Προαναγγέλλουν άραγε σοβαρά, καλά μαντάτα για την εθνική Αργεντινής οι νίκες στα φιλικά παιχνίδια και οι καλές εμφανίσεις με αντιπάλους όπως η Γαλλία; Ζητείται μάντης Κάλχας για να απαντήσει. Το μόνο βέβαιο είναι πως η Αργεντινή του Μαραντόνα ξεκίνησε ορεξάτη -τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Του προπονητή Μαραντόνα.
Τι είδους προπονητή; Κατά συνθήκην; Εκκολαπτόμενου; Αρχάριου; Υποτιθέμενου; Διαλέξτε όποιο «συνοδευτικό» θέλετε, ούτως ή άλλως όλα στο μέλλον θα κριθούν. Επ' ευκαιρία του 2-0 στο «Βελοντρόμ», ας επιτραπεί απλώς στον γράφοντα να εκφράσει -έστω και με κάποια καθυστέρηση- ορισμένες σκέψεις για τη νέα ιδιότητα του Ντιέγκο. Ιδιότητα την οποία οι περισσότεροι αναλυτές σχολίασαν με δυσπιστία και ολίγο σαρκασμό.
Ο σαρκασμός μπορεί να ήταν και απόρροια εμπάθειας –τύποι σαν τον Μαραντόνα αναπόφευκτα έχουν λάτρεις, αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Τη δυσπιστία και την επιφυλακτικότητα, όμως, ουδείς μπορεί να τις χαρακτηρίσει αδικαιολόγητες. Κι ας αναλαμβάνει να καλύψει -αν αυτό είναι εφικτό- το έλλειμμα εμπειρίας και τεχνικών γνώσεων του Ντιέγκο ο Κάρλος Μπιλάρδο, προπονητής της ομάδας στο Μουντιάλ του 1986.
Είναι προφανές ότι προπονητή –και μάλιστα για τέτοιο, κορυφαίο επίπεδο– δεν σε κάνουν δύο βραχύβιες θητείες στους πάγκους της Ντεπορτίβο Μαντιγιού και της Ρασίνγκ Κλουμπ, στα μέσα της δεκαετίας του '90. Ούτε στερείται ορθότητας το χιλιοειπωμένο συμπέρασμα: συχνά γίνονται σπουδαίοι προπονητές άνθρωποι που υπήρξαν μέτριοι ή και ασήμαντοι παίκτες και, επίσης συχνά, αποτυγχάνουν τέως σπουδαίοι ποδοσφαιριστές. Ακριβέστερα: σπουδαίοι αθλητές, εν γένει, διότι η προαναφερθείσα επισήμανση έχει καθολική ισχύ στον κόσμο των σπορ.
Ειδάλλως, στο μεν ποδόσφαιρο ο Κίγκαν κι ο Πασαρέλα θα είχαν διαπρέψει ως προπονητές, στο δε μπάσκετ ο Σεργκέι Μπέλοφ θα ήταν ως τεχνικός φαινόμενο και ο Ομπράντοβιτς μέτριος.
Τι αντιτίθεται σε όλα αυτά, εκτός από την αρωγή εκ μέρους του Μπιλάρδο; Η προσδοκία ότι, δεν μπορεί, θα επενεργήσει ευεργετικά η αύρα του «ιερότερου τέρατος» που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης-ποδόσφαιρο στο πρόσωπο αυτού του αμαρτωλού…
Αλλά και η όποια θετική ενέργεια «φωλιάζει» στην –σχεδόν αυθάδη– αυτοπεποίθηση του ίδιου του Ντιέγκο: «Είμαι δεκαετίες στο ποδόσφαιρο κι αυτό φτάνει». Θα φθάσει; Αβέβαιο. Προς το παρόν, εμάς μας φθάνει και μας περισσεύει μια επιβεβαίωση: ο Μαραντόνα παραμένει... Μαραντόνα! Δεν μπορεί να «κάτσει στ’ αβγά του», ούτε να ζήσει μακριά από το ποδόσφαιρο. Ως στοιχείο που δρα, όχι σαν απλός «θρύλος του παρελθόντος».
Αν ήθελε, θα ήταν εδώ και πολλά χρόνια καθισμένος στην καρέκλα του υπουργού Αθλητισμού της Αργεντινής. Μπορούσε να αρκεστεί στα χρήματα χορηγών και διαφημιζομένων, στο «παρα-ποδοσφαιρικό» εμπόριο στο οποίο, ούτως ή άλλως, έχει αναμιχθεί. Αλήθεια, ποιος αναμάρτητος θα ρίξει την πρώτη πέτρα γι’ αυτό;
Ο Μαραντόνα θα μπορούσε να επαναπαυτεί –όπως ο Πελέ– στη σιγουριά, στην ηρεμία, στις δάφνες του. Να παραμένει στην επικαιρότητα ως παράγοντας, θαμώνας δεξιώσεων και διεθνών συναντήσεων -άντε και ως σοφός συμβουλάτορας που θα «πουλούσε» νουθεσίες... καλής αγωγής προς τους νέους: «Κοιτάξτε να μάθετε από τα λάθη μου με την κοκαΐνη», κ.λπ. Αντί όλων αυτών (των εύκολων), ο Ντιέγκο ρισκάρει.
Γνωρίζει ότι αφθονούν ανά τον κόσμο όσοι περιμένουν χαιρέκακα να αποτύχει, ώστε να παρουσιάσουν αυτή την εξέλιξη ως κλιμάκωση μιας πορείας διαρκούς κατάπτωσης. Λες και κρίνονται αναλόγως οι υπόλοιποι, ουκ ολίγοι, παλιοί σπουδαίοι παίκτες που δεν κατορθώνουν να μεγαλουργήσουν ως προπονητές! Και μόνο γι’ αυτό το ρίσκο, ο Ντιέγκο αξίζει –και πάλι– τον σεβασμό μας.
Είναι παντελώς αδιάφορο αν το κίνητρο έχει να κάνει περισσότερο με «φλόγα», με εγωισμό, με ματαιοδοξία, με πείσμα: ούτως ή άλλως όλα τούτα ήσαν ανέκαθεν «μαραντονικά» στοιχεία. Το βέβαιο είναι ότι η «εξάρτηση» του Ντιέγκο από το ποδόσφαιρο δείχνει ισχυρότατη. Χωρίς στενή επαφή με την μπάλα ο Ντιέγκο αδυνατεί να ξορκίσει τους δαίμονές του. Είπαμε: παραμένει Μαραντόνα.
Κάποτε ο Ντιέγκο γινόταν «μαύρο πρόβατο» δυσαρεστώντας τύπους σαν τον Χαβελάνζε ή τον Κανιέδο της Televisa. Το σημερινό του ρίσκο υπό μία έννοια είναι μεγαλύτερο, διότι τώρα τα βάζει πρωτίστως με έναν άυλο εχθρό: τον νόμο των πιθανοτήτων, που δεν είναι με το μέρος του. Προφανώς ο Ντιέγκο πιστεύει ότι η μόνη χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δίνεις. Μεγάλη μαγκιά, ως στάση ζωής. Και ασυγκρίτως πιο διδακτική, από όσο θα ήταν χίλιες «καθωσπρέπει» διαλέξεις για τις αυτοκαταστροφικές περιπέτειές του...