Aλήθεια, ύστερα από πόσο καιρό έχουμε να δούμε καλό ποδόσφαιρο σε ντέρμπι; Και γιατί τώρα; Αυτό σκεφτόμουν μετά το κυριακάτικο παιχνίδι στο ΟΑΚΑ, που είχε όλα όσα ζητεί κανείς από ένα καλό παιχνίδι. Δύναμη, φάσεις, ατμόσφαιρα. Κι ευτυχώς, δεν είχε τίποτε επεισόδια (η καφρίλα είχε μετακομίσει στην Πάτρα) ή κάποιο πέναλτι που δεν δόθηκε –ή δόθηκε χωρίς να είναι– για να συζητούμε για τη διαιτησία σήμερα.

Συμπέρασμα κάπως αυθαίρετο, μπορεί να παρατηρήσει κάποιος. Οταν οι αποφάσεις του διαιτητή δεν βρίσκονται στο πρώτο πλάνο, συζητούμε για μπάλα. Τις οπαδικές κραυγές περί διαιτησίας τις παρακάμπτω. Ο οπαδός, ο οποίος αναζητεί ενόχους για την ήττα του πάντα στη διαιτησία –ιδίως όταν δεν υπάρχει λόγος–, επειδή δεν έχει την παιδεία και τη γενναιότητα να αποδεχθεί την ανωτερότητα του αντιπάλου, κάνει ζημιά στο παιχνίδι. Και δεν αξίζει να κουβεντιάζουμε γι’ αυτόν και τα συμπλέγματά του. Γιατί όμως είδαμε ένα καλό παιχνίδι, ιδιαίτερα στο πρώτο ημίχρονο; Νομίζω πως ιδιαίτερη σημασία έπαιξε το γεγονός της βαθμολογικής εικόνας των ομάδων. Ο Ολυμπιακός –πριν από το παιχνίδι–βρισκόταν μπροστά από τον δεύτερο έντεκα βαθμούς, την ώρα που έχουμε περάσει τα 2/3 του πρωταθλήματος. Εχει πολύ καλούς ποδοσφαιριστές από τη μέση και μπροστά, ενώ το γήπεδό του είναι έδρα.

Οι «ερυθρόλευκοι» συνεπώς δεν είχαν καμία πίεση η οποία να τους περιορίζει σε ό,τι αφορά την ποιότητα του θεάματος και την ελευθερία του παιχνιδιού. Ανάλογες επισημάνσεις μπορεί να κάνει κάποιος και για την πλευρά της ΑΕΚ. Εχει χάσει τη μάχη για το πρωτάθλημα (άρα δεν υπάρχει η βαθμολογική πίεση του πρωταθλητισμού), η διοικητική της κατάσταση είναι –για να το πω κομψά– ανησυχητική και το αγωνιστικό υλικό της έχει πολλές ανεπάρκειες, τις οποίες όλοι μπορούν να δουν. Κανείς δεν θα κατηγορούσε τον «Δικέφαλο», αν έχανε, μια και φέτος και ειδικά αυτή τη στιγμή η διαφορά δυναμικότητας και ποιότητας με τον Ολυμπιακό είναι φανερή. Πέραν τούτων, οι «κιτρινόμαυροι» το πάλεψαν το παιχνίδι όσο μπορούσαν. Τίμια συμπεριφορά που ο κόσμος της ομάδας την εκτιμά. Οπως εκτιμά τους πραγματικά μεγάλους ποδοσφαιριστές.

Το χειροκρότημα στον Κοβάσεβιτς ήταν ένα σπάνιο και εξαίρετο δείγμα ποδοσφαιρικής παιδείας, το οποίο τόσο λείπει από τα ελληνικά γήπεδα. Οπως ο κόσμος εκτιμά και την προσπάθεια που έχει αναλάβει ο Μπάγεβιτς να μεταμορφώσει ένα «ναυάγιο» σε ομάδα, παρ' όλες τις δυσκολίες που έχει. Προπονητής που χτίζει τις ομάδες του πάνω στη δύναμη των άκρων, προσπαθεί στην ΑΕΚ να αναπληρώσει αυτή την τρανταχτή ανεπάρκεια, βγάζοντας λαγούς από το καπέλο του κάθε φορά. Αλλά είναι μικρό το καπέλο. Πόσους λαγούς να βγάλει; Ο Μπάγεβιτς έχει μία δυσκολία περισσότερη από κάθε άλλον προπονητή.

Να βρει τον καλύτερο συνδυασμό ενδεκάδας από τους ποδοσφαιριστές που έχει και παράλληλα να ξεχωρίσει την ομάδα των παικτών που θα πρέπει ή που μπορεί να αφήσουν την ομάδα το καλοκαίρι. Τουλάχιστον, σύμφωνα με όσα του έχουν πει οι άνθρωποι της διοίκησης μέχρι τώρα. Στην άλλη πλευρά, το «ασυνήθιστο» ήταν πως οι «ερυθρόλευκοι» μπήκαν στο ματς όπως θα έπρεπε να μπουν οι αντίπαλοί τους. Δυνατά και με την πρόθεση να το «καθαρίσουν» γρήγορα. Εκείνο που με ενόχλησε ήταν ότι στο δεύτερο ημίχρονο οι «ερυθρόλευκοι» υποχώρησαν, έπαιξαν κλειστά, με αποτέλεσμα το παιχνίδι από τα άκρα να πάει στον άξονα, εκεί που η ΑΕΚ υπερτερούσε αριθμητικά, με συνέπεια να πέσει και η ποιότητα και το θέαμα.

Στον Ολυμπιακό υπήρχαν δύο πρόσωπα που μου έκαναν εντύπωση. Κατ' αρχάς η απόδοση του Νικοπολίδη. Ο τερματοφύλακας δεν κάνει χιλιόμετρα για να φανεί η δουλειά του στο γήπεδο. Ομως τις φορές που χρειάστηκε ήταν εκεί με δύσκολες επεμβάσεις. Μετά ήταν ο Πατσατζόγλου, που μάλλον έκανε το καλύτερο παιχνίδι του στο πρωτάθλημα. Είναι ποδοσφαιριστής που η ψυχολογία του καθορίζει και την απόδοσή του. Ενα τελευταίο σχόλιο για τον Ντιόγο. Σπάνια περίπτωση επιθετικού που βάζει την ομάδα πάνω από τον εαυτό του και το γεγονός αυτό αντανακλά και στο παιχνίδι του, το οποίο –φυσικά– ωφελεί την ομάδα.

Μεταρρύθμιση ουσίας

Aπό τα σπάνια κείμενα στις εφημερίδες, το οποίο ζήλεψα. Της Κατερίνας Σχινά από το ένθετο της «Ελευθεροτυπίας» για τα βιβλία, τη «Βιβλιοθήκη». Δημοσιεύθηκε την περασμένη Παρασκευή: «Γνωρίζω ένα κοριτσάκι από τη στιγμή που γεννήθηκε -θα μπορούσε να είναι το παιδί του καθενός μας. Νήπιο, ήταν το θαύμα που είναι όλα τα παιδιά: η φαντασία της έχτιζε φαντασμαγορίες, η γλώσσα της ήταν μια λαγαρή επινόηση ανάμεσα στην ονοματοποιία και τη μεταφορά, τα αντικείμενα ήταν ένα μυστήριο προς διερεύνηση, η φύση ένα λούνα παρκ γεμάτο εκπλήξεις.

Εγραφε ιστοριούλες με "ονειροδιαδρόμους και παιχνιδοπλατείες", αχαλίνωτα επινοώντας τοπία και δράσεις? έστηνε σύντομα θεατρικά στιγμιότυπα με πρωταγωνιστή τον εαυτό της και θέμα μια δεύτερη, παράλληλη, απείρως πιο πλούσια ζωή. Ζωγράφιζε καλύτερα από τον Ντιμπιφέ και τραγουδούσε σαν αηδονάκι. Δέκα χρόνια αργότερα είναι μια κατάκοπη έφηβος, σφραγισμένη από την ανία. Δουλεύει ώρες πολλές, χωρίς το αντάλλαγμα που της είχαν υποσχεθεί: τη γνώση. Παράτησε τα τραγούδια και τις ζωγραφιές, έχει χρόνια ολόκληρα να γράψει έστω και μια αράδα, αδιαφορεί για τα βιβλία που κάποτε τη θάμπωναν.

Κοινωνικοποιείται μέσω του msn. Βαριέται αφόρητα το σχολείο και το μόνο που την κινητοποιεί κάθε πρωί είναι η υποχρέωση ότι το πληκτικό οκτάωρο στα θρανία θα κυλήσει, τουλάχιστον, ανάμεσα στους φίλους της. Τι συνέβη σε αυτό το παιδί και διέκοψε τόσο απότομα τη συνομιλία με το θαύμα; Η ορμονική αναστάτωση της εφηβείας; Ο αποχαιρετισμός στην παιδική ηλικία και η εγκατάλειψη της πρωταρχικής πίστης στο μαγικό; 'Η απλώς η συνειδητοποίηση των ευθυνών που το βαραίνουν ώσπου να καταφέρει να περάσει στο πανεπιστήμιο, όταν και θα "ξεκουραστεί" απολαμβάνοντας επί τετραετία, κατά μέσον όρο, τους καρπούς των κόπων της προετοιμασίας για την εισαγωγή, χωρίς να αποκομίσει από τις ανώτατες σπουδές του παρά ελάχιστα;

Νομίζω πως αυτό που της συνέβη ήταν, απλούστατα, το σχολείο. Εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους, καταδικασμένη να αποστηθίζει χωρίς κανένας να της υποδεικνύει τη χαρά του να μαθαίνεις, αποθαρρημένη από εξουθενωμένες δασκάλες, οι οποίες θεωρούν ακόμη και την παραμικρή παρέκκλιση από το πρόγραμμα μέγιστη παράβαση. Από το νηπιαγωγείο ακόμη ξέχασε να παίζει? έπρεπε να διαβάζει, να μαθαίνει γλώσσες, ακόμη κι ένα όργανο, έστω και με το ζόρι. Οσο για τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του Σαββατοκύριακου, αυτόν θα τον εξαντλούσε στο εξής στους ανεκδιήγητους "παιδότοπους" όπου σύρονται τα παιδιά, εκνευρισμένα ή ανόρεχτα, υπό τον καταναγκασμό μιας υστερικής "ψυχαγώγησης"».

Το άλλο σχολείο

«Αλλιώς θα το 'θελε το σχολείο της η μικρή μου φίλη. Εναν τόπο χαράς, όπου θα διδασκόταν από την πρώτη μέρα το πώς και το γιατί της γνώσης. Οπου θα καταλάβαινε γρήγορα ότι η μάθηση είναι απόλαυση, ότι ο κόσμος γίνεται πιο θαυμαστός όταν κατανοούμε τους μηχανισμούς του. Οτι η Ιστορία δεν είναι διαδοχή χρονολογιών ή απομνημόνευση νεκρών ονομάτων, αλλά περιέργεια για όλες τις όψεις της ζωής των ανθρώπων που έζησαν στο παρελθόν? και ότι όσο περισσότερα γνωρίζουμε για τις πολλαπλές και σύνθετες όψεις του παρελθόντος τόσο μπορούμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του παρόντος και να παρέμβουμε σ' αυτό, για να το αλλάξουμε ή να το διαφυλάξουμε.

Οτι η καλλιτεχνική έκφραση είναι πολλαπλή και σεβαστή? ότι η δημιουργικότητα δεν αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αλλά ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται. Η συζήτηση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα έπρεπε να αρχίζει από το νηπιαγωγείο, να επιμένει στο δημοτικό, να εμβαθύνει στο καθημαγμένο γυμνάσιο. Ετσι δεν θα έφταναν τα παιδιά οιονεί αναλφάβητα στις εισαγωγικές εξετάσεις, ούτε θα μελαγχολούσαν πάνω από τα τετράδιά τους, μηχανιστικά διεξερχόμενα την "ύλη", στερεύοντας από ενθουσιασμό, φτάνοντας να εχθρεύονται τη γνώση, επειδή κανένας δεν τους έδειξε πως μόνο αυτή μπορεί να εγγυηθεί την εσωτερική τους απελευθέρωση».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube