Όσοι δεν προλάβατε το πρώτο μέρος κάντε κλικ εδώ.
Part 2-Πόρτα στον εξώστη
«Κοιτάζει επίμονα τον τόπο του μακελειού… προσεύχεται ο ήλιος να μην ανατείλει ποτέ για να μην χρειαστεί να ζήσει ακόμα μια ημέρα «μεταμφιεσμένος». Θέλει όμως να διώξει αυτές τις σκέψεις και ψάχνει το κουράγιο να προχωρήσει παρακάτω…»
Στριφογύρισε στο κρεβάτι του. Είχαν περάσει αρκετά λεπτά και δεν τον είχε ενοχλήσει κανένας. Ούτε καν το εκνευριστικό κουδούνισμα του τηλεφώνου, αν και για τον ήχο δεν ευθυνόταν η συσκευή αλλά ο ίδιος, που ενώ είχε τόσες επιλογές για ειδοποίησης κλήσης, από τις 4 εποχές του Vivaldi, έως το παρόμοιας φιλοσοφίας, «αχ μελισσούλα μελισσάκι» του Μπίγαλη ,εκείνος διατηρούσε το καταραμένο ντριν ντριν. Κάθε φορά που το άκουγε πίστευε ότι ένα κοριτσάκι με ποδήλατο ερχόταν καταπάνω του. Το έβλεπε την τελευταία στιγμή, δεν μπορούσε να το αποφύγει και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Το βάζο με τη μαρμελάδα που βρισκόταν στο καλαθάκι του ποδηλάτου, προσγειωνόταν στο πουκάμισο του, που αποκτούσε μια ωραία γεύση, σπιτικού βύσσινου…
…Σηκώθηκε από το δρόμο, νοιώθοντας ένα φρικτό πόνο στον αγκώνα. Σε εκείνο το σημείο δέσποζε μια τεράστια γρατζουνιά. Τρομοκρατήθηκε πιστεύοντας ότι έχει γεμίσει αίματα, ήταν πιο λιγόψυχος και από ένα ποντίκι που αντιμετωπίζει μια γάτα Περσίας. Απεχθανόταν το αίμα. Για την ακρίβεια, απεχθανόταν το δικό του αίμα, ενώ με αυτό που έβλεπε να προέρχεται από τα τραύματα άλλων, δεν είχε κανένα πρόβλημα, ισα ισα που το διασκέδαζε λιγάκι. Γύρισε προς το κοριτσάκι που ενώ είχε πέσει στο δρόμο, το μπλε φορεματάκι του δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα. Την κοίταξε λίγο καλύτερα και διαπίστωσε ότι το κοριτσάκι δεν ήταν και τόσο κοριτσάκι … ήταν μια έτοιμη γυναίκα αν και δεν πρέπει να ήταν πάνω από 17 χρόνων.
Ο φιόγκος στα μαλλιά της παρέμενε στη θέση του και έτσι όλα έδειχναν ότι το μόνο θύμα σε εκείνη τη μοιραία σύγκρουση ήταν το πουκάμισο του, που είχε γεμίσει βύσσινο. Η ασφάλεια δεν κάλυπτέ τα λερωμένα πουκάμισα και ήταν κάτι τέτοιες στιγμές που τον έκαναν να θυμώνει με τις ασφαλιστικές εταιρίες. Κοίταξε τριγύρω στην απέραντη ερημιά, δεξιά και αριστερά από τον επαρχιακό δρόμο. Τεράστιες οροσειρές απλώνονταν γύρω του, ενώ ένας ξεραμένος θάμνος πήγαινε πέρα δώθε παραδομένος στις ορέξεις του αέρα. Που σκατά βρισκόταν; Που πήγαινε η κοπέλα και πως είχε βρεθεί εκεί; Στον ορίζοντα δεν φαινόταν κανένα σημάδι πολιτισμού, και αυτό τον έκανε λίγο ανήσυχό. «Λες η κοπελίτσα να είναι μέλος συμμορίας;» σκέφτηκε. Και αν ήθελε το πορτοφόλι του, τι θα έκανε θα τη χτύπαγε; όχι δεν μπορούσε! «Με λένε Νάταλι» είπε η κοπελίτσα που τίναξε τη σκόνη πάνω από το κοντό φορεματάκι που φορούσε.
Παραδόξως η φωνή της ήταν πολύ γλυκιά, αλλά δεν θα τον αποπροσανατόλιζε. Όταν θα του γύρναγε την πλάτη θα την κλοτσούσε και θα το έβαζε στα πόδια. Σιγά μην την άφηνε να του κλέψει το πορτοφόλι. Όμως η Νάταλι είχε πάνω της κάτι το σαγηνευτικό, μπορούσε πια να το διακρίνει καθαρά διώχνοντας τις φοβίες και τους άσκοπους προβληματισμούς του. Ίσως ήταν το κοντό της φόρεμα, ίσως το φουσκωμένο της μπούστο, ίσως πάλι το γεγονός ότι η τελευταία του σχέση χρονολογούνταν από την εποχή του σεισμού της Αθήνας το 1999, όταν και εκμεταλλεύτηκε τη διακοπή ρεύματος σε ένα ασανσέρ προσφέροντας παρηγοριά στην γοητευτική ζωντοχήρα του τέταρτου ορόφου.
Ο μικρός πειρασμός του έπιασε διστακτικά το χέρι και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Εσείς κύριε δεν μου είπατε το όνομα σας;» τον ρώτησε με φωνή πιο γλυκιά από όλα τα σουφλέ σοκολάτας του κόσμου μαζί, και αφού η σιωπή μεταξύ τους είχε γίνει παρόμοια με αυτή ζευγαριού που θέλει να χωρίσει αλλά δεν ξέρει πως. «Πρώτον δεν είμαι κύριος και δεύτερον μπορείς να με φωνάζεις όπως θες» της είπε… και ενώ θα μπορούσε να ολοκληρώσει την πρόταση του σε εκείνο ακριβώς το σημείο… (αλλά φυσικά δεν το έκανε) χαμήλωσε το κεφάλι και με ψιθυριστή φωνή συμπλήρωσε «είμαι το σκυλάκι σου». Αυτή η τελευταία φράση ακούστηκε πολύ καλύτερη στο κεφάλι του πριν την πει, παρά όταν βγήκε από το στόμα του. Παρόλα αυτά η Νάταλι του έσφιξε ακόμη πιο δυνατά το χέρι, σε μια κίνηση που έδειχνε ότι αποδεχόταν με ευχαρίστηση το ρόλο του αφεντικού στην περιήγηση τους.
Η θερμοκρασία του σώματος του συνέχιζε να ανεβαίνει ξεπερνώντας τους σαράντα βαθμούς της περιοχής, και η μάχη μέσα του με σκοπό να καταπνίξει τον αχαλίνωτο πόθο που ένιωθε για τη Νάταλι μαινόταν με αμείωτη ένταση. Ήξερε ότι η διαφορά ηλικίας ήταν μεγάλη και υπήρχε και το ενδεχόμενο να μην την ξανάβλεπε ποτέ. Όπως επίσης ήξερε ότι αν ξαφνικά εμφανιζόταν κάποιος αστυνομικός και τον ρωτούσε αν αυτή είναι η κόρη του, θα ήταν δύσκολο να αποφύγει τις κατηγορίες περί παιδεραστίας. Συνέχισαν να περπατάνε πιασμένοι χέρι χέρι χωρίς να λένε κουβέντα. Η μέρα έφτανε προς το τέλος της και ο ήλιος ετοιμαζόταν να κρυφτεί πίσω από τα βουνά.
Το βαθύ πορτοκαλί του ουρανού σε αυτή την περίπτωση, στη μέση του πουθενά δηλαδή, θα έπρεπε να δείχνει τρομακτικό μιας και η νύχτα ήταν κοντά, κι όμως η παρουσία του ξανθού αγγέλου το έκανε ρομαντικό ενώ με την βοήθεια του Μπάρι Γουάιτ ίσως να γινόταν και σέξι. Με ένα στερεοφωνικό και μερικά κεριά όλα του τα προβλήματα λύνονταν μονομιάς. Και μόνο η σκέψη ότι θα έμενε μόνος στο σκοτάδι μαζί της έστελνε τσιμπήματα σε όλο του το κορμί. Θα μπορούσε άραγε να ανταποκριθεί αν ερχόταν η ώρα που λαχταρούσε; Όπως στις περισσότερες φορές στη ζωή, όταν κάνεις σχέδια κάποια υποχθόνια δύναμη βάζει ένα μικρό δυναμιτάκι και καταστρέφει τα θεμέλια, έτσι έγινε και εκείνο το βράδυ.
Την ώρα που ετοιμαζόταν να απαγγείλει ποίηση για να φτιάξει ατμόσφαιρα, από κάπου μακριά ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Φημιζόταν για την ψυχραιμία του στις δύσκολες καταστάσεις και έκανε αυτό που κάνει καλύτερα. Ανέβηκε πάνω στο κλαδί του διπλανού δέντρου, πιπιλώντας το δάχτυλο του.
«Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξει κανένας όσο είσαι μαζί μου» είπε η Νάταλι με σιγουριά που ξεχείλιζε . «Δεν φοβάμαι απλά προσπαθώ να διαπιστώσω από που ακούστηκε η έκρηξη» ήταν το επιχείρημα του που δεν άργησε να καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. «Αυτό δεν εξηγεί γιατί φώναξες «Μαμά βοήθεια» αλλά τέλος πάντων. Έλα ατρόμητε συνοδοιπόρε μου κατέβα από το δέντρο να φύγουμε». Σε εκείνο το σημείο κατάλαβε ότι οι όποιες πονηρές σκέψεις είχε κάνει θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν από τη στιγμή που είχε πέσει στα μάτια της.
Προχώρησαν προς το σημείο από όπου είχε προέλθει η έκρηξη. «Είσαι σίγουρη ότι αυτή είναι η πιο σωστή κίνηση που μπορούμε να κάνουμε» της είπε. «Λοιπόν, άκουσε με. Μέχρι στιγμής σου φαίνεται τίποτα από όλα αυτά φυσιολογικό;» του είπε.
«Να σου πω την αλήθεια δεν έχω ιδέα πως βρέθηκα εδώ…»
«Ωραία, τότε άσε με να πάρω τις αποφάσεις»
Είχε νυχτώσει πλέον για τα καλά και πλησιάζοντας στο σημείο της έκρηξης διέκρινε ένα φως. Ένα φως που προερχόταν από ένα μισογκρεμισμένο κτίριο. Ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχε εκεί από πριν, γιατί όταν ήταν μέρα ακόμα, δεν είχε διακρίνει κανένα κτίριο σε απόσταση χιλιομέτρων.
Προχωρούσαν με ταχύ βήμα και έβλεπε το φως όλο και πιο κοντά. Ήταν σπίτι, ή κάποιο εγκαταλειμμένο φαστ φουντάδικο σαν αυτά στις ταινίες τρόμου δεύτερης διαλογής που παρακολουθούσε μανιωδώς. «Το παιχνίδι είναι πλέον στα χέρια της. Πρέπει να αποκαλύψει το ρόλο της. Είναι η είσοδος του χορού στη σκηνή το αποκορύφωμα της τραγωδίας που θα ακολουθήσει» σκέφτηκε ενώ είχε πάρει ένα πομπώδες ύφος. Τελικά κατέβασε το κεφάλι και μονολόγησε «Γιατί σκέφτομαι βλακείες τόση ώρα; ».
Είχε καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε μπροστά του, ένα βενζινάδικο. Η λάμπα τρεμόπαιζε στην είσοδο αλλά δεν είδε πουθενά κάποιον πελάτη ή έστω τον ιδιοκτήτη να κάθεται στην καρεκλίτσα και να μασάει ένα στάχυ. Η μυρωδιά της βενζίνης ήταν αποπνικτική και σκέφτηκε ότι αν άναβε τσιγάρο τώρα, μάλλον θα ήταν και το τελευταίο του. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να κόψεις το κάπνισμα.
Ήταν ή ώρα της Νάταλι. Άφησε το χέρι του και προχώρησε μπροστά. Το κοντό της φόρεμα παρέμενε ατσαλάκωτο σαν να είχε σιδερωθεί μόλις. Σήκωσε το χέρι της και του έδειξε την πόρτα. «Από εκεί θα μπεις. Όλα ξεκινάνε τώρα. Μια συμβουλή μόνο… μείνε μακριά από τον άντρα με την μεταλλική βαλίτσα» του είπε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. «Περίμενε..δεν καταλαβαίνω..που πρέπει να πάω; Και ποιός είναι αυτός με τη μεταλλική βαλίτσα;». «Θα τα καταλάβεις όλα σιγά σιγά… Φεύγω..μην προσπαθήσεις να με ακολουθήσεις, δεν υπάρχει τίποτα για σένα εδώ. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να περάσεις την πόρτα». Γύρισε και έφυγε από την μεριά που είχαν έρθει. Προσπάθησε να μιλήσει αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Κάτι του έλεγε ότι αυτή δεν ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τη Νάταλι.
Πλησίασε προς την πόρτα διστακτικά. Το γνωστό αίσθημα του κρύου ιδρώτα στο κορμί του επανήλθε. Περιεργάστηκε για λίγο την τεράστια ξύλινη πόρτα. Ήταν αφύσικα ψηλή και φαινόταν φρεσκολουστραρισμένη, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο κτίριο που έδειχνε εγκαταλελειμμένο για κάμποσα χρόνια. Γύρισε το πόμολο. Καμία αντίδραση από την εσωτερική πλευρά.
Άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά και μπήκε μέσα… Αυτό που είδε δεν ήταν ακριβώς ότι περίμενε, όπως μια τερατόμορφη μέδουσα, ή ο διάβολος ο ίδιος, ή τέλος πάντων ένας δολοφόνος με ηλεκτρική οδοντόβουρτσα. Στην άκρη του δωματίου ήταν ένας άντρας με γυρισμένη την πλάτη. Στηριζόταν στο δεξί του γόνατο και κοίταγε κάτω από ένα μπαλκόνι. Πλησίασε και του φάνηκε ότι ο άνδρας κάτι κρατούσε στα χέρια του. Ήταν όσο πιο αθόρυβός μπορούσε. Ήταν σίγουρος πια, ο άνδρας κρατούσε όπλο και κάτι σημάδευε. Κοίταξε διατακτικά κάτω από το μπαλκόνι αφού η παρουσία του δεν φαινόταν να ενοχλεί ιδιαίτερα τον άνδρα. Του φάνηκε σαν μια αίθουσα πανεπιστημίου. Ησυχία υπήρχε στο ακροατήριο που κοιτούσε έντονα τον ομιλητή που κάτι του θύμιζε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Την ησυχία διέκοπτε ένα συνεχές ψιθυριστό «oh my god» που προερχόταν από μια πιτσιρίκα που καθόταν στις μεσαίες σειρές. Ο Άντρας σήκωσε το όπλο και σημάδεψε τον ομιλητή. «Έχω Φυτά έχω και χώμα» είπε μια φωνή στο κεφάλι του την ώρα που ο ελεύθερος σκοπευτής έφερνε το δάχτυλο του στη σκανδάλη…
Συνεχίζεται…
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com