«Ki Wo Tsuke-te», που λέμε κι εμείς οι Γιαπωνέζοι όταν κάνουμε προπόνηση με τα σπαθιά μας. «Να είσαστε προσεκτικοί». Τουλάχιστον την Κυριακή όταν αγοράσετε την absolute συλλεκτική εφημερίδα όλων των εποχών. Τη «SportDay», που έχει την τιμή να φιλοξενεί στο SMS no 45 τον Νικόλα Αλέφαντο. Για πρώτη φορά με την εικόνα να είναι αντίστοιχης ποιότητας του λόγου.
Ξηγιέμαι το γιαπωνέζικο στην αρχή επειδή στη φωτογραφία του εξωφύλλου ο Αλέφαντος κρατάει ένα σπαθί, που ας μου επιτραπεί από τη μορφή του το κόβω σαν αυθεντικό Shoto. Η σημειολογία όμως στη φωτογραφία είναι ατελείωτη. Το γιαπωνέζικο σπαθί έρχεται και δένει με την αρχαιοελληνική περικεφαλαία. Το jacket της Adidas δείχνει τον σεβασμό στην παράδοση και την απέχθεια στα νεότερα πουστρελέ προϊόντα. Το άσπρο πουκάμισο κάτω από τη φόρμα παραπέμπει σε James Bond όταν φοράει το σμόκιν κάτω από τη στολή του δύτη. Το δαχτυλάκι που πετάει στο χέρι που κρατάει το σπαθί υποδηλώνει την αστική καταγωγή αφού είναι ο τρόπος που κρατάς το ποτήρι του λικέρ όταν σε τρατάρουνε. Και το μάτι είναι το μάτι που όλοι ξέρουμε. Το μάτι που δεν χρειάζεται το στόμα για να σου πει «Μωρή λουλού, κάνε τουμπεκί και μάθε μπαλίτσα από τον άρχοντα».
Κάθε δημοσιογράφος έχει ένα μεγάλο θέμα στη ζωή του. Ο Επστάιν είχε το Watergate. Ο Μάκης το φορτηγό με τους εργάτες στην απαγωγή του Παναγόπουλου. Ο Βαϊμάκης μετά την Κυριακή το μόνο που έχει να κάνει είναι να προσεύχεται στον Κύριο να τον πάρει κοντά του. Μετά τη συνέντευξη με τον Αλέφαντο αυτή η γη είναι πολύ μικρή για να τον χωρέσει. Μιλάμε για δημοσιογραφικό καραόπους ντέι με σκουλαρίκια.
Μερικές λοιπόν διευκρινίσεις. Ποτέ εγώ και ο Κάρπετ δεν έχουμε πει ότι ο Νικόλας έκανε τακτική στο κυλικείο του Πανελλήνιου με κεφτέδες. Νίκο, αυτά τα λένε οι εχθροί μας, για να μας χωρίζουνε. Οπως ακριβώς τα λες είναι. Η τακτική είχε γίνει με μπουκάλια. Από την άλλη δώσε και σε εμένα τον πόντο. Ποτέ δεν μου είχες αγοράσει μπιφτέκι για να παρεξηγηθώ τη φορά που δεν μου το αγόρασες και να σε κακολογώ στις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα. Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε και ξεχνάμε κι ας μου επιτραπεί να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη.
Τον Καρπετόπουλο είχε κεράσει και μάλιστα ψητό κοτόπουλο, που τον ταΐζατε με κάτι φίλους σου στο στόμα. Θυμάμαι τον διάλογο σαν να είναι τώρα «Φάε, ρε συ Αντωνάκη λίγο». «Φλούχτου, μπλου». «Κοίτα, ρε Αντωνάκη πώς θα κατεβάσει ο Εκτορ Κούπερ την Ιντερ. Ακου ρε, που σου λέω, με 3-5-2 θα την κατεβάσει». Για να μην μπλεκόμαστε λοιπόν, εγώ ήμουνα αυτός που είχε πιει τη Heineken. Θα μου πεις, από τότε έχουν περάσει 14 χρόνια. Θα σου πω ότι και εγώ όσα χρόνια ακούς την ιστορία με τους κεφτέδες, εγώ ακούω την ιστορία με το μπιφτέκι. Αφού έχω πάθει μονομανία και νομίζω ότι οι άνθρωποι όταν με βλέπουν ψιθυρίζουν «Να αυτός που δεν του πλήρωσε το μπιφτέκι ο Αλέφαντος».
Ρουφιανιές και κακολογίες του κόσμου είναι όμως όλα, Νίκο. Και σε εμένα και τον Κάρπετ ξέρεις πόσα τέτοια μας λένε; Οτι έλεγες πως πρέπει να πάμε να δουλέψουμε στο Δελφινάριο. Αλλά, μάρτυράς μου ο Κάρπετ, ποτέ δεν τα πίστεψα. Το μόνο που ξέρω εγώ είναι ότι είδα τη συνέντευξη και συγκινήθηκα. Γιατί, Νικόλα, πόσοι μείναμε σε αυτή τη χώρα, που με το που βλέπουμε αχλαδιά δεν τρέχουμε να τη σπρώξουμε; Χίλιοι; Δύο χιλιάδες, αν βάλεις μέσα και τους Αλβανούς; Αυτοί όμως είμαστε. Αυτοί που όταν οι Βαϊμάκηδες θέλουνε να πάρουν συνέντευξη, τους λέμε «Πιάσε το Brasso και κάνε ένα πέρασμα στην περικεφαλαία». Οι άλλοι ξέρουμε τι λένε: «Για τη φωτογράφιση θέλεις να ντυθώ Μπιμπιμπό ή Σίντι;».
Για να μη μιλήσω δηλαδή για τους παίκτες... Μαράζι έχω να δω παίκτη με τρίχα στα πόδια. Και άμα ρωτήσεις και δεν σου τα μασήσουνε, σου λένε «Το κάνω για να έχω λιγότερη αντίσταση στον αέρα». Πώς ρε, να έχεις λιγότερη αντίσταση; Κάτω από την κάλτσα; Πες ρε, ότι σου αρέσει, να ησυχάσουμε. Και γιατί οι παλιότεροι δεν είχανε αντίσταση, ρε; Εχεις δει φωτογραφία του παλιού Ολυμπιακού με την καλή ομάδα του ’50; Οι μισοί επειδή δεν είχανε χώρο στα πόδια αφήνανε μουστάκι. Βλέπεις τον Ρωσσίδη και ακόμα και σήμερα έτσι και έχει βοριά και πας στα νότια του κυρ Ηλία, γεμίζεις στην τρίχα. Αυτοί ήτανε άντρες...
Ξέρετε τι παπούτσια φοράγανε; Με ξύλινες σχάρες. Και άμα λιώνανε οι σχάρες πέρνανε το σκαρπέλο και κόβανε ξύλο από τη σαλονοτραπεζαρία. Πήγαινες να φας στα σπίτια τους και εκεί που ακούμπαγες το χέρι σου στο τραπέζι του Ποσειδώνα, έπεφτες σε κενό. «Το είχα κόψει για να σενιάρω τα παπούτσια πριν από το ματς με τη Ζαγκλέμπιε», σου έλεγε με σεμνότητα ο «ερυθρόλευκος» άσος. Οσο για τις φανέλες που φοράγανε δεν ήταν σαν τις σημερινές που είναι κιλότες. Μάλλινες ήτανε. Τη φόραγες στον Προφήτη Ησαΐα και σε παρακάλεγε να του δώσεις κάτι στο πιο soflan.
Αν υπάρχει μια ελπίδα να σωθούν εικόνες της ηρωικής εποχής του ποδοσφαίρου είναι ο Βαϊμάκης. Να ντύσει τον Τσιγκιτζέλα πειρατή, τον Παπαθεοφάνους κοζάκο, τον Αγανιάν φελάχο. Να ντύσει όλους του βετεράνους του Ολυμπιακού αρχαίους Ελληνες και τους Παναθηναϊκούς Πέρσες (αφού τέτοιοι ήταν πάντα). Στο μεταξύ αγοράστε την κυριακάτικη «SportDay». Oχι για τους τσοχοχελάκηδες, που θα κάνουν τα λεφτά φυλλάδια και μολότοφ, αλλά σαν επένδυση. Είναι σαν να αγοράζετε την Καινή Διαθήκη σε πρώτη έκδοση. Εκτός αν είσαστε τοιούτοι, που θα ακουμπήσετε το SMS και θα καείτε, ρε αποτέτοιοι.