Η ερμηνεία των νέων συμβολαίων του Πετρόπουλου, του Σιμάο και του Βύντρα μπορεί να είναι ρομαντική: «Επιβραβεύονται αυτοί που ''ματώνουν'' για τη φανέλα». Μπορεί να είναι καθαρά οικονομοτεχνική: «Επαιρναν λίγα, υπάρχουν μεγάλες διαφορές με άλλα συμβόλαια μέσα στην ομάδα, για να μην έρθει η στιγμή που θα στραβομουτσουνιάσουν, ας τους κάνουμε λίγο πιο χαρούμενους».
Μπορεί να είναι και ρεαλιστική: «Είναι καλή μαγιά για να χτίσεις πάνω τους δυο Ελληνες κι ένας Μοζαμβικανός, που τον έχουμε από μικρό παιδί και μπορεί να γίνει πιο Ελληνας κι απ' τον Ντανιέλ Μπατίστα». Η βασική ερμηνεία, όμως, για μένα είναι η αλλαγή σκέψης και ποδοσφαιρικής «πολιτικής».
Τα παλιότερα χρόνια τα τμήματα υποδομής της Παιανίας έβγαλαν ένα σωρό παίκτες που έφτασαν μέχρι την πρώτη ομάδα, τις ευρωπαϊκές διακρίσεις, κάποιοι μέχρι το Euro 2004. Πέραν του ότι αυτή η φουρνιά απαξιώθηκε, λιθοβολήθηκε, λοιδορήθηκε, της κόλλησαν τη ρετσινιά του λούζερ ή του κωλόπαιδου, η ουσία είναι πως ο Παναθηναϊκός ευτύχησε να δουλέψει πάνω σε ταλαντούχους παίκτες που δεν του στοίχισαν τίποτα, αλλά του πρόσφεραν πολλά.
Αν είχαν έρθει διαφορετικά τα πράγματα, θα του είχαν δώσει πολλά περισσότερα και σε αγωνιστικό επίπεδο και σε χρήματα από μεταγραφές που δεν έγιναν ποτέ, διότι σχεδόν όλοι έφυγαν ως ελεύθεροι -και ζοχαδιασμένοι. Για κάποιο λόγο η τελευταία παραγωγή του «Παιανία Μπαξές» ήταν ο Σωτήρης Νίνης. Και τέλος. Ούτε Μπουτζίκο είδαμε ούτε ο Πλιάγκας, ο Γκάντσεφ, ο Οξύζογλου ή κάποιος άλλος κατάφεραν να γίνουν ο «νέος Μπασινάς, Καραγκούνης, Κυργιάκος». Τι κάνεις σ' αυτή την περίπτωση; Το προφανές: αγοράζεις.
Είτε «ξηλώνεσαι» κανονικά για να φέρεις ένα Ζιλμπέρτο Σίλβα είτε ρισκάρεις ανακαλύπτοντας ένα Σιμάο Μάτε Τζούνιορ, ελπίζοντας να σου βγει. Στην πρώτη περίπτωση πολλά τα λεφτά, μεγάλο και το ρίσκο - βλέπε Φλάβιο και Μπίσκαν. Στη δεύτερη μικρή η επένδυση, μικρό και το ρίσκο -και να μη σου βγει, δεν έγινε και τίποτα. Ο Παναθηναϊκός, λοιπόν, της Παιανίας, που δεν βγάζει πια παίκτες ικανούς να στελεχώσουν την πρώτη ομάδα, απέκτησε μικρούς σε ηλικία και εξελίξιμους με προοπτικές και τους έδωσε την ευκαιρία να ανθίσουν ποδοσφαιρικά, παίζοντας με τους «μεγάλους».
Ο αρκετά καλός πέρυσι Σιμάο έγινε φέτος ο πολυτιμότερος και πιο σταθερός παίκτης της ομάδας, επειδή βλέπει και μαθαίνει από τον Ζιλμπέρτο Σίλβα. Ο αρκετά καλός Πετρόπουλος, είτε στο Αιγάλεω είτε στον εξάμηνο δανεισμό του στον ΟΦΗ, κόντεψε να χαθεί μεταξύ δανεισμού και λησμονιάς γωνία.
Σκεφτείτε απλώς πως αν ο Ροντρίγκο Σόουζα είχε βάλει τρία γκολ παραπάνω, ο Πετρόπουλος πιθανότατα θα πήγαινε δανεικός πάλι τον Γενάρη. Ισως και αγύριστος. Εμεινε όμως, βάζει γκολ και δίνει βαθμούς, ακόμα κι αν δεν έχει ένα σημείο αναφοράς, έναν καταξιωμένο επιθετικό στην ομάδα που να του κοπιάρει μερικές κινήσεις. Οσο για τον Λουκά Βύντρα, η ερμηνεία της δικής του καλής χρονιάς δεν είναι ούτε μεταφυσική ούτε οφείλεται σε θαύμα της Παναγίας της Κανάλας.
Απλώς επανήλθε στη φυσική του θέση, αυτή που έπαιζε στον Πανηλειακό, όπου τον είδαν και τον ξεχώρισαν οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού πριν πουληθεί ο Γιούρκας και δημιουργηθεί η ανάγκη -επικοινωνιακή και αγωνιστική- να γίνει ο Λουκάς «ο νέος Γιούρκας».
Στον Παναθηναϊκό αποφάσισαν να μαγειρέψουν πριν ξαναπεινάσουν. Αν έχεις έναν επιθετικό που μπορεί να σου βάζει αρκετά γκολ στη χρονιά, δεν χρειάζεται να ρισκάρεις με κανέναν τύπου Σόουζα -αν θέλεις να κάνεις την υπέρβαση με κάποιον τύπου Ολιβέιρα, αυτό είναι άλλη υπόθεση. Αν έχεις τον Σιμάο, δεν χρειάζεται να ξηλώνεσαι για κανέναν Ζιλμπέρτο -μπορείς να σπρώξεις το «χαρτί» για άλλη θέση, όπου έχεις μεγαλύτερη ανάγκη από παίκτη-μαγνήτη με πλούσιο βιογραφικό.
Για να γίνει πράξη αυτό που ευαγγελίστηκαν οι μέτοχοι το καλοκαίρι κι όχι σκέτα λόγια: μια ομάδα στην οποία θα γίνονται τα καλοκαίρια 1-2 μεταγραφές ποιότητας, που θα μπορούν πραγματικά να κάνουν τη διαφορά κι όχι χτίσιμο φτου κι απ' την αρχή.