚτσής έχει σηκώσει μια αντίστοιχη, με τον Κλάους Αθανασιάδη να σκάει μια αντίστοιχη ντρίμπλα στο περσινό 4-3 με τη Λάρισα. Και τι έγινε; Τίποτα. Αναπληρωματικός ήταν πέρυσι ο Αθανασιάδης, αναπληρωματικός είναι και φέτος.

Και αναπληρωματικός θα μείνει για πάντα αν ο Σάντος δεν τον βάλει σε πέντε–δέκα ματς να παίξει σερί και να δείξει αν μετράει. Γιατί το «έδωσε ο προπονητής ευκαιρία στους αναπληρωματικούς που δεν την εκμεταλλεύτηκαν», όταν αναφέρεται σε ένα ματς του Κυπέλλου στο οποίο οι παίκτες παίζουν για πρώτη φορά μαζί και ανάθεμα αν βρίσκονται, δεν έχει νόημα.


Ο παίκτης, ειδικά όταν είναι πιτσιρικάς, δεν μπορεί να παίζει με το μαχαίρι στον λαιμό. Γιατί τότε μόνο αν είναι το σούπερ ταλέντο θα καθιερωθεί. Αλλά ακόμα και αυτό είναι συζητήσιμο. Στον πιτσιρικά παίκτη ο προπονητής πρέπει να ξηγιέται προδέρμ, διαφορετικά απογοητεύεται. Για απόδειξη, η έλλειψη εμπιστοσύνης του Πεσέιρο κοιτάξτε πόση ζημιά έκανε στον Σωτήρη Νίνη, ο οποίος αν είχε πέρυσι προπονητή τον Τεν Κάτε θα ήταν άλλος παίκτης.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube