Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο ποδόσφαιρο και ειδικά στην οικονομική αυτοτέλεια των ευρωπαϊκών ομάδων και τη διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στους οικονομικά ισχυρούς και τους αδύναμους είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα την ΟΥΕΦΑ. Κάπως αργά, βέβαια, είναι η αλήθεια, η ΟΥΕΦΑ αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο ζήτημα με τη σοβαρότητα που του αξίζει.
Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, που γίνονται σιγά σιγά ορατές και στο ποδόσφαιρο, και ο κίνδυνος να πάρουν μεγάλη έκταση, με απροσδιόριστες ακόμη συνέπειες, ανάγκασαν την ευρωπαϊκή συνομοσπονδία να φέρει το ζήτημα για συζήτηση στο συμβούλιο στρατηγικής που έχει συστήσει. Στις 9 Μαρτίου, βέβαια. Τότε αναμένεται να συζητηθεί –όχι ακριβώς έγκαιρα– η νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε με τις εξαγορές των αγγλικών ομάδων από ξένους επενδυτές και οι οικονομικές συνέπειες που έχει για τις ομάδες.
Επίσης, είναι πολύ πιθανό να συζητηθούν το ενδεχόμενο της επιβολής πλαφόν στα χρήματα που μπορεί κάποιος να ξοδέψει στις μεταγραφές και μια πρόταση που έχει υποβάλει δημόσια εδώ και αρκετό καιρό ο Καρλ-Χάιντς Ρουμενίγκε, ως πρόεδρος της ένωσης των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών συλλόγων, για την υιοθέτηση του σάλαρι καπ στις αμοιβές των ποδοσφαιριστών.
Στην ίδια συνεδρίαση αναμένεται να συζητηθούν προτάσεις για την αναμόρφωση του σχεδίου αδειοδότησης, του γνωστού licensing system, έτσι ώστε οι ομάδες να προστατευθούν ακόμα περισσότερο από την οικονομική κρίση.
Φυσικά, η ΟΥΕΦΑ δεν θα μπορούσε να προβλέψει την οικονομική κρίση και τις πιθανές επιπτώσεις της στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, αλλά το ζήτημα της συνεχούς διεύρυνσης της ανισότητας ανάμεσα στους οικονομικά ισχυρούς και τους αδύναμους, όπως και το ζήτημα του σάλαρι καπ (που έχει τεθεί και επίσημα από τη βρετανική προεδρία της Ε.Ε., τον Δεκέμβριο του 2005), θα μπορούσαν να είχαν συζητηθεί πολύ νωρίτερα και να είχαν παρθεί και αποφάσεις. Θα υπήρχε έτσι ο αναγκαίος χρόνος για τις ομάδες ώστε να προσαρμοστούν στις νέες αποφάσεις της ΟΥΕΦΑ, που θα έπρεπε να είναι δεσμευτικές.
Μία από τις περίεργες επιπτώσεις της κρίσης έχει να κάνει με τα χρήματα που ξοδεύτηκαν για τις μεταγραφές την περίοδο του Ιανουαρίου. Ο τζίρος είχε εκτιμηθεί ότι θα ήταν ο χαμηλότερος των τελευταίων χρόνων –και έτσι συνέβη–, με την εξαίρεση της Αγγλίας και της Πρέμιερσιπ. Με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν μέχρι και την Παρασκευή 30/1/09, ο τζίρος της Πρέμιερσιπ ήταν μεγαλύτερος σε σχέση με τον περσινό κατά 1,1 εκατομμύριο στερλίνες, φτάνοντας τα 144 εκατομμύρια!
Το γεγονός αυτό, που ανέτρεψε τις προβλέψεις σχεδόν όλων όσοι ασχολούνται με τα οικονομικά του ποδοσφαίρου, οφείλεται στα χρήματα που ξόδεψαν η Μάντσεστερ Σίτι των Αράβων (43 εκατομμύρια στερλίνες) και η Τότεναμ (32 εκατομμύρια στερλίνες).
Γενικά, ο μεταγραφικός τζίρος και στις δύο περιόδους των μεταγραφών οφειλόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στις κινήσεις που έκαναν οι ομάδες της «μεγάλης τετράδας» (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ, Αρσεναλ και Τσέλσι) και οι ομάδες εκείνες που ήθελαν να δυναμώσουν για να διεκδικήσουν μία από τις θέσεις που οδηγούν στα χρήματα του Τσάμπιονς Λιγκ. Την τελευταία τριετία, σταθερά, η Τότεναμ ξοδεύει αρκετά χρήματα για να μπει σφήνα στους «τέσσερις», χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τώρα.
Το περίεργο του φαινομένου έχει να κάνει με το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι αγγλικές ομάδες παρουσιάζουν ζημίες, ενώ τα χρέη της «ομάδας των τεσσάρων» μόνο ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρώ. Βέβαια, υπάρχουν τα μεγάλα έσοδα από τη συμφωνία πώλησης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, αλλά δεν είναι τόσα πολλά τα χρήματα ώστε να δικαιολογούν αυτά τα έξοδα. Η Μάντσεστερ Σίτι, θα παρατηρήσει κανείς, έχει από πίσω της το γεμάτο πορτοφόλι των Αράβων και μπορεί να ξοδεύει. Ναι. Οπως μπορούσε κάποτε και η Τσέλσι. Τώρα όμως;
Η κυριαρχία της καφρίλας
Δεν αντέχω να βλέπω επεισόδια σε αγωνιστικούς χώρους. Ούτε στην τηλεόραση. Τα θεωρώ παραλογισμό. Που γίνεται με φόντο πανό με συνθήματα κατά της βίας. Είναι παράλογο να πηγαίνεις να παρακολουθήσεις ένα παιχνίδι, το οποίο σου αρέσει προφανώς, και να αντιμετωπίζεις τον κίνδυνο να καταλήξεις στο νοσοκομείο. Γιατί; Επειδή μια εκπαιδευμένη και περιφερόμενη καφρίλα θεωρεί τους αγωνιστικούς χώρους αρένα αναμέτρησης ηλιθίων, που συμπτωματικά και μόνο στέκονται όρθιοι και περπατούν στα δύο πόδια. Αυτή, λοιπόν, η λεγεώνα των ηλιθίων, που δεν έχει χρώμα –παρά τα όσα κάποιοι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε– δεν αγαπάει τα σπορ, τα παιχνίδια. Αγαπάει τη βία, την οποία θεωρεί δικό της παιχνίδι. Που μπορεί να διεξάγεται σε όλα τα γήπεδα, όλων των σπορ. Και πρόκειται για μια σύγκρουση που επαναλαμβάνεται γιατί κανείς δεν τιμωρείται. Το αντίθετο, μάλιστα.
Οι ίδιοι οι παράγοντες των ομάδων προστατεύουν τους δικούς τους «σωματοφύλακες» και τους επιβραβεύουν. Μόνο στα ευρωπαϊκά παιχνίδια των ποδοσφαιρικών ομάδων η λεγεώνα των ηλιθίων βάζει το όπλο παρά πόδα. Γιατί; Διότι η διοργανώτρια ΟΥΕΦΑ δεν έχει καμία σχέση ούτε με την ελληνική πολιτεία, που ανά δύο χρόνια φτιάχνει αθλητικούς νόμους και καταπολεμά τη βία, ούτε Υπουργείο Αθλητισμού, που σφυράει κλέφτικα όταν δεν βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, ούτε Σούπερ Λίγκα του κ. Πηλαδάκη, που κάθε χρόνο δίνει ρεσιτάλ αδιαφορίας και ανικανότητας.
Η ΟΥΕΦΑ τιμωρεί. Και τιμωρεί εκεί που πονάει. Εκεί που οι ομάδες καταλαβαίνουν. Στην τσέπη. Εδώ τα πρόστιμα της Σούπερ Λίγκας στο τέλος τα μοιράζονται οι ομάδες που τα πληρώνουν. «Μα δεν μπορούν οι ομάδες να είναι υπεύθυνες για τα επεισόδια που κάνουν οι λίγοι ηλίθιοι». Ναι, δεν φταίνε. Υποθέτω ότι αυτό το επιχείρημα ίσχυε και παλιότερα, όταν οι ηλίθιοι έκαναν τα επεισόδια και οι ομάδες πλήρωναν πρόστιμα. Μέχρι που τα επεισόδια στα ευρωπαϊκά παιχνίδια κόπηκαν μαχαίρι. Επειδή οι ομάδες πίεσαν εκείνους που τα έκαναν, διότι τους γνώριζαν. Πέρυσι η Εβερτον τιμώρησε ένα φίλαθλό της με διά βίου απαγόρευση εισόδου στο «Γκούντισον Παρκ» επειδή πέταξε έναν αναπτήρα. Πόσα ανάλογα περιστατικά έχουμε εδώ, κύριε Πηλαδάκη; Την περιφερόμενη λεγεώνα των ηλιθίων μπορούν να τη σταματήσουν, εφόσον το θέλουν. Πολιτεία και ομάδες. Αλλά μόνο αν το θέλουν. Το θέλουν, όμως;
Η πινακοθήκη των άχρηστων
Είναι αξιοπερίεργο. Και θα πονοκεφαλιάσει οπωσδήποτε τον ιστορικό του μέλλοντος. Για το πώς αυτή η χώρα μπόρεσε να τα βγάλει πέρα από το 2004 και μετά με αυτή την απίστευτη συγκέντρωση ανικανότητας στην κυβέρνηση. Οχι ότι οι προηγούμενοι ήταν πολύ περισσότερο ικανοί... Απλώς έκρυβαν καλύτερα τις ανεπάρκειές τους. Αυτή η κυβέρνηση από τον Μάρτιο του 2004 διακρίνεται σε ένα μόνο πράγμα. Ή μάλλον σε δύο. Την ανεπαρκή διακυβέρνηση, που συνοδεύεται από την απουσία πολιτικών προτάσεων και, φυσικά, τη σταθερή παραγωγή σκανδάλων. Ο πολυδιαφημισμένος ανασχηματισμός, που έγινε για τις δημοσκοπήσεις, έφερε στην επιφάνεια ένα ακόμα ανεκμετάλλευτο κεφάλαιο πολιτικής ανεπάρκειας, που ανέλαβε τον τομέα της δημόσιας τάξης. Για τον άλλο «άσο», που βρίσκεται στο Υπουργείο Γεωργικής Ανάπτυξης, γνωρίζαμε. Και τώρα μαθαίνουμε –όσοι δεν το είχαμε υποψιαστεί– και την αντίληψη που έχει για τη Δημοκρατία αυτή η κυβέρνηση. Που θέλει να ισχύσει ένας εκλογικός νόμος που κλέβει 50 έδρες από τα υπόλοιπα κόμματα. Τι άλλο ακόμα μας επιφυλάσσει αυτή η πινακοθήκη των άχρηστων;