Ισως ήταν θέμα παράδοσης. Η προσέγγιση των Αγγλων στο ποδόσφαιρο. Εριχναν περισσότερο βάρος στην επίθεση. Ακόμα και όταν άρχιζαν να αλλάζουν τα χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου τους, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά. Από τότε, δηλαδή, που άρχισαν να γίνονται περισσότερο «Ευρωπαίοι» στο στυλ παιχνιδιού. Φυσικά, στην αλλαγή χαρακτηριστικών συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό οι ξένοι ποδοσφαιριστές και προπονητές που έφθασαν στο νησί, οι οποίοι δελεάστηκαν από τα πολλά λεφτά που είχαν την πολυτέλεια να ξοδεύουν οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, κυρίως.

Αυτή η αλλαγή χαρακτηριστικών του αγγλικού ποδοσφαίρου αλλά και της γενικότερης φυσιογνωμίας του ήταν αποτέλεσμα της ποδοσφαιρικής παγκοσμιοποίησης που ενισχύθηκε από την απόφαση Μποσμάν και από τη νέα μορφή που πήρε το Τσάμπιονς Λιγκ μετά το 1992. Στην αλλαγή του αγωνιστικού στυλ άρχισαν να προσαρμόζονται και οι Αγγλοι προπονητές, άλλοι αργά και άλλοι πιο γρήγορα. Αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κάποιος, η ηλικία του προπονητή δεν έπαιζε και τόσο ρόλο στην προσαρμογή που δημιουργούσαν οι νέες συνθήκες. Και δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τον Αλεξ Φέργκιουσον.

Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, σε αντίθεση με τις άλλες μεγάλες αγγλικές ομάδες, ήταν η μόνη που είχε εμπιστευθεί την τεχνική ηγεσία της σε έναν Βρετανό -Σκωτσέζο για την ακρίβεια. Φέτος, στα 70 του, ο σερ Αλεξ παρουσιάζει μία ομάδα που δείχνει ικανή να κερδίσει τα πάντα. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σερ Αλεξ έχει «χτίσει» μία εξαιρετική ομάδα. Αλλά νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που κάνει, παράλληλα, δύο δουλειές. Ενώ διαχειρίζεται εξαιρετικά το δυναμικό της πρώτης ομάδας, την ίδια στιγμή ετοιμάζει μία νέα φουρνιά ποδοσφαιριστών που σε 1-2 χρόνια θα μπορούν επάξια να είναι επιλογές βασικής ενδεκάδας σε παιχνίδια μεγάλης σπουδαιότητας όπως αυτά του Τσάμπιονς Λιγκ.

Η Γιουνάιτεντ είναι -μαζί με την Μπάρτσα- η αγαπημένη μου ομάδα. Την παρακολουθώ στενά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ομως, αυτή η δυνατότητά της να «ξαναγεννιέται» κάθε τέσσερα με πέντε χρόνια, που παρατηρώ στην εικοσαετία του Φέργκιουσον, δεν είχε παρουσιαστεί σε καμία άλλη περίοδο της ιστορίας της.

Με μία παρέα φίλων που χαζεύαμε το προχθεσινό παιχνίδι της με την Ιντερ μπήκαμε στο «τριπάκι» να εντοπίσουμε τις καλύτερες ομάδες που δημιούργησε όλα αυτά τα χρόνια στον πάγκο της Μάντσεστερ ο Φέργκιουσον και να τις συγκρίνουμε. Ο πρώτος κοινός τόπος στις εκτιμήσεις όλων μας ήταν ότι το πέρασμα του Καντονά βοήθησε πάρα πολύ στον εξευρωπαϊσμό της ομάδας που έφθασε στην πρώτη κορυφή της το 1999 με την κατάκτηση του περίφημου τρεμπλ.

Η δεύτερη κορυφή της δημιουργίας του σερ Αλεξ πιστεύω ότι είναι η φετινή ομάδα, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από την περσινή ομάδα που έχει ωριμάσει. Και με τις «ανάσες» που προσφέρουν στις τακτικές επιλογές του Φέργκιουσον οι πιτσιρικάδες που μπαίνουν σταδιακά στο κλίμα της Γιουνάιτεντ, νομίζω ότι είναι η πιο πλήρης ομάδα που είχε ποτέ.

Πιστεύω μάλιστα ότι η φετινή ομάδα, ανεξάρτητα από το αν θα φθάσει στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, είναι πολύ καλύτερη από εκείνην του 1999, όσο κι αν η εποχή είναι διαφορετική. Και το ποδόσφαιρο που παιζόταν ήταν διαφορετικό, με το βάρος να πέφτει κυρίως στα χαφ και να είναι μία ταχύτητα πιο αργό. Ο Φέργκιουσον νομίζω ότι έκανε μια μεγάλη στροφή στην τακτική προσέγγισή του στο παιχνίδι με την αποχώρηση του Ντέιβιντ Μπέκαμ. Τότε, αντί να επενδύσει στην αγορά ενός χαφ που θα μπορούσε να καλύψει το κενό του ποδοσφαιριστή-σταρ, προτίμησε να κάνει τη μεγάλη αγορά του Φέρντιναντ.

Από τότε ο Φέργκιουσον άρχισε να προσέχει την άμυνά του και να πειραματίζεται αναζητώντας τους ποδοσφαιριστές που θα του επέτρεπαν να κάνει εκείνο που είχε στον νου του. Μία ομάδα αμυντικών, προσαρμοστική, με εξαιρετική αλληλοκάλυψη, που θα βασίζεται σε ένα ισχυρό τρίγωνο. Εναν έμπειρο τερματοφύλακα και δύο σέντερ μπακ, με εύρος δράσης μεγαλύτερο από το συνηθισμένο παραδοσιακό.

Η φετινή Γιουνάιτεντ έχει την καλύτερη άμυνα που είχε ποτέ. Και αν οι κανόνες του ποδοσφαίρου έχουν καθολική ισχύ, θα πρέπει φέτος, χάρη σε αυτή την άμυνα, να μετράει τίτλους.

Απειλή ή αναγκαιότητα;

Είναι, ίσως, η μεγαλύτερη μέχρι τώρα αρνητική επίπτωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι πτωχεύσεις και οι σοβαροί κλυδωνισμοί που σημειώνονται στην αυτοκινητοβιομηχανία σε όλο τον κόσμο. Το αυτοκίνητο, εκτός από το αντικείμενο που εξυπηρετούσε μία ανάγκη, έγινε σύμβολο status, πιστοποιητικό επιτυχίας, gadget, καταναλωτικό προϊόν, το οποίο ενώ κάποτε είχε διάρκεια ζωής από 8 χρόνια και πάνω, έφτασε στο σημείο να υπόκειται σε καταναλωτικούς νόμους ανάλογους με εκείνους των ρούχων.

Το φθηνό χρήμα, που χορηγούσαν αφειδώς οι τράπεζες, ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ αλλά και αρκετές αναπτυσσόμενες οικονομίες, η διαφήμιση και η άνθηση των χρηματιστηρίων δημιούργησαν νέες καταναλωτικές συνήθειες που εξυπηρετούσαν περισσότερο επιθυμίες παρά ανάγκες.

Και αυτές τις επιθυμίες υποστήριξαν οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι επιλογές των αυτοκινητοβιομηχανιών που έβγαζαν διαρκώς νέα μοντέλα σε βαθμό που ένα αυτοκίνητο πενταετίας να θεωρείται ξεπερασμένο τεχνολογικά. Τα υλικά και οι ειδικότητες που χρησιμοποιούσε η αυτοκινητοβιομηχανία την έκαναν καθοριστικό κλάδο της οικονομίας. Αυτό είχε συνέπεια να πληγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό μόλις ξέσπασε η κρίση, που έφερε τον περιορισμό της κατανάλωσης και έκλεισε τις στρόφιγγες των δανείων.

Οι περισσότερες κυβερνήσεις, πανικόβλητες, προσπαθούν να στηρίξουν τις αυτοκινητοβιομηχανίες για να περιορίσουν την πιθανή έκρηξη της ανεργίας, αλλά αυτό μπορεί να ενισχύσει τον προστατευτισμό, τον οποίο πολιτικοί και οικονομολόγοι θεωρούν καταστροφικό σε περιόδους οικονομικής κρίσης.

Ηδη έχουν αρχίσει να υιοθετούνται κάποια μέτρα προστατευτικού χαρακτήρα για τις αυτοκινητοβιομηχανίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, γεγονός ανησυχητικό αν πάρει έκταση και τη μορφή «εμπορικού πολέμου». Ενα ενδιαφέρον στοιχείο που έχει να κάνει με τις επιπτώσεις της κρίσης στην αυτοκινητοβιομηχανία αφορά τη στροφή της στην παραγωγή μοντέλων υβριδικών, ηλεκτρικών και πολύ πιο φιλικών στο περιβάλλον, παρά το γεγονός ότι οι τιμές των καυσίμων είναι χαμηλές. Τιμές που σίγουρα θα ξαναπάρουν τον ανήφορο όταν ξεπεραστεί η κρίση.

Είναι ένα ερώτημα το γιατί αυτή η στροφή δεν έγινε νωρίτερα, αλλά πιο ενδιαφέρουσα είναι η απάντηση -αν υπάρχει- στο ερώτημα «ποιοι θα αγοράσουν όλα τα αυτοκίνητα που έχουν παραχθεί και περιμένουν αγοραστές στις μάντρες;».

Ανόητες συγκρίσεις

Συνήθως, ύστερα από μία πλήρη αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ ακούγονται και γράφονται κοινοτοπίες για τις διαφορές του ελληνικού πρωταθλήματος με εκείνες άλλων πρωταθλημάτων. Ιδίως αν πρόκειται για πρωταθλήματα προηγμένων χωρών. Φυσιολογικό δεν είναι τα άλλα πρωταθλήματα, που έχουν καλύτερη οργάνωση, καλύτερη και μεγαλύτερη παράδοση, επενδύουν περισσότερα κεφάλαια και το κράτος δεν ανακατεύεται όπως εδώ, να παρουσιάζουν μεγαλύτερο δείκτη προόδου;

Και επίσης φυσιολογικό δεν θα ήταν να προσπαθήσουμε να μιμηθούμε εκείνα να στοιχεία των άλλων πάνω στα οποία θεμελιώνεται η διαφορά, αντί να επαναλαμβάνουμε κάθε φορά τα αυτονόητα; Δηλαδή, πέρα από την όποια συμπτωματική επιτυχία -που δεν έχει συνέχεια- ελληνικής ομάδας στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, υπάρχει άνθρωπος που να πιστεύει σοβαρά ότι μπορούμε να μειώσουμε κάπως (όχι να φθάσουμε) την απόσταση με τις προηγμένες -ποδοσφαιρικά- ευρωπαϊκές χώρες, αν πρώτα απ' όλα δεν αλλάξουμε νοοτροπία απέναντι στο ίδιο το παιχνίδι;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube