Στον βαρετό κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου αν δεν υπήρχε ο Λάμπρος Χούτος, θα 'πρεπε να μας τον στείλει ο Θεός για να μην πεθάνουμε από πλήξη. Χθες λογικά ο Πανιώνιος πρέπει να τον άφησε ελεύθερο –το Δ.Σ. δεν είχε τελειώσει όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές. Ο παίκτης είχε από προχθές (αυτο)προταθεί στον ΠΑΟΚ. Αν πάει στον ΠΑΟΚ ή θα τρελαθεί ο καλόβολος αλλά και τζόρας, αν τα πάρει στο κρανίο, Φερνάντο Σάντος ή θα βρει επιτέλους τη γη της επαγγελίας που καιρό τώρα ψάχνει.
Πέρυσι όταν αποκτήθηκε από τον Πανιώνιο ελάχιστοι πίστευαν ότι είναι σε θέση να βοηθήσει. Οι επιφυλάξεις πέρυσι δεν είχαν να κάνουν μόνο με τον χαρακτήρα (ένας άνθρωπος που έχει καταφέρει να τσακωθεί με τον πράο και ήρεμο Ολεγκ Προτάσοφ μάλλον μπορεί να τσακωθεί με τον καθένα...), είχαν να κάνουν κυρίως με τη φυσική κατάσταση και τα πόδια του.
Πετυχαίνοντας 10 γκολ σε 14 ματς ο Χούτος έδειξε από τι πάστα είναι φτιαγμένος: τέτοια απόδοση κανείς δε μπορούσε να προβλέψει. Ισως τελικά τα εφετινά προβλήματά του να ξεκινούν από τα καταπληκτικά πράγματα που έκανε πέρυσι. Γιατί δυστυχώς όταν ο Χούτος κατάλαβε ότι μπορεί να κάνει τη διαφορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, παρουσίασε πάλι αυτό που όλοι όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του αναγνωρίζουν ως αγιάτρευτο πρόβλημα νοοτροπίας, δηλαδή την απαίτηση να του φέρονται κάπως διαφορετικά από τους υπόλοιπους.
Τρεις
Είναι εύκολο να τον ξεφωνήσεις για το γεγονός ότι σε έξι μήνες τσακώθηκε με τρεις προπονητές. Θα προτιμούσα να τον υπερασπιστώ, όσο γίνεται. Θέλω να θυμίσω τα δεδομένα. Απαίτησε να έχει δικό του γυμναστή και να ακολουθεί δικό του πρόγραμμα για τα πληγωμένα πόδια του. Δεν ακολούθησε την προετοιμασία της ομάδας στο εξωτερικό διότι έτσι προβλέπει το συμβόλαιό του (!). Εβγαλε τους προπονητές από τα αποδυτήρια για να μιλήσει στους συμπαίκτες του («περισσότερο ως διοικητικός παράγοντας παρά σαν αρχηγός» όπως χαρακτηριστικά είπε ένας από αυτούς) και εν συνεχεία τσακώθηκε με τον βοηθό τού Εβαλντ Λίνεν και τον ίδιο τον Γερμανό που ελάχιστα συμπάθησε.
Βοήθησε τον Κωνσταντίνο Τσακίρη να αποκτήσει τον Εστογιάνοφ και τον Ρεκόμπα και η βοήθεια υπήρξε τόσο καθοριστική ώστε ο μεγαλομέτοχος του Πανιωνίου είπε (αστειευόμενος, θέλω να πιστεύω) ότι «ο Λάμπρος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος του Πανιωνίου»). Στα αγωνιστικά θυμίζω ότι το καλοκαίρι με δύο δικά του γκολ ο Πανιώνιος έφτασε στη νίκη - πρόκριση με 3-1 με αντίπαλο τη μικρομεσαία σερβική Μπέογκραντ γλιτώνοντας ένα καλοκαιρινό κάζο που θα ήταν ασυγχώρητο από τους οπαδούς του. Εκανε καλά ματς εναντίον της Νάπολι στο Intertotto κι έπαθε αφλογιστία στο πρωτάθλημα. Ισως επειδή χρεώθηκε πιο πολλές ευθύνες από αυτές που αντέχει η πλάτη του.
Καμπιονάτο
Οταν ήρθε πέρυσι στην Ελλάδα είχε πει ότι ο στόχος του είναι η επιστροφή του στο Καμπιονάτο –αυτό ήταν και παραμένει το όνειρο της ζωής του. Από τον καιρό που ο πατέρας του τον πήγε στη Ρώμη, πριν καλά καλά γίνει 13 χρόνων, ο Χούτος στο μυαλό του είχε τη μεγάλη καριέρα στην Ιταλία. Στα χρόνια που έζησε εκεί είδε μερικές από τις καλύτερες ευρωπαϊκές ομάδες του καιρού μας και απόλαυσε από κοντά ποδοσφαιριστές που έγραψαν την ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Ο Χούτος είδε τη Μίλαν του Σάκι και την Ιντερ των Γερμανών, τη Νάπολι του Μαραντόνα και τη Γιουβέντους του Μπάτζιο και του Ντελ Πιέρο.
Απόλαυσε τον Γκούλιτ, τον Καρέκα, τον Βαν Μπάστεν, είδε τον Βιάλι και τον Μαντσίνι, έπαιξε με τον Φραντσέσκο Τότι. Από τη στιγμή που έκανε ντεμπούτο με τη φανέλα της Ρόμα στα 16 του, σκοράροντας κιόλας κόντρα στη Νάπολι ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο «Ολίμπικο», η φιλοδοξία του Χούτου έγινε η καταξίωσή του στο Καμπιονάτο: δεν υπάρχει σε αυτό τίποτα το παράλογο. Μόνο που δεν τα κατάφερε και δυστυχώς μού μοιάζει ότι έχει δει την Ελλάδα ως ένα είδος προσωπικού υποβιβασμού. Στον Πανιώνιο προσπάθησε ν' αλλάξει τις συνθήκες που βρήκε. Θεμιτό ως φιλοδοξία και συγχρόνως ό,τι πιο εύκολο για να διαλυθείς.
Γλώσσα
Ο Χούτος δεν έχει ελληνική ποδοσφαιρική παιδεία –τα είδωλά του δεν ήταν ποτέ ο Σαραβάκος, ο Αναστόπουλος, ο Μαύρος. Οταν στα 17 του ξεσήκωνε τον κόσμο στο ιταλικό πρωτάθλημα Νέων, ονειρευόταν τη δόξα των άσων που έβλεπε. Η Ελλάδα ήταν η πατρίδα του και η συμμετοχή του στην Εθνική ομάδα (αρχικά σε αυτή των Ελπίδων και στη συνέχεια στην Ανδρών) ήταν κάτι σαν το στρατιωτικό του: ποτέ δεν αρνήθηκε την κλήση, ποτέ δεν δυσφόρησε με συμπαίκτες ή προπονητές, όμως πάντοτε πίστευε ότι ο δικός του δρόμος είναι άλλος. Οχι τυχαία, το μικρόβιο του ιταλικού ποδοσφαιρικού life style το πέρασε και στον κολλητό του Γιώργο Καραγκούνη –από πιτσιρίκια κουβαλούσαν την ίδια τρέλα.
Ρόλος
Στον Πανιώνιο του φέρθηκαν διαφορετικά, όπως θα 'θελε, κι άθελά τους τελικά τον βοήθησαν να μας δείξει ένα ακόμα κουσούρι: την πολυπραγμοσύνη του. Δεν αμφιβάλλω ότι, όταν προσπαθούσε να πείσει τον Ρεκόμπα να έρθει στη Νέα Σμύρνη, οι προθέσεις του ήταν καλές, όμως μερικά από τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται στο όνομα των καλών προθέσεων: ο Χούτος δέχτηκε να αναλάβει πιο πολλές πρωτοβουλίες από αυτές που πρέπει να παίρνει ένας ποδοσφαιριστής.
Φυσικά το ότι του δόθηκαν αυτές οι άτυπες αρμοδιότητες ήταν και λάθος του Κωνσταντίνου Τσακίρη -όμως η δική μου εντύπωση είναι ότι ο ποδοσφαιριστής το λάθος του προέδρου λίγο το μεθόδευσε: κατάλαβε ότι μπορεί να παίξει ένα ρόλο πολύ ιδιαίτερο (και ανύπαρκτο στο οργανόγραμμα μιας ομάδας) και τον ανέλαβε για να επιβεβαιώσει το ξεχωριστό της περίπτωσής του.
Δύσκολο
Τώρα ψάχνει ομάδα και συζητάει με τον ΠΑΟΚ. Μπορεί να βοηθήσει κάθε ομάδα αν καταλάβει ότι πρέπει να συμπεριφέρεται ως ποδοσφαιριστής, ως ένας από όλους. Το βρίσκω δύσκολο.
Το «Βαλς»
Μη χάσετε το «Βαλς με τον Μπασίρ» -παίζεται σε λίγες αίθουσες και καλύτερα γιατί τα διαμάντια πρέπει να είναι πάντα δύσκολο να τα ανακαλύπτεις. Είναι μια πικρή ιστορία (αναφέρεται βασικά στην επίθεση των Χριστιανών φαλαγγιτών στους καταυλισμούς των Παλαιστινίων στον Λίβανο) και είναι animation –κινούμενο σχέδιο. Αλλά δεν μιλάμε για κάτι απλό: μιλάμε για μια σειρά από πίνακες ζωγραφικής σπάνιας αισθητικής που βλέπουμε να ζωντανεύουν μπροστά μας.
Το είδα Παρασκευή βράδυ και την επόμενη μέρα σκεφτόμουν γιατί μια τόσο δυνατή ιστορία δεν αποδόθηκε από ηθοποιούς –γιατί τελικά η σύμβαση του κινούμενου σχεδίου προτιμήθηκε από τη διδασκαλία, την ερμηνεία, την απόδοση σκληρών συναισθημάτων που στην ταινία καταγράφονται. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα ίδια τα συναισθήματα κάνουν απαγορευτικά για κάθε ηθοποιό ή σκηνοθέτη την αναπαράστασή τους: δεν υπάρχει τρόπος να αποδοθεί ερμηνευτικά τόση ενοχή, τόση πίκρα, τόσος πόνος, τόση απόγνωση.
Το κινούμενο σχέδιο στην προκειμένη περίπτωση απέδωσε την αλήθεια καλύτερα από τους ανθρώπους ακριβώς διότι από μόνο του είναι Τέχνη: η ταινία φιλμογραφεί μια Τέχνη που έχει για λογαριασμό της αναπαραστήσει με ένα αξεπέραστα δημιουργικό τρόπο τα συναισθήματα που καταγράφονται. Η ταινία είναι αριστούργημα στη σύλληψή της: μια Τέχνη, όπως είναι ο κινηματογράφος, μπαίνει στην υπηρεσία μιας άλλης όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η animation ζωγραφική, η οποία χρησιμοποιείται από τον δημιουργό-σκηνοθέτη για να γνωρίσουμε τα εσώψυχά του.
Ο δημιουργός ενδοσκοπείται, εκφράζεται, χτίζει τον εφιάλτη του, σε ταξιδεύει σε αυτόν με όλη του τη συνέπεια, ορίζει την οδύνη του και τοποθετεί τις ψηφίδες ενός εικαστικού αριστουργήματος γεμάτο αλήθεια και ψυχή. Τιμή στον Αρι Φόλμαν: η ευλογημένη έμπνευσή του, η υπέροχη ικανότητά του να συνθέτει το σημαίνον και το σημαινόμενο, η αισθητική τής συγκίνησης που δημιουργεί είναι μια μικρή απόδειξη ότι μπορεί και να υπάρχει Θεός…
Non passaran
Η εκδίκηση είναι ως γνωστόν ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Ενίοτε και στα Τέμπη! Ο διαιτητής Καστανίδης, που την Κυριακή ξεσήκωσε το Αλκαζάρ με τα σφυρίγματά του, είχε υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο ή για την ακρίβεια χωρίς τον ξεσηκωμένο αγρότη που είχε κατεβεί με το τρακτέρ για να κλείσει τον δρόμο.
Και μπορεί στο γήπεδο όταν άρχισαν οι διαμαρτυρίες να έκανε μαγκιές στα Τέμπη, όμως, όταν τον κατέβασαν από το αυτοκίνητο οι οπαδοί της ΑΕΛ αγρότες που τον αναγνώρισαν και του είπαν «δεν περνάς», μάλλον τα ψιλοχρειάστηκε. Πέρασε με αρκετή ώρα καθυστέρηση κι αφού προηγουμένως έπεισε και τον τελευταίο για το πόσο αγαπάει την ΑΕΛ…