Τις τελευταίες ημέρες χαζεύω τα συμπεράσματα δύο μεγάλων, διεθνών συνεδρίων για τη βιομηχανία των σπορ, που έγιναν πέρυσι τον Δεκέμβριο στο Λονδίνο. Αν και οι περισσότεροι μίλησαν έχοντας στο μυαλό τους το σπορ που λειτουργούσε περίπου σαν νομισματοκοπείο, το ποδόσφαιρο, δεν μπόρεσαν να διαβλέψουν την ένταση και το βάθος της οικονομικής κρίσης, που έχει αρχίσει να σημαδεύει, βαθιά, το δημοφιλέστερο ομαδικό παιχνίδι στον κόσμο.
Οι περισσότεροι απ' όσους πήραν μέρος σ' εκείνα τα δύο συνέδρια επανέλαβαν τις συνηθισμένες κοινότοπες προτάσεις που ακούγονται σε τέτοιας μορφής συναντήσεις, περί εξάπλωσης σε νέες αγορές και χρήσης νέων μέσων μετάδοσης και διανομής του προϊόντος. Υπήρχαν και κάποιοι –ελάχιστοι– άνθρωποι της αγοράς που αντιλαμβάνονταν ότι η εικοσαετής περίπου περίοδος διαρκούς ανάπτυξης της βιομηχανίας των σπορ είχε δημιουργήσει μία φούσκα που έφτανε η ώρα που θα έσκαγε. Οπως έγινε στις αρχές της δεκαετίας με τα τηλεοπτικά δικαιώματα και την κατάρρευση της ITV και του Kirch, που δημιούργησαν ένα πολύ δυσάρεστο ντόμινο πτωχεύσεων.
Η συμβίωση ή, πιο σωστά, η συνύπαρξη της συνδρομητικής τηλεόρασης του Μέρντοχ, του BSKYB και της Premier League είναι το καλύτερο παράδειγμα για το πόσο επικερδής υπήρξε αυτή η σχέση και για τους δύο αλλά και για λίγους ποδοσφαιριστές και μάνατζερ που έγιναν πάμπλουτοι. Ας σκεφθεί μόνο κάποιος τον αριθμό των ξένων ποδοσφαιριστών που επιτρέπονταν σε μία ομάδα πριν από την πρώτη συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων και πώς αυτός ο αριθμός εκτοξεύθηκε, ιδίως μετά την απόφαση Μποσμάν.
Ο άγνωστος Χ στην ιστορία της κρίσης και στον τρόπο που θα επηρεάσει το ποδόσφαιρο είναι το μέγεθος της ζημιάς που θα προκαλέσει η οικονομική κρίση στις εταιρείες των ΜΜΕ που έχουν οδηγήσει τις τιμές στα ύψη. Μία απλή παρατήρηση των τιμών στις συμφωνίες πώλησης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της Premier League, του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου και των Ολυμπιακών είναι αρκετή για να δείξει την –δυσεξήγητη και– εντυπωσιακή άνοδο των τιμών. Ηδη είναι εμφανής μία σημαντική πτώση των διαφημιστικών δαπανών και, κατά συνέπεια, των εσόδων των τηλεοράσεων, γεγονός που θα επηρεάσει τις τιμές πώλησης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, άρα και τα οικονομικά ομάδων, ποδοσφαιριστών και μάνατζερ.
Αυτοί που θα νιώσουν περισσότερο την πίεση, τόσο ομάδες όσο και αθλήματα, θα είναι όσοι δεν κατάφεραν να κάνουν οικονομικές συμφωνίες μακράς διάρκειας, αν και ακόμα και αυτής της μορφής οι συμφωνίες δεν εμπνέουν σιγουριά, εφόσον οι ιδιοκτήτες των εταιρειών media έχουν επεκτείνει την επενδυτική τους δραστηριότητα και σε άλλα, επικίνδυνα μονοπάτια. Και όχι μόνον οι ιδιοκτήτες των εταιρειών media, αλλά και οι ιδιοκτήτες των ομάδων.
Οι ιδιοκτήτες της Λίβερπουλ, που είχαν επενδύσει αρκετά χρήματα στα λεγόμενα «τοξικά» χρηματοπιστωτικά προϊόντα, είναι μία από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις ιδιοκτητών που προσπαθούν να ξεφορτωθούν την ομάδα για να ρεφάρουν κάπως. Μία άλλη περίπτωση είναι ο Αμπράμοβιτς, που έχει μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας. Μάλιστα, το γεγονός ότι πριν από λίγες μέρες πούλησε ένα πολύ μεγάλο πακέτο μετοχών μιας εταιρείας εξόρυξης χρυσού που είχε για 12 εκατομμύρια στερλίνες, ενώ τις είχε αγοράσει 47 εκατομμύρια πριν δύο χρόνια, φούντωσε τις φήμες για την πώληση της Τσέλσι.
Από δω και πέρα, όλοι θα προσπαθούν να κάνουν συμφωνίες μακράς διάρκειας για να θωρακιστούν απέναντι στον οικονομικό κίνδυνο, ενώ οι μεγάλες εταιρείες των media είναι σίγουρο ότι θα κοιτάξουν να εκμεταλλευτούν, στο έπακρο, τις δυνατότητες που τους παρέχει το Διαδίκτυο. Το μεγάλο αμερικανικό αθλητικό δίκτυο του ESPN, που ανήκει στην Disney, ήδη έχει καταστρώσει ολόκληρη στρατηγική για την εκμετάλλευση του Διαδικτύου και την εξάπλωσή του σε ολόκληρο τον κόσμο. Παράλληλα, μία από τις κεντρικές επιλογές αυτών των εταιρειών είναι να αγοράσουν μερίδια ή να συμπτύξουν συμμαχίες με αθλητικές επιχειρήσεις, για να διευρύνουν την επέκτασή τους στον χώρο των σπορ, ώστε μετά το πέρασμα της κρίσης να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση.
Μεταγραφικός σχεδιασμός
Η μεταγραφική περίοδος του Ιανουαρίου, πολλές φορές, μου θυμίζει αυτό το προπαρασκευαστικό έτος που υπάρχει –στα εκπαιδευτικά συστήματα κάποιων χωρών– μετά το λύκειο για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Δεν είναι οι μεγάλες, οι κρίσιμες εξετάσεις, αλλά ένα είδος ξεκαθαρίσματος και τακτοποίησης του υλικού, προκειμένου να ετοιμαστούν οι κινήσεις του καλοκαιριού.
Ολα αυτά, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει κάποιου είδους σχεδιασμός που έχει και τα χαρακτηριστικά της συνέχειας. Δεν μπορείς κάθε έξι μήνες να φτιάχνεις καινούργια ομάδα. Στην περίοδο του Ιανουαρίου είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος ένα σπουδαίο ποδοσφαιριστή, αφού τα περισσότερα συμβόλαια λήγουν το καλοκαίρι. Αν, φυσικά είναι διατεθειμένος να ξοδέψει, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Στην περίοδο του Ιανουαρίου οι ομάδες κοιτούν κυρίως να καλύψουν τις τρύπες στο αγωνιστικό τους δυναμικό αλλά με επιλογές που θα μπορούν να συνεχίσουν για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα των έξι μηνών, έστω κι αν αξιοποιηθούν ως αναπληρωματικοί.
Παράλληλα, ο Ιανουάριος δίνει την ευκαιρία σε όλους εκείνους που σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα να εντοπίσουν τις θέσεις στις οποίες πρέπει να ενισχυθούν το καλοκαίρι. Φυσικά, τόσο οι μεταγραφές του Ιανουαρίου όσο και του καλοκαιριού είναι και συνάρτηση των στόχων και φυσικά των οικονομικών δυνατοτήτων του ιδιοκτήτη. Αν μία ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό έχει βγει έξω από τους στόχους της τον Γενάρη, είναι αδιανόητο να κάνει μία μεγάλη μεταγραφή, εκτός αν πρόκειται για κάποιον ελεύθερο. Μία ομάδα, όμως, που προσπαθεί, ας πούμε, να αποφύγει τον υποβιβασμό είναι πολύ πιο πιθανό να ενισχυθεί στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της.
Ο σχεδιασμός είναι αυτός που καθορίζει τις μεταγραφικές κινήσεις, αλλά σε μία χώρα που οι προπονητές αλλάζουν πάρα πολύ συχνά, οι φυσιογνωμίες των ομάδων έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα από τον καιρό του Μαρτίου. Επίσης, κάτι που με ευκολία μπορεί κάποιος να παρατηρήσει είναι η τελείως λανθασμένη εικόνα που έχουν για το scouting οι ελληνικές ομάδες, που στέλνουν τους ανθρώπους τους να βρουν παίκτες μέσα στον Δεκέμβρη για τις μεταγραφές του Γενάρη ή τον Μάιο για τις μεταγραφές του καλοκαιριού. Και το ωραίο είναι πως έχουν την απαίτηση να ανακαλύψουν και τον παίκτη-κελεπούρι που θα μοσχοπουλήσουν, μετά, στους κουτόφραγκους.
Τα πακέτα βοήθειας και η Ε.Ε.
Αν κάποιος αφήσει στην άκρη, προς το παρόν, την κριτική για το πακέτο των 500 εκατομμυρίων που «μοιράζει» η κυβέρνηση στους αγρότες, αξίζει να σταθεί στην αντίδραση της Ε.Ε., που ζητεί τον λόγο από την κυβέρνηση. Γιατί; Διότι δεν την ενημέρωσε για να κρίνει τη «νομιμότητα» της διάθεσης αυτού του πακέτου βοήθειας. Βέβαια, υπάρχουν οι περιορισμοί της μεταρρυθμισμένης αγροτικής πολιτικής και του συμφώνου σταθερότητας, αλλά η Ε.Ε. δεν ζήτησε ποτέ τον λόγο από άλλες κυβερνήσεις που έδωσαν πακτωλούς εκατομμυρίων για τη διάσωση των κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που καταχρηστικά ονομάζονται τράπεζες ή για την αυτοκινητοβιομηχανία.
Προφανώς οι αγρότες για την οικονομίστικη λογική της Ε.Ε. είναι μία κοινωνική ομάδα αναλώσιμη και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ενισχύσεις στους αγρότες θεωρούνται «παράνομες». Αλλωστε, η καταναλωτική δύναμη των αγροτών είναι περιορισμένη και κοινωνικές ομάδες με περιορισμένη καταναλωτική δύναμη δεν ενδιαφέρουν το σύστημα.