Μπήκαν στο γήπεδο με χαμόγελο υπεροχής. Το σκηνικό γνώριμο: 33.000 κόσμος στις εξέδρες, καπνογόνα, βεγγαλικά, παλμός, συνθήματα. Ενιωθαν έτοιμοι για μια ακόμα υπέροχη ευρωπαϊκή βραδιά, ακόμα καλύτερη από τις πρόσφατες με Μπενφίκα και Χέρτα. Γιατί όχι, άλλωστε; Οταν διαλύεις την πρωτοπόρο της Μπουντεσλίγκα και μία εκ των κορυφαίων της Πορτογαλίας, τι να σου πει η 17η του Σαμπιονά;
Τα «γαλλικά» από την εξέδρα είχαν φτιάξει ατμόσφαιρα. Ολα έμοιαζαν τέλεια, όπως και το γκολ του Τοροσίδη στο ξεκίνημα. Εντάξει, ήταν λίγο οφσάιντ, αλλά λιγότερο από ένα μέτρο, άρα μπορεί να μετρήσει μια χαρά, όπως μετράνε τα αντίστοιχα στην Ελλάδα.
Ο μισός πόντος υπέρ του μαθητή και το μισό μέτρο υπέρ του πρωταθλητή. Ξαφνικά, όμως, ένα σφύριγμα ακούστηκε σαν πυροβολισμός από πριονισμένη κοντόκαννη: «Οφσάιντ». Κοίταξαν δίπλα τους, ψάχνοντας για ένα Γερμανάκο, έναν Κασναφέρη, λίγο πιο δίπλα για ένα Σπάθα, λίγο πιο ψηλά για έναν Ψυχομάνη, ακόμα πιο ψηλά για έναν Γκαγκάτση. Δεν ήταν κανείς τους εκεί, δεν βρέθηκε κανείς στο μεγάλο ραντεβού με την ευρωπαϊκή ιστορία.
Και μετά ήρθε το χαλάζι. Ο πολυτάλαντος ακραίος μπακ θέλει να πείσει τον πρόεδρο, τον προπονητή και τον κόσμο ότι αξίζει να μείνει για πολλά χρόνια στην ομάδα, διότι αυτός και μόνο αυτός έχει την εμπειρία, την τεχνική, τη θέληση, τα «καρύδια» να ντριμπλάρει έξω από την περιοχή της ομάδας. 0-1. Κανένα σφύριγμα για επιθετικό φάουλ, για οφσάιντ, για βήματα ή 3 δευτερόλεπτα. «Δεν βαριέσαι, φάγαμε ένα, θα βάλουμε τρία-τέσσερα και θα είμαστε όλοι χαρούμενοι στο τέλος».
Μόνο που η «Χαρά αγνοείται». Οπως και το γκολ –όχι, όμως, για τους φιλοξενούμενους, οι οποίοι είπαν «ένα ίσον κανένα, ας βάλουμε δύο να έχουμε και στα κρύα». Σαστιμάρα. Απογοήτευση. «Δηλαδή, τώρα που φάγαμε δύο θα πρέπει να βάλουμε 4-5; Πότε θα προλάβουμε;». Αποφάσισαν να επιστρατεύσουν πατροπαράδοτες ελληνικές πρακτικές σίγουρης επιτυχίας και αιώνιου θριάμβου: ο παντοτινός αρχηγός έκανε αυτό που κάνει εδώ και τόσα χρόνια στην Ελλάδα, με ποσοστό ευστοχίας καλύτερο κι από Γιουγκοσλάβου σε βολές: έπεσε, καπάκωσε την μπάλα με τα χέρια κι ετοιμάστηκε να εκτελέσει το φάουλ. «Φάουλ. Επιασες την μπάλα με τα χέρια».
Μον ντιέ, γίνονται τέτοια πράγματα στο απόρθητο κάστρο; Το αλάνι από την Αργεντινή άρχισε να κοιτάει τους αντιπάλους με βλέμμα υποτιμητικό, με το κεφάλι ελαφρώς ανασηκωμένο, μια και λόγω ύψους δεν μπορούσε να τους κοιτάξει αφ' υψηλού, και να φτύνει οργισμένος ύστερα από κάθε αποτυχημένη προσπάθεια. Το «διαμάντι» από τη Βραζιλία έπεσε μόλις ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του και ετοιμάστηκε να βάλει την μπάλα με τα χεράκια του στην άσπρη βούλα. «Θέατρο. Βούτηξες. Μην το ξανακάνεις». Ατιμε Βαρούχα, χάλασες την πιάτσα μ' αυτά που είπες στην αρχή της χρονιάς.
Ξαφνικά, το πνεύμα του Παπουτσέλη κατέλαβε το αγέρωχο κορμί του Πορτογάλου ρέφερι. «Πέναλτι, κύριοι, διότι μπορεί το μαρκάρισμα να έγινε εκτός, αλλά μιλάμε τουλάχιστον για παρατεταμένη ανατροπή και λίγα λέμε». 1-2 και πάμε γερά να το γυρίσουμε, να το κάνουμε τουλάχιστον 2-2, με ένα γκολάκι σε μια εβδομάδα πάμε Μιλάνο να μάθουμε στον Κακά λίγη μπάλα.
Με Οσκαρ και Νταρμπισάιρ, τις δυο «μεταγραφές του χειμώνα» –ο ένας εσωτερική κι ο άλλος εξωτερική, όπως το ΚΚΕ παλιά– μη σου πω ότι το κάνουμε και 3-2 και πάμε Γαλλία για ένα απλό και τίμιο «Χ». Αλλά, για μισό λεπτό, τι κάνει ο Γκομίς; Πού πάει μόνος κι ανενόχλητος; Γιατί η άμυνα τον παρακολουθεί με ενδιαφέρον; Ποιος τον άφησε να κάνει το 1-3;
Δεν πειράζει, η μπάλα είναι στρογγυλή, έχουμε ακόμα ένα ημίχρονο, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία –κι ο Πασχάλης θα μας θάψει όλους. Πάμε γερά για την ανατροπή. Κι αν δεν έρθει, ο Παναγιώτης Φασούλας να είναι καλά, που θα φωταγωγήσει τον Πειραιά σε λίγους μήνες. Διότι «τον Μάη θα είναι ωραία, με την «κούπα» για παρέα». Καληνύχτα.