Υπό κανονικές συνθήκες η ήττα του Ολυμπιακού στην Κρήτη από τον Εργοτέλη δεν θα γινόταν θέμα για συζήτηση. Θα ήταν, για να μιμηθώ την αντιστροφή ενός στερεοτύπου, μια «επαγγελματική ήττα». Μια ήττα συντήρησης δυνάμεων, ας πούμε. Για να ξεκουραστούν ποδοσφαιριστές εν όψει κρίσιμων αναμετρήσεων. Αλλά, είπαμε, αυτό θα συνέβαινε υπό κανονικές συνθήκες. Και στο ελληνικό πρωτάθλημα όλοι γνωρίζουμε καλά ότι αυτός ο όρος, «κανονικές συνθήκες», δεν υφίσταται.

Ειδικά τη φετινή χρονιά, κατά την οποία στον Ολυμπιακό άρχισε κάτι να κινείται μέσα σε ένα πλαίσιο ειδικών συνθηκών από την καλοκαιρινή περίοδο των μεταγραφών. Η μεταγραφή του Ντιόγο, η οποία έγινε την τελευταία στιγμή, οι μεταγραφές που δεν έγιναν στις θέσεις που είχε ανάγκη η ομάδα, κάποιες μεταγραφές που ήταν υπερτιμημένες –ας πούμε του Οσκαρ και του Αβραάμ- και δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα, ο «ανταγωνισμός» στο μεταγραφικό μέτωπο με τον ΠΑΟ (με όλα τα λάθη που έγιναν στην περίπτωση Χριστοδουλόπουλου, για παράδειγμα). Μετά ακολούθησε ο μετεωρισμός του Βαλβέρδε και η αμφισβήτησή του ύστερα από τον αποκλεισμό στα παιχνίδια με την Ανόρθωση, μια και αυτός ο αποκλεισμός ήταν ένα πλήγμα στο κύρος της ομάδας, αλλά, παράλληλα, προξένησε πίεση –ιδίως στον προπονητή- λόγω της οικονομικής απώλειας που προκλήθηκε εξαιτίας του αποκλεισμού.

Αργότερα τα πράγματα κάπως έφτιαξαν, αφού η ομάδα μπόρεσε να εκμεταλλευτεί το δύσκολο πρόγραμμα των βασικών ανταγωνιστών της, όπως επίσης και το γεγονός ότι τα φώτα της επικαιρότητας και του ενδιαφέροντος έπεσαν πάνω σε άλλους, την ΑΕΚ και τις προπονητικές ιδιομορφίες του Τεν Κάτε. Ετσι, τα κενά στην ομάδα δεν ήρθαν με ένταση στην επιφάνεια, μια και μεσολάβησε και η πρόκριση στους ομίλους του ΟΥΕΦΑ. Κατά περίπτωση, η απόδοση των Ντιόγο, Γκαλέτι, Ντουντού, Μπελούτσι και Νικοπολίδη έδωσε λάθος εντύπωση για τις δυνατότητες αλλά, πιο πολύ, για τις αντοχές και το βάθος στο ρόστερ αυτής της ομάδας.

Ακολούθως άρχισε να φαίνεται ο αντίκτυπος κάποιων τραυματισμών και της απώλειας του Κοβάσεβιτς, η μη πραγματοποίηση μεταγραφών τον Ιανουάριο, η οποία συνδυάζεται με μία σειρά μέτριων και κακών εμφανίσεων, η ήττα–αποκλεισμός (κατά τη γνώμη μου) από τη Σεντ Ετιέν, μια «συγκεκαλυμμένη» αμφισβήτηση του Βαλβέρδε και η προχθεσινή ήττα, η οποία έχει πλέον αποκαλύψει όλα όσα κρυβόντουσαν με κάποιον τρόπο. Και τώρα ακολουθεί ένα πρόγραμμα, το οποίο ανεβάζει τον βαθμό δυσκολίας του όχι μόνο λόγω της δυναμικότητας των αντιπάλων, αλλά και των αδυναμιών των «ερυθρολεύκων».

Δείχνουν να μην έχουν ως ομάδα τη συνοχή που παρουσίαζαν στο παρελθόν. Μια συνοχή που βασιζόταν περισσότερο στη συγκυρία παρά στον χαρακτήρα της ίδιας της ομάδας. Ο Ολυμπιακός θα πρέπει να αποδείξει σε τρία παιχνίδια που ακολουθούν, με ΠΑΟ, ΠΑΟΚ και Σεντ Ετιέν, ότι έχει τη δύναμη να τα βγάλει πέρα, σώζοντας τη χρονιά και το πρωτάθλημα τουλάχιστον.

Γιατί, αν εξαιρέσει κάποιος το ματς με τους Γάλλους, μία ήττα από τον ΠΑΟ μπορεί να κάνει πολύ κακό στην ψυχολογία παικτών και προπονητή και, επιπλέον, θα μεγαλώσει και την πίεση που θα ασκήσει ο κόσμος. Ετσι όπως δείχνουν ότι είναι τα πράγματα, μία ήττα μπορεί να αποτελέσει το πρώτο ντόμινο που ίσως να οδηγήσει σε κατάρρευση. Βέβαια, η εικόνα της ομάδας και των ελλείψεών της είναι αποτέλεσμα επιλογών. Που έγιναν και ήταν λάθος ή που δεν έγιναν.

Αυτή η χρονιά είναι κακή χρονιά και για μία ακόμη φορά μεταβατική, αν ο στόχος είναι η διάκριση στην Ευρώπη και όχι μόνο το πρωτάθλημα και τα χρήματα των ομίλων του Τσαμπιονς Λιγκ. Διαφορετικά θα έχουμε μια ομάδα που θα εκπαιδεύει τους φίλους της στη μετριότητα και την εσωστρέφεια, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τους δει να ελαττώνονται σιγά σιγά. Οπως και οι απαιτήσεις τους.

Κυβέρνηση του αέρα

Αν υποθέσουμε ότι η εντυπωσιακή απόδραση Παλαιοκώστα συνέβαινε για πρώτη φορά, θα γινότανε βέβαια ντόρος, πιθανόν να την πλήρωναν σωφρονιστικοί υπάλληλοι, αστυνομικοί ή και ο ίδιος ο υπουργός –σε κάποια άλλη χώρα-, αλλά το συμβάν θα είχε και τα καλά του. Θα μας αποκάλυπτε τις τρύπες στο σύστημα ασφαλείας, τις ελλείψεις και τους κινδύνους, και θα μας επέτρεπε να υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση θα έκανε όλες εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν απαραίτητες για να μην ξανασυμβεί το ίδιο.

Ενδεχομένως να χρειάζονταν και νομοθετικές ρυθμίσεις που θα δημιουργούσαν ένα σύγχρονο πλαίσιο αντιμετώπισης συγγενών περιστατικών. Ολα αυτά, βέβαια, θα προϋπέθεταν ότι η κυβέρνηση μπορεί να επινοήσει λύσεις, να κινητοποιήσει, να δώσει κατευθύνσεις και να ελέγξει τη δημόσια διοίκηση. Μια κυβέρνηση μέτριας ικανότητας. Εδώ, όμως, έχουμε ένα γεγονός κραυγαλέο –την ίδια απόδραση- που επαναλαμβάνεται, αποδεικνύοντας πως έχουμε να κάνουμε με κυβέρνηση ανικάνων, που έχει ανεχθεί –αν δεχθούμε ότι δεν έχει προκαλέσει η ίδια- τη διάλυση της κρατικής μηχανής.

Διάολε, πριν από δυόμισι χρόνια η ίδια αυτή κυβέρνηση μετά την πρώτη απόδραση είχε κάνει συσκέψεις, έρευνες και προτάσεις και είχε ανακοινώσει ΜΕΤΡΑ. Τα οποία είτε ήταν μια επικοινωνιακή μπαρούφα είτε δεν προχώρησε η υλοποίησή τους λόγω της ανικανότητας της κυβέρνησης να διοικήσει. Φυσικά, αυτή την ανικανότητα, η οποία προξενεί πλέον θυμηδία, δεν την ανακαλύψαμε τώρα. Με τη δεύτερη απόδραση. Από τον Μάρτιο του 2004, όταν η Ν.Δ. ανέλαβε τη διακυβέρνηση, έχει παρουσιάσει μια πληθώρα σκανδάλων και γεγονότων, τα οποία αποκαλύπτουν το μέγεθος της ανικανότητας.

Χθες το πρωί έβλεπα στη ΝΕΤ τον υφυπουργό Τύπου, τον κ. Γκιουλέκα, να τοποθετείται για το συμβάν και να επαναλαμβάνει αυτό το βλακώδες «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο» και το συγγενές «οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν παραδειγματικά», λες και χρειάζεται διαβεβαίωση για την τιμωρία των υπευθύνων. Μάλιστα, ο νεόκοπος κ. υφυπουργός μάς πληροφόρησε ότι δεν μπορεί να ζητήσει κάποιος ευθύνες από τον υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος βρίσκεται στη θέση του μόλις 20 ημέρες. Ωραία αντίληψη για την πολιτική και την ευθύνη. Συντεχνιακή μέχρι αηδίας και σύγχρονη όσο τα πράγματα στο σεντούκι της γιαγιάς. Η πολιτική της κυβέρνησης στον χώρο ευθύνης του υπουργού Δικαιοσύνης είναι θέμα προσώπου. Προφανώς και στα άλλα υπουργεία.

Και οι προηγούμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης; Α, έχουν πάει να αφήσουν τη σφραγίδα της ανικανότητάς τους και σε άλλα υπουργεία. Αυτή η κυβέρνηση μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι έχει σχέδιο να διαχειριστεί κάτι σοβαρότερο; Οπως η οικονομική κρίση, για παράδειγμα.

Ο πρώτος τίτλος έφυγε

Εξω από οπαδικές προσεγγίσεις, ο ΠΑΟ στο μπάσκετ είναι –ακόμα- μία σκάλα δυναμικότητας πάνω από τον Ολυμπιακό. Δεν είναι μόνο η ποιοτική διαφορά στο έμψυχο υλικό. Είναι και η νοοτροπία του νικητή που έχουν οι «πράσινοι». Μια νοοτροπία που έχει επιβεβαιωθεί τα τελευταία χρόνια από την παρουσία του ΠΑΟ όχι μόνο στο πρωτάθλημα, αλλά ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Στον Ολυμπιακό οι αδελφοί Αγγελόπουλοι ξεκίνησαν μια πολύ σοβαρή προσπάθεια αναγέννησης της ομάδας και έχουν αποδείξει ότι και θέλουν και μπορούν να ξοδέψουν. Μόνο που τα χρήματα δεν αρκούν, αν δεν έχεις συγκεκριμένο σχέδιο και τους κατάλληλους ανθρώπους για να το υλοποιήσουν. Στον ΠΑΟ κινδυνεύουν από τον κορεσμό και την αλαζονεία. Και τα δύο θεραπεύονται, αν διαγνωστούν έγκαιρα και υπάρχει η βούληση.

Εκείνο που θέλει πολλή δουλειά, όμως, είναι η επιμόρφωση των φιλάθλων για τις ιδιομορφίες του παιχνιδιού και ο εξοβελισμός των ηλιθίων που εκτονώνουν την οπαδική καφρίλα τους στις κερκίδες. Αυτό το τελευταίο, όμως, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το θέλουν οι ιδιοκτήτες των ομάδων.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube