Για μία ακόμα Κυριακή στο προσκήνιο των συζητήσεων για την αγωνιστική που πέρασε βρίσκεται η διαιτησία. Για μία ακόμα Κυριακή πρωταγωνιστές αναγορεύονται εκείνοι που δεν θα έπρεπε να είναι. Με τη βοήθεια φυσικά της τηλεόρασης. Που, όπως συμβαίνει σχεδόν με όλα εκείνα με τα οποία καταπιάνεται, μεγιστοποιεί το συμβάν –ή μέρος εκείνου που αναδεικνύει η κάμερα ως συμβάν– σε βαθμό υπερβολής.
Αυτό που πολλοί δεν έχουν κατανοήσει ακόμα είναι ότι η τηλεόραση δείχνει μόλις μία πλευρά ενός συμβάντος. Και συνήθως δείχνει την πλευρά που επιλέγει εκείνος που χειρίζεται την κάμερα, που επιλέγει την εικόνα, που την επεξεργάζεται για να την παρουσιάσει. Είναι τυχαίο άραγε ότι με τόσα διαφορετικά replay σε μία συγκεκριμένη φάση οι γνώμες διαφέρουν; Είναι δεδομένο ότι ο τρόπος με τον οποίο χειριζόμαστε την τηλεόραση για την ανάδειξη των αμφισβητούμενων φάσεων μεγαλώνει την πίεση στους διαιτητές.
Η ενότητα των αμφισβητούμενων φάσεων είναι ένα δικαστήριο που μοιράζει ποινές. Με δικαστές, μάλιστα, διαιτητές οι οποίοι, όσο σφύριζαν, έκαναν τα ίδια και χειρότερα. Και η διαδικασία αυτή δεν βοηθάει ούτε τους διαιτητές ούτε τους φιλάθλους. Κανείς δεν γίνεται καλύτερος και κανένας δεν γίνεται σοφότερος. Οι διαιτητές γίνονται περισσότερο ευθυνόφοβοι και οι φίλαθλοι–οπαδοί περισσότερο καχύποπτοι. Ενα διαιτητικό λάθος που σχολιάζεται τηλεοπτικά σχεδόν ποτέ δεν προσεγγίζεται ως ανθρώπινο λάθος, αλλά ως λάθος σκοπιμότητας.
Ετσι, οι διαιτητές ακόμα και πριν αγωνιστούν θεωρούνται ένοχοι μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Ενα ακόμα χαρακτηριστικό της αντιμετώπισης που έχουμε απέναντι στη διαιτησία έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η ύπαρξη της «παράγκας» έχει δηλητηριάσει τα πάντα. Και προσφέρει ένα άλλοθι, ανεξάρτητα από την εικόνα ενός παιχνιδιού. Η ήττα έχει ως πρώτη δικαιολογία τη διαιτησία.
Μα καλά, θα αναρωτηθεί κάποιος, η ελληνική διαιτησία είναι καλή και τη «σκοτώνει» η τηλεόραση; Οχι, κάθε άλλο. Οι Ελληνες διαιτητές –ακόμα και στη σπάνια περίπτωση που έχουν δυνατότητες- δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των παιχνιδιών. Αν δεν είναι κακοί, που είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό, γίνονται ευθυνόφοβοι και προτιμούν να σφυρίζουν έτσι που να ευνοηθεί ο ισχυρότερος.
Μου θυμίζουν τους δημοσιογράφους που αυτολογοκρίνονται, επειδή γνωρίζουν πως κάτι που θα πουν ή θα γράψουν μπορεί να ενοχλήσει τον ιδιοκτήτη του Μέσου στο οποίο εργάζονται. Κανείς μέχρι τώρα δημόσια δεν έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για το ζήτημα που αφορά την εκπαίδευση, την επιλογή και την αξιολόγηση των διαιτητών. Γιατί όταν έχεις διαιτητές που δεν μπορούν, όποιο σύστημα επιλογής και αξιολόγησης και να διαλέξεις, δεν θα βελτιώσεις τα πράγματα. Κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ανοίξει τη συζήτηση για τα προσόντα των διαιτητών.
Λες και αυτό το στοιχείο είναι δευτερεύον και επουσιώδες. Και η συζήτηση που γίνεται για τα πρόσωπα -συγκεκριμένα για το πρόσωπο του αρχιδιαιτητή- είναι τελείως αποπροσανατολιστική. Δείχνει ότι εκείνοι που έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν λύσεις (και εννοώ τους δύο μεγάλους του ελληνικού ποδοσφαίρου) δεν έχουν καμία πρόθεση να αλλάξουν το σύστημα που υπάρχει.
Εκείνο που θέλουν είναι να διασφαλίσουν τον έλεγχό τους πάνω στο σύστημα διαιτησίας με τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντά τους. Ακόμα και το γεγονός που φαίνεται να έχουν αποδεχθεί όλοι, ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία Ολυμπιακού και ΠΑΟ στο πρόσωπο του αρχιδιαιτητή τίποτε δεν θα αλλάξει, ουσιαστικά μετατρέπει τους δύο μεγάλους σε μέρος του προβλήματος.
Η συνήθης ρήση «δεν θέλω να με ευνοούν, αλλά να μη με αδικούν» δείχνει ότι εκείνο που ενδιαφέρει αυτόν που τη λέει είναι η «δική του δικαιοσύνη». Αλλιώς, θα προέβαλλε την ανάγκη της δικαιοσύνης για όλους και θα έκανε προτάσεις για να διασφαλιστεί κάτι τέτοιο. Γίνεται εδώ κάτι τέτοιο; Οχι, φυσικά. Γιατί, άραγε; Μήπως γιατί κανείς δεν θέλει το 50-50 όταν είναι ενάντια στα συμφέροντά του;
Αλλαγή ή face lifting;
Οταν η οικονομική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ πήρε παγκόσμια έκταση και έγινε εμφανές το μέγεθος και το βάθος της, δεν ήταν λίγες οι φωνές που έκαναν λόγο για την αλλαγή της αρχιτεκτονικής του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Και όχι μόνον αυτό. Μίλησαν και για έναν «ηθικό καπιταλισμό» (όσο και αν κάτι τέτοιο ο γράφων το θεωρεί ακραία αντίφαση) που θα περιορίζει τις ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος, λες και ο καπιταλισμός μπορεί να δεχτεί περιορισμούς στο κέρδος.
Μέχρι τώρα καμία προσέγγιση δεν έχει γίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Και δεν πιστεύω ότι θα γίνει. Ο πρώτος τρόπος που, με μπροστάρη τον Γκόρντον Μπράουν (φωτό), βρήκαν οι κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν την κρίση ήταν να δώσουν δισεκατομμύρια στις τράπεζες –που δημιούργησαν την κρίση– για να διασώσουν τα κέρδη τους και «όσα περισσέψουν» να τα ρίξουν στην αγορά. Τώρα φαίνεται ότι αυτός ο τρόπος δεν ήταν καθόλου αποτελεσματικός, αλλά οι τράπεζες ήταν και πάλι ωφελημένες.
Η ειρωνεία είναι ότι από τη στιγμή που κάθε νοικοκυριό περιορίζει τις δαπάνες του λόγω της κρίσης, δεν είναι δυνατό να περιμένει κάποιος από τις τράπεζες να ξοδέψουν. Μετά τη χωρίς φειδώ χορήγηση κεφαλαίων στις τράπεζες, τώρα οι κυβερνήσεις συνεχίζουν με τη χορήγηση εκατομμυρίων στις επιχειρήσεις, οι οποίες δεχόμενες τις ενισχύσεις πρέπει να περιορίσουν το κόστος λειτουργίας τους. Δηλαδή να κάνουν απολύσεις ή να υιοθετήσουν ελαστικές μορφές απασχόλησης και να περιορίσουν το μισθολογικό κόστος για να αφήσουν περιθώριο για κέρδη (π.χ. εβδομάδα 4 ημερών ή περικοπές αποδοχών των εργαζομένων).
Κατά μία σατανική σύμπτωση, πολλές από τις προτάσεις αυτές συζητούνταν και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, αποδεικνύοντας ότι στο στόχαστρο βρίσκονται οι εργαζόμενοι. Εκείνο που προέχει είναι η προστασία εκείνων που κέρδιζαν τα πολλά και η διατήρηση, έστω και με ένα face lifting, του ίδιου συστήματος. Οταν η οικονομία πήγαινε καλά, οι αυξήσεις στους μισθούς ήταν ανεπιθύμητες και οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να δουλεύουν 65 ώρες την εβδομάδα. Και τώρα πρέπει να περικοπούν οι δαπάνες σε Παιδεία, Υγεία και Κοινωνική Προστασία. Η πλειονότητα των κυβερνήσεων έχει επιλέξει πλευρά. Και δεν είναι η δική μας. Δεν είναι καιρός να επιλέξουμε και εμείς;
Φροντίδα για τους μικρούς
Στη νέα συμφωνία πώλησης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων που υπέγραψαν οι αγγλικές ομάδες για την τριετία 2010-13 προβλέπεται μία αύξηση περίπου 4% του συνολικού ποσού που θα πάρουν οι ομάδες σε σχέση με την προηγούμενη συμφωνία. Το συνολικό ποσό θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, αν δεν είχε μεσολαβήσει και η υποτίμηση της στερλίνας. Υπάρχουν, όμως, κάποια επιμέρους σημεία της συμφωνίας που θα άξιζε να τα δούμε κάπως προσεκτικότερα, γιατί δείχνουν τον τρόπο και τη φιλοσοφία με την οποία προσεγγίζουν οι Αγγλοι το παιχνίδι.
Το ένα έχει να κάνει με την αύξηση του ποσού ενίσχυσης που δίδεται στις ομάδες που υποβιβάζονται από την Πρέμιερσιπ. Το άλλο έχει να κάνει με το ποσό που –με συμφωνία και των 20 ομάδων της Πρέμιερσιπ- δίδεται για την ενίσχυση των ποδοσφαιρικών ακαδημιών και των αθλητικών σχολείων. Συνολικά εκεί κατευθύνεται το 10% της συνολικής συμφωνίας. Αν, δηλαδή, το ποσό για την επόμενη τριετία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, φτάσει τα 2,7 δισ., το 10% φτάνει τα 270 εκατ. ευρώ. Επενδύσεις για να παραχθούν οι αυριανοί Τζέραρντ, Γκιγκς και Λαμπάρντ, δηλαδή. Εκεί. Εδώ;