Iούνιος του 1972 ήταν, όταν η Λάρισα και ο Πανσερραϊκός αναμετρήθηκαν με τρόπο ασυνήθιστο. Με τρόπο πολύ διαφορετικό από τον «κλασικό» ποδοσφαιρικό, με τον οποίον διασταύρωσαν προσφάτως, δύο φορές, τα ξίφη τους -για το Κύπελλο και το πρωτάθλημα: διπλή ήταν και τότε η μεταξύ τους αναμέτρηση, μόνο που δεν έγινε σε δύο γήπεδα, αλλά σε ολόκληρες τις δύο πόλεις!
Τι είχε συμβεί; Μία από τις δύο ομάδες θα ανέβαινε στην Α' Εθνική, αλλά το όλο θέμα είχε μπλεχτεί σε ένα κυκεώνα αγωνιστικών και διαδικαστικών εκκρεμοτήτων. Η ΕΠΟ «έδωσε» την άνοδο στη Λάρισα, αλλά ο τότε γενικός γραμματέας Αθλητισμού, Κώστας Ασλανίδης, απεφάνθη: Πανσερραϊκός. Ποιο ήταν το εξαιρετικά ασυνήθιστο; Οτι σε καιρούς χούντας, όταν απαγορεύονταν διά ροπάλου «αι οχλοκρατικαί εκδηλώσεις», σε Λάρισα και Σέρρες έγιναν... άγριες διαδηλώσεις προς υποστήριξη των αντίστοιχων ομάδων. Αστυνομικές δυνάμεις και πυροσβεστική διέλυσαν «τας ταραχώδεις συναθροίσεις».
Εάν ληφθεί υπόψη ότι τον Νοέμβριο του 1968 η χουντική Αστυνομία παρακολουθούσε «διακριτικά» την ογκώδη αντιδικτατορική διαδήλωση, στην οποία εξελίχθηκε η κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, κάνοντας μεν 40 συλλήψεις για συνθήματα, αλλά δίχως να διαλύσει το πλήθος, προκύπτει το εξής συμπέρασμα: οι πρώτες διαδηλώσεις τις οποίες έσπευσε να καταστείλει το χουντικό καθεστώς έγιναν για τη... Λάρισα και τον Πανσερραϊκό. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις που θα οδηγούσαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου θα άρχιζαν το φθινόπωρο του ίδιου έτους (1972). Τον Νοέμβριο του 1970 η Αστυνομία διέλυσε μεν το πλήθος των νεαρών που πάσχιζαν να εξασφαλίσουν εισιτήριο για την πρώτη προβολή του «Woodstock» στο «Παλλάς», αλλά εκείνη η «συνάθροισις γιεγιέδων» δεν ήταν ακριβώς διαδήλωση. Ούτε ανέμεναν την αστυνομική επέμβαση οι ροκάδες της εποχής.
Ναι, η συνυφασμένη με το ποδόσφαιρο παρορμητικότητα υπερέβη φοβίες που τότε έδειχναν ακλόνητες! Γεγονός που πιστοποιεί το τεράστιο, διαχρονικό ειδικό βάρος του ποδοσφαίρου στον ψυχισμό και τον κώδικα αξιών ατόμων, ομάδων ανθρώπων -ενίοτε και κοινωνιών ολόκληρων. Υπό αυτήν την έννοια το ποδόσφαιρο πλάθει «δίκαιο» που δεν χρειάζεται να αναζητήσει πουθενά την ορθότητά του. Αυτή είναι αυταπόδεικτη, τόσο στο «εγώ» εκείνου που επιθυμεί διακαώς να νιώθει νικητής διά αντιπροσώπων (παικτών) όσο και στο «εμείς» όσων αναζητούν στο ποδόσφαιρο ένα σύνολο για να ενταχθούν ως ισότιμα μέλη.
Η ιδιότητα του πιστού οπαδού μιας ομάδας είναι τρεις φορές ευεργετική: πρώτον, εξασφαλίζει τη «ζεστασιά» μιας συλλογικότητας. Δεύτερον, εγγυάται έντονες συγκινήσεις -διότι τις παρέχει αφειδώς το ίδιο το ποδόσφαιρο. Τρίτον, παρέχει κάποιες επιφάσεις ισοτιμίας: αν η ομάδα νικά, η γενική χαρά επιμερίζεται σε ίσα μερίδια. Κάτοχοι ακριβών εισιτηρίων διαρκείας και VIP «γίνονται ένα» με όσους αναγκάζονται να μετρούν τα ευρώ προτού αποφασίσουν πόσες φορές το δίμηνο θα πάνε στο γήπεδο με τα παιδιά τους. Οταν η ομάδα σκοράρει, ίδια επιφωνήματα θα ακουστούν στην Εκάλη και στο Πέραμα.
Στην ενδεχόμενη ερώτηση «μα αυτήν την ισοτιμία δεν την εξασφαλίζει και η ιδιότητα του οπαδού ενός κόμματος;» η ενδεδειγμένη απάντηση είναι: όχι απαραιτήτως. Διότι δεν είναι δεδομένη η ανιδιοτέλεια, αλλά ούτε και η ισότητα των (ιδιοτελών) προσδοκιών. Εάν, φερ' ειπείν, σχηματίσει κυβέρνηση ένα κόμμα, κάποια στελέχη του με -τυπικές ή ουσιαστικές- διοικητικές ικανότητες τρέφουν φιλοδοξίες αναρρίχησης σε καλά πόστα. Στα χαμηλότερα μορφωτικά και οικονομικά «διαζώματα» οπαδοί και στελέχη προσδοκούν ταπεινά ρουσφέτια, η δε μεγάλη πλειονότητα δεν τρέφει καν την αυταπάτη πως θα αποκομίσει κάποιο προσωπικό όφελος.
Στην πολιτική η ιδιότητα του οπαδού υπόκειται στην κοινωνική διαστρωμάτωση και υπό μία ακόμα έννοια: τις επιλογές ενός κόμματος μπορεί να τις κρίνουν με τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο οι οπαδοί του, αναλόγως του αν νιώθουν ότι ωφελείται ή πλήττεται η κοινωνική τάξη ή κατηγορία στην οποία ανήκουν. Με την ποδοσφαιρική ομάδα τα πράγματα δεν είναι έτσι: αν η διοίκηση δώσει πολλά λεφτά και αποκτήσει ένα παίκτη-όνομα, οι εξίσου ένθερμοι οπαδοί θα κάνουν την ίδια συναισθηματική επένδυση -σε ελπίδες για νίκες. Οποιοι κι αν είναι. «Λαός και Κολωνάκι», που τραγουδούσε κι ο Χιώτης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το συναισθηματικό «δίκιο» του οπαδού γίνεται οικονομικό ή θεσμικό «Δίκαιο» της ΠΑΕ. Ο ιδιοκτήτης μιας ΠΑΕ είναι ο καπετάνιος που αν διευθύνει καλά το πλοίο, τότε θα ευφρανθούν όλοι οι επιβάτες, ανεξαρτήτως της θέσης στην οποία ταξιδεύουν. Το καλό της ομάδας είναι το «ιδεώδες». Το «δίκιο» της... βουνό. Πάντοτε. Στα μονά και τα ζυγά.
Οσοι οπαδοί του Παναθηναϊκού το 1982 έβριζαν «τη φάρα του Κατσιφάρα» επειδή καθυστερούσε να ρυθμιστεί το θέμα «Μπουμπλής», αδιαφορούσαν για το αν ο Χουάν Ραμόν Ρότσα ήταν ή όχι «δημότης Αιγάλεω». Τι κι αν οι ίδιοι άνθρωποι στη δεκαετία του '70 διαμαρτύρονταν για τις πολλές ελληνοποιήσεις παικτών μπάσκετ του Ολυμπιακού; Το «δίκιο» της ομάδας δεν επιτρέπει, απλώς, τις «κωλοτούμπες». Συχνά τις επιβάλλει. «ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός, Νου Δου και Κου Κου Ε -κανείς σας μην πατήσει μέσα στο Παλέ». Το φώναζαν εν χορώ κάποτε οι φίλοι του Ολυμπιακού σε έναν αγώνα βόλεϊ στο ΣΕΦ, το οποίο βαφτίστηκε «Παλέ» για τις ανάγκες της ρίμας. Πότε; Αρχές δεκαετίας του '90, όταν το «δίκιο της ομάδας» απαιτούσε ρύθμιση των χρεών της. Κι ας κραύγαζαν -χρόνια νωρίτερα- κάμποσοι φίλοι του Ολυμπιακού ότι συνιστούσε σκάνδαλο η παραγραφή των έξι εκατομμυρίων δραχμών που χρωστούσε ο Παναθηναϊκός το 1971 (σεβαστό ποσό, την εποχή εκείνη), έπειτα από την πρόκριση στον τελικό του Γουέμπλεϊ. Τα τελευταία χρόνια ήταν η σειρά των φίλων της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ να... αλλάξουν γνώμη για τις οφειλές των ομάδων.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα μεγάλα ρουσφέτια -σε γη και χρήμα- για ανεγέρσεις γηπέδων προς χρήση των ΠΑΕ. Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού οι οποίοι κραύγαζαν -με το δίκιο τους- για τα μεγάλα χατίρια που έγιναν στην υπόθεση του «Γ. Καραϊσκάκης», σήμερα φωνάζουν επειδή δεν διεκπεραιώνεται το -πολύ πιο σκανδαλώδες- «σχέδιο Βοτανικός». Ελάχιστοι ενδιαφέρονται για το τι πράγματι συμβαίνει -ή πρόκειται να συμβεί- εκεί. Βρίζουν τον Τσίπρα, όπως έβριζαν προ δεκαετίας τον Λαλιώτη («οοο, εεε, γ...αι ο Λαλιώτης και το ΥΠΕΧΩΔΕ»), επειδή δεν «περπατούσε» η λύση Γουδή. Μπορούσε να «περπατήσει»; Επρεπε; Για τον «πιστό οπαδό» πάντοτε «μπορεί», αν «πρέπει». Και πάντα «πρέπει», αν απαιτεί το «δίκιο της ομάδας». Τα υπόλοιπα δεν ενδιαφέρουν καν.
Με τις όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, το «Δίκαιο» της ομάδας υπερισχύει των επί μέρους «δίκιων» που έχει ο οπαδός με άλλες, σοβαρότερες ιδιότητές του: ως φορολογούμενος, ως δημότης, κ.λπ. Ο ίδιος ο οπαδός θέτει σε δεύτερη μοίρα τις σοβαρότερες ιδιότητές του. Το κάνει δε τόσο ευκολότερα όσο δυσκολότερα πείθεται πως η ζωή του μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο: «ας μείνει τουλάχιστον η ομάδα ως ύψιστο αγαθό», σκέφτεται. Η ομάδα, δηλαδή αυτό που κάθε φορά θέλει η ΠΑΕ...
Στο τελευταίο βιβλίο του ο Μονταλμπάν αποκαλούσε το ποδόσφαιρο «θρησκεία σε αναζήτηση θεού». Θεός -εν τέλει- γίνεται η ΠΑΕ και δόγμα το «πίστευε και μη ερεύνα». Αν ερευνούσαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού τούς οικονομικούς όρους της διπλής ανάπλασης, θα εντόπιζαν ολοκάθαρα ήθη Βατοπεδίου. Ελα όμως που η «πίστη» στην ομάδα το απαγορεύει. Το χειρότερο είναι ότι η οργή των «πιστών», ως «σταυροφόρων» της ΠΑΕ, αναγκάζει κι άλλους να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Ο Τύπος διστάζει να πει ή να γράψει πράγματα που θα δυσαρεστήσουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ακόμα και τα δύο κόμματα της Αριστεράς που καταψήφισαν την ψευδεπίγραφη διπλή ανάπλαση δείχνουν απρόθυμα να μιλήσουν ανοιχτά για τους ανεκδιήγητους οικονομικούς όρους του εγχειρήματος -ναι, και ο ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερα για αυτό την επόμενη φορά.
ΥΓ.: Μόνο ο δήμαρχος που χαρακτήρισε «απολύτως συμφέρουσα για τον Δήμο» τη σύμβαση με την ΠΑΕ Παναθηναϊκός θα μπορούσε να φθάσει στο σημείο να πει ότι με την καταστροφή του πάρκου στα Πατήσια εξαγριώθηκαν -ακούστε- «15 νεαροί από τα Εξάρχεια». Αν είσαι «ειλικρινής», είσαι σε όλα...