Θέλω να ξεκαθαρίσω προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης ότι θεωρώ τη νίκη του ΠΑΟΚ επί του Ολυμπιακού ένα σπουδαίο αποτέλεσμα για τον «Δικέφαλο του Βορρά» -έστω κι αν το αναιμικό 1-0 είναι σκορ που αφήνει ανοιχτή τη ρεβάνς. Ο ΠΑΟΚ νίκησε τον Ολυμπιακό, που στην Ελλάδα είχε να χάσει από τα τέλη Οκτώβρη (ήττα από τον Αρη). Στην Τούμπα δεν νικούσε τον Ολυμπιακό εδώ και κάτι χρόνια.

Mπορεί ο Ολυμπιακός να έπαιζε με τους αναπληρωματικούς επιθετικούς του, αλλά είχε κι αυτός τις ελλείψεις του. Επίσης, μετά τους αποκλεισμούς του Ντιόγο και των υπολοίπων ο ΠΑΟΚ είχε χρεωθεί και το βάρος του φαβορί και η διαχείριση μιας τέτοιας ευθύνης στην Ελλάδα είναι δύσκολη υπόθεση. Ο ΠΑΟΚ τα κατάφερε και μπράβο του. Η ερώτηση όμως είναι αν υπάρχει περίπτωση να κερδίσει ποτέ κάτι το σημαντικό όσο παίζει το ποδόσφαιρο του Φερνάντο Σάντος.

Τα τελευταία χρόνια κανείς ξένος προπονητής δεν έχει συνδεθεί τόσο πολύ με την Ελλάδα όσο ο Σάντος. Από το 2002 που πρωτοήρθε στην Ελλάδα μέχρι σήμερα έχει πέντε χρόνια παρουσίας: ουσιαστικά μόλις μία χρονιά έμεινε μακριά μας. Σε αυτά τα πέντε χρόνια έχει να επιδείξει τουλάχιστον δύο επιτυχημένες χρονιές: αναφέρομαι στις δύο σεζόν-πρεμιέρες του στην ΑΕΚ.

Το 2002 έχασε το πρωτάθλημα στην ισοβαθμία και το 2004-05 έφτασε πολύ κοντά στο να κατακτήσει το πιο απίθανο πρωτάθλημα όλων των εποχών, πάλι με την «Ενωση», που το είχε ξεκινήσει με σύνθεση ανάγκης. Φέτος στον ΠΑΟΚ η χρονιά του κρίνεται απολύτως επιτυχημένη και θα γίνει ιστορική αν ο ΠΑΟΚ πάρει το Κύπελλο ή αν βγει στο Τσάμπιονς Λιγκ. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να απαιτεί θαύματα.

Αποδοχή

Φέτος νομίζω ότι ο Σάντος απολαμβάνει ένα είδος καθολικής αποδοχής. Το χέρι του στον ΠΑΟΚ φαίνεται, καθώς δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη διακρίνει ότι ο «Δικέφαλος του Βορρά» έχει ταυτότητα ομάδας, αποτέλεσμα που είναι δουλειά προπονητή. Επίσης όλοι αναγνωρίζουν στον Πορτογάλο ότι με την εργατικότητά του αλλάζει τη νοοτροπία στον ΠΑΟΚ απαιτώντας σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Ολοι βλέπουν πόσο αρμονικά συνεργάζεται με τον Θοδωρή Ζαγοράκη αλλά και με τον Ζήση Βρύζα: το επίπεδο της συνεργασίας τους κάποιοι το ζηλεύουν.

Ολοι συμφωνούν ότι ο Πορτογάλος έχει κάνει χίλια καλά στον σύλλογο κι όμως την ίδια στιγμή όλοι δεν κρύβουν το πόσο βαριούνται με το ποδόσφαιρο που παίζει ο ΠΑΟΚ! Μιλάω κυρίως για τους ουδέτερους, διότι οι οπαδοί του ΠΑΟΚ, ζώντας κάθε Κυριακή με την προσμονή της νίκης, δεν έχουν απαιτήσεις θεάματος. Ο ΠΑΟΚ έρχεται από πολλές περιπέτειες και το γεγονός ότι στο καθημερινό λεξιλόγιο της ομάδας έχουν μπει έννοιες όπως «σοβαρότητα», «υπευθυνότητα», «συνοχή», «προσοχή» αποτελεί βήμα μπροστά.

Ομως όλα αυτά δεν κάνουν τα παιχνίδια του «Δικεφάλου του Βορρά» ελκυστικά -ίσα ίσα. Την περασμένη Κυριακή π.χ. τον αγώνα με τον Εργοτέλη ήταν σχεδόν αδύνατο να τον παρακολουθήσεις. Φάσεις δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα και στο τέλος δικαίως ο Καραγεωργίου και οι παίκτες του αναρωτιόνταν πώς κατάφεραν να χάσουν. Αυτό το ακούω ολοένα και πιο συχνά φέτος. Λες και δεν κερδίζει ο ΠΑΟΚ, αλλά χάνουν πάντα οι υπόλοιποι.

Στρυφνό

Είναι στρυφνό το παιχνίδι του Πορτογάλου; Είναι. Οι πλάγιοι μπακ σπανίως παίρνουν πρωτοβουλίες, οι κόφτες παίζουν σχεδόν αποκλειστικά για να προστατεύουν την άμυνα, οι επιθετικοί πρέπει να γυρνάνε κι ο κόσμος πρέπει να έχει υπομονή περιμένοντας τις στημένες φάσεις, που είναι πάντα καλοδουλεμένες, αλλά από τη φύση τους ελάχιστα θεαματικές.

Η ερώτηση είναι γιατί συμβαίνει αυτό και η απάντηση είναι διότι ο Πορτογάλος κατάλαβε γρήγορα ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει η παραμικρή απαίτηση θεάματος: το ποδόσφαιρο του Σάντος είναι το δικό μας ποδόσφαιρο, ένα ποδόσφαιρο βασισμένο στην ανάγκη για νίκες, απλοϊκό, κουραστικό, ανυπόφορα σοβαρό και ατελείωτα ψυχωμένο.

Είναι το ποδόσφαιρο που καταλαβαίνουν οι Ελληνες οπαδοί, υμνούν οι ρεπόρτερ (όχι τυχαία, ο Σάντος τα 'χει καλά με όλους τους) και χαίρονται οι παίκτες, που δεν γουστάρουν ρίσκα, σχηματοποιήσεις, επιθετικά πλάνα και σχέδια. Το γιατί αυτό το ποδόσφαιρο στο τέλος δεν το χειροκροτούμε είναι μάλλον δικό μας πρόβλημα -όχι του Σάντος.

Οπαδοί

Μπορεί μια ομάδα παίζοντας έτσι να κερδίσει κάτι σημαντικό; Προσωπικά πολύ αμφιβάλλω, όμως στην Ελλάδα σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι το μυστικό της επιτυχίας δεν είναι το ποδόσφαιρο και οι όποιες τακτικές εφαρμογές του, αλλά άλλα πράγματα. Νομίζω ότι αυτό το πιστεύει κι ο Σάντος, ο πιο Ελληνας απ' όλους τους προπονητές που δουλεύουν αυτή τη στιγμή εδώ.

Ο Σάντος είναι ρεαλιστής. Σε ένα ποδόσφαιρο που όλοι παίζουν για να μη χάσουν (γνωρίζοντας ότι τα τελευταία χρόνια έτσι κι αλλιώς ένας κερδίζει), κάνει την ανάγνωση της πραγματικότητας μπούσουλα δουλειάς: νομίζω ότι κάποτε θα τα καταφέρει να φτιάξει μια ομάδα που θα τελειώσει το πρωτάθλημα αήττητη και τρίτη, με την καλύτερη άμυνα και τη χειρότερη επίθεση. Αυτό νομίζω θα είναι και το αριστούργημά του. Θα έχει φτιάξει μια ομάδα της οποίας οι οπαδοί θα μπορούν να κυκλοφορούν με το κεφάλι ψηλά χωρίς να την έχουν δει να κερδίζει τίποτα.

Σύνθετη

Ελπίζω αυτή η ομάδα να μην είναι ο ΠΑΟΚ. Γιατί ο ΠΑΟΚ στις παραδόσεις του ελληνικού ποδοσφαίρου εκπροσωπούσε πάντοτε άλλες αξίες. Ηταν η ομάδα που στη μέρα της σου έριχνε πέντε γκολ, που την έδρα της την έτρεμαν επειδή ήξεραν ότι από κει μπορεί να φύγεις γνωρίζοντας συντριβές, ήταν η ομάδα που οι καλοί παίκτες της έπαιζαν πάντοτε περισσότερο για την εξέδρα και λιγότερο για τους βαθμούς.

Καταλαβαίνω ότι ο ΠΑΟΚ βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο και πρέπει να ξαναθυμηθεί πώς είναι να κερδίζεις. Είναι επίσης πρόοδος το ότι έχει σοβαρέψει. Ομως ο Σάντος δύσκολα θα τον ξανακάνει ΠΑΟΚ. Αν φέτος τον διαχειρίζεται όπως π.χ. την πρώτη ΑΕΚ του Ντέμη, είναι γιατί αμφιβάλλω πολύ αν ακόμα τον καταλαβαίνει. Στο φινάλε το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι εύκολο να το καταλάβεις. Ο ΠΑΟΚ είναι πιο σύνθετη ιστορία.

Το rotation

Εκανε rotation ο Βαλβέρδε στην Τούμπα; Φυσικά και έκανε. Ομως θα 'λεγα ότι πιο πολύ κι απ' το rotation ο Ισπανός κόουτς είχε στο μυαλό του το πώς θα προστατεύσει τον Ντιόγο και καλά έκανε. Οι υπόλοιπες αλλαγές ήταν περίπου αναμενόμενες και δεν προκάλεσαν έκπληξη. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Από τους βασικούς του Ολυμπιακού δεν αγωνίστηκαν στην Τούμπα πέντε, δηλαδή ο Αντζας, ο Ντομί, ο Λέτο, ο Γκαλέτι και ο Ντιόγο. Στη θέση του Αντζα έπαιξε ο Ζεβλάκοφ –δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό κι αν η αλλαγή στην ενδεκάδα ήταν μόνο αυτή δεν θα τη συζητούσαμε καν.

Στη θέση του Λέτο έπαιξε ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς –πριν από λίγο καιρό έλεγαν όλοι ότι ο Ολυμπιακός έστρωσε όταν στη θέση του ατίθασου Λέτο επέστρεψε ο αρχηγός. Ο Γκαλέτι είχε δηλώσει ότι δεν μπορεί να αγωνιστεί και ο Ντομί δεν παίζει ποτέ τρία ματς σε οκτώ μέρες επειδή είναι λίγο «γυάλινος» και παθαίνει θλάσεις. Ποιος απομένει; Ο Ντιόγο.

Ο Ντιόγο μού λένε όλοι ότι ήθελε να παίξει –δεν αμφιβάλλω καθόλου, αφού το αίμα του βράζει και όπως όλοι οι πιτσιρικάδες γουστάρει το τζέρτζελο. Ομως καλό είναι όποιος έχει λίγη λογική να προλαβαίνει τα χειρότερα κι ο προπονητής στην προκειμένη περίπτωση αυτό έκανε. Ο κίνδυνος δεν ήταν να τραυματιστεί ο Ντιόγο από κάποιο δολοφονικό μαρκάρισμα του Πάμπλο Γκαρσία, με τον οποίο υπάρχει βεντέτα –αυτά δύσκολα γίνονται. Ηταν πιο πιθανό να πάρει μέρος σε κάποια κοκορομαχία, ν' αρπάξει μια κόκκινη από τον Κάκο και να παρακολουθήσει δυο–τρία ματς από την εξέδρα.

Θα μου πεις, θα πάθαινε τίποτα ο Ολυμπιακός αν δεν είχε τον Ντιόγο με τον Πανθρακικό; Θα πάθαινε πιστεύω το χειρότερο: θα κυκλοφορούσε αμέσως η είδηση ότι ο χαρισματικός αυτός παίκτης, που πληρώθηκε 9 εκατομμύρια ευρώ, δεν κατάφερε να ελέγξει τα νεύρα του και αποβλήθηκε σε ένα ματς στο οποίο το γήπεδο έβραζε. Εναν παίκτη τόσο ακριβό τον προστατεύεις: για την ακρίβεια, προστατεύεις κυρίως την αξία του και δεν αφήνεις να δημιουργούνται εντυπώσεις που αύριο θα είναι σε βάρος της αξίας του.

Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει κι αν ο Ντιόγο καθόταν στον πάγκο ή έμπαινε στο ματς ως αλλαγή. Σε ένα γήπεδο που βράζει, το πιο εύκολο για τον Βραζιλιάνο θα ήταν να τσιμπήσει, να απαντήσει, να αντιδράσει. Εμεινε σπίτι και ξεκουράστηκε. Και στη ρεβάνς μπορεί να κάνει ένα ματς που θα ανεβάσει κι άλλο την αξία του…

Σούπερ Καζαμπλάνκα

Ξέρω όλα όσα ειπώθηκαν χθες στη Σούπερ Λίγκα στην πρώτη παρουσία του νέου προέδρου της ΕΠΟ, Σοφοκλή Πιλάβιου. Ξέρω τη συζήτηση για τον Ψυχομάνη, τις τοποθετήσεις του Σκόρδα, τα όσα είπε δηκτικά ο Κοντοβαζαινίτης για τη διαιτησία και την ΕΠΟ, ακόμα και το πόσο με έβριζε ο Γιάννης Κομπότης, ο φίλος μου -ας μην ανησυχεί, εγώ δεν έχω κανέναν πατέρα με διάθεση να τον πάρει τηλέφωνο και να τον βάλει να κάνει κωλοτούμπες, όπως ο Τεν Κάτε.

Αλλά δεν γράφω τίποτα γιατί δάκρυσα από συγκίνηση όταν μου είπαν ότι ο Νίκος Πατέρας και ο Σωκράτης Κόκκαλης έφυγαν αγκαζέ υπό το βλέμμα καμιά εικοσαριά φουσκωτών που τους συνόδευαν. Οπως είπε παρευρισκόμενος σινεφίλ βλέποντας τη σκηνή: «I think this is the beginning of a beautiful friendship»...

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube