Επειτα και από το ματς με την ΑΕΚ ο ΠΑΟΚ μας αποκάλυψε έναν ολοκληρωμένο αγωνιστικό χαρακτήρα. Μια ομάδα με δυνατούς κυρίως και τεχνίτες κατά δεύτερον ποδοσφαιριστές, η οποία δύσκολα θα δεχθεί δεύτερο γκολ και ακόμα πιο δύσκολα θα πετύχει το δικό της πρώτο. Μια τυπική ομάδα του Φερνάντο Σάντος, η οποία θα πάρει τα ματς με τους κατώτερους αντιπάλους, αλλά θα χάσει αυτά με τους ανώτερούς της. Μία ομάδα στρωτή, μαζεμένη, πειθαρχημένη, βαρετή, που για να κερδίσει πρέπει όλα να δουλεύουν όπως τα περίμενε. Για παράδειγμα, στο προχθεσινό ματς με την ΑΕΚ από τη στιγμή που τα χαφ δεν μπορούσαν να κατεβάσουν την μπάλα και ο Μουσλίμοβιτς αναγκαζόταν να γυρίζει στο κέντρο για να την παίρνει, ο ΠΑΟΚ βάρεσε μπιέλα. Ενενήντα λεπτά στο ΟΑΚΑ χωρίς ούτε μία ευκαιρία θα ήταν αποτυχία για τον Θρασύβουλο, πόσω μάλλον για τον ΠΑΟΚ. Αγωνιστικά είναι αργός και με συντηρητική ανάπτυξη. Οπως έλεγε και στο σχόλιο ο Βασίλης Μπορμπόκης, για να σκοράρει μια ομάδα πρέπει να κατεβάζει στην επίθεση περισσότερους από δύο παίκτες. Με τον Σάντος να περιμένει να φτάσει το ματς στα τελειώματα για να ρίξει τον Μπακαγιόκο και με τα ρίσκα να μην ξεπερνάνε τους έξι παίκτες κάτω από το κέντρο, ο ΠΑΟΚ είναι δυνατόν να σκοράρει, αλλά αδύνατον να πιέσει.

Οπως πολύ δύσκολο είναι ο ΠΑΟΚ να χάνει και να τελειώσει το ματς με 11 παίκτες. Στο προχθεσινό ματς ο Γκαρσία ρίχνει εσκεμμένη αγκωνιά στον Γεωργέα. Η μπάλα έχει φύγει και ο Γκαρσία, χωρίς φόβο και πάθος, καρφώνει τον αγκώνα του στο solar plexus του Γεωργέα. Γιατί; Η πιθανότερη εξήγηση είναι και η πιο απλή. Από νεύρα. Ο ΠΑΟΚ χάνει το ματς και ο Γκαρσία την ψυχραιμία του. Οπως και από νεύρα έρχεται η αποβολή του Κοντρέρας. Η φάση έχει σταματήσει και ο Τζεμπούρ αποφασίζει να κάνει τσαλιμάκια με την μπάλα μπροστά στον Χιλιανό. Ο Κοντρέρας χώνει την καλαμιά. Χωρίς μίσος, χωρίς εμπάθεια, με ένα ύφος ελαφράς αποδοκιμασίας στο στυλ «πού πας, ρε κατακάθι του Αλγερίου, να κάνεις χαριτωμενιές μπροστά στο καμάρι του Σαντιάγο;».

Πλησιάζοντας την 20ή αγωνιστική του πρωταθλήματος, την οποία είχαμε ορίσει με τον «Κάρπετ» ως ορόσημο για το αν ο ΠΑΟΚ θα βρίσκεται ακόμα στην κούρσα του πρωταθλήματος, η εικόνα έχει διαμορφωθεί. Ο Ζήσης Βρύζας είναι ένας καλός τεχνικός διευθυντής, αλλά όχι και ο επερχόμενος προφήτης. Αξιοποίησε το μπάτζετ της ΠΑΕ με τον καλύτερο τρόπο, αλλά για να χτυπήσει ο ΠΑΟΚ κάτι παραπάνω από τα πλέι οφ, θα έπρεπε να έχει τεχνικό διευθυντή τον Εζεκιήλ. Ο ΠΑΟΚ δεν βρίσκεται στην ανυποληψία της εποχής του Γούμενου, αλλά για να πάει ψηλότερα χρειάζεται χρήμα που δεν το έχει ή ταλέντα που θα βγάλει ο ίδιος, με την αξιοποίηση των ταλέντων να μην είναι ακριβώς το δυνατό σημείο του Σάντος.


Στην ιστορία που προέκυψε με τις διαμαρτυρίες στους διαιτητές στον Παναθηναϊκό, να πω ότι είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν συμφωνώ με τον Τεν Κάτε. Για την ακρίβεια, συμφωνώ με τον Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος όταν ήταν προπονητής απαγόρευε αυστηρά στους παίκτες να διαμαρτύρονται. Με την εξήγηση ότι στον διαιτητή πρέπει να διαμαρτύρεται μόνο ο προπονητής, διότι όταν αφήσεις τους παίκτες να το κάνουν είναι σαν να τους επιτρέπεις να βρουν δικαιολογία για να χάσουν. «Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε, κόουτς, αλλά η διαιτησία...». Ιδια γραμμή ακολουθούσε και ο Μπίλι Μάρτιν στους Νιου Γιορκ Γιάνκις τη δεκαετία του '70, όταν έχοντας μια από τις πιο τσαμπουκαλεμένες ομάδες, ο τσαμπουκάς έβγαινε στους αντιπάλους και όχι στους διαιτητές. Ας μου επιτραπεί να υποθέσω ότι αν οι παίκτες του Παναθηναϊκού είχαν κολλήσει στο πέναλτι που δεν έδωσε ο Κάκος, δύσκολα θα γύριζαν το ματς.

Επίσης, το θέμα είναι πώς διαμαρτύρεσαι στον διαιτητή. Πριν από ένα χρόνο ένας βετεράνος της διαιτησίας μίλαγε για τους διαφορετικούς τρόπους που διαμαρτύρονται οι παίκτες. Ελεγε λοιπόν: «Ο Νίκος Λυμπερόπουλος μπορούσε και να βρίσει. Ποτέ, όμως, δεν το παρεξηγούσα, μια και φαινόταν ότι το έκανε στην κάψα τού αγώνα και με το που τελείωνε, είχε τελειώσει και το θέμα. Ο παίκτης που με εκνεύριζε περισσότερο από κάθε άλλον ήταν ο Δημήτρης Μαυρογεννίδης. Ο οποίος δεν έβριζε, αλλά ειρωνευόταν. Και το έκανε με τέτοιον τρόπο σαν να προσπαθούσε να σε προσβάλει».

Ορισμένες φορές δεν μπορείς ούτε ο ίδιος να καταλάβεις γιατί κάτι που λέει ένα πρόσωπο σου τη δίνει και αν το ίδιο πράγμα το κάνει κάποιος άλλος, όχι μόνο δεν σε ενοχλεί, αλλά το βρίσκεις και ευχάριστο. Ενα πράγμα που δεν ισχύει μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά και σε άλλους χώρους της διασκέδασης, όπως παραδείγματος χάρη στο θέατρο. Πριν από μία εβδομάδα στο Λονδίνο είχα κλείσει εισιτήρια για δύο παραστάσεις. Για το κλασικό «Φάντασμα της Οπερας» και το «Ολιβερ», τη μιούζικαλ διασκευή του Ολιβερ Τουίστ, που πρώτη φορά είχε παρουσιαστεί στον κινηματογράφο το 1969, σε σκηνοθεσία Μαρκ Λέστερ. Το «Φάντασμα της Οπερας» ήταν αυτό που μπορούσες να περιμένεις. Μια άρτια παράσταση δουλεμένη στον χρόνο, αλλά και κάπως μπαγιάτικη. Σαν να είχε παιχτεί μια φορά περισσότερο απ' όσο άντεχε. Αντίθετα, το «Ολιβερ» ήταν ολόφρεσκο. Είχε κάνει πρεμιέρα τον Δεκέμβριο και τον ρόλο του Φέιγκιν, που στον κινηματογράφο είχε παίξει ο Ρον Μούντι (κατά τεκμήριο θεατρικός ηθοποιός), στην παράσταση έπαιζε ο Ρόουαν Ατκινσον, γνωστός ως Mr Bean. Στο θέμα της ηθοποιίας, λοιπόν, οι εμφανίσεις ήταν, όπως αναμενόταν, μπαλαφάρες. Υπερβολική φωνή, γκριμάτσες προς το κοινό και κινήσεις ένα «κλικ» περισσότερο υπερβολικές απ' όσο απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αλλά η μπαλαφάρα ήταν ελεγχόμενη. Υπήρχε κάποιο αδιόρατο σημείο που σταματάει το καλό γούστο, που κανένας δεν το ξεπέρναγε. Νιώθεις ότι αν το ίδιο έργο ανέβαινε στην Ελλάδα, εκτός του ότι ο ένας θα έσπρωχνε τον άλλο για να βρεθεί μπροστά στη σκηνή, τον Φέιγκιν θα τον έπαιζε κάνας Σεφερλής, που θα άνοιγε τις παλάμες και θα πλησίαζε το κωλαράκι του Ολιβερ για να γελάει ο κόσμος.

Η διαφορά ανάμεσα στην Αθήνα και το Λονδίνο είναι ότι το δεύτερο πριν από 150 χρόνια ήταν μια βιομηχανική μεγαλούπολη και η πρώτη ένα κωλοχώρι των 20.000 κατοίκων, που μόλις είχε βγει από την τουρκική κατοχή. Είναι και ο λόγος που ενώ στο Λονδίνο και τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις για να χαρακτηριστεί ένα κτίριο μνημείο πρέπει να είναι 200 ετών, στην Αθήνα δεν υπάρχει ούτε ένα τέτοιο και ό,τι ρημάδι είναι προπολεμικό, το ονομάζουμε νεοκλασικό και το θεωρούμε έργο τέχνης. Η διαφορά ανάμεσα στον κάτοικο του Λονδίνου και στον κάτοικο της Αθήνας, ανάμεσα στον κάτοικο της πόλης και τον χωριάτη είναι στις απαιτήσεις. Ο κάτοικος της μεγάλης ευρωπαϊκής πόλης όποιο καινούργιο έργο βλέπει μπορεί να το συγκρίνει με παραστάσεις 250 ετών. Ο κάτοικος του χωριού που λέγεται Αθήνα με τι να το συγκρίνει; Με τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» που βλέπανε οι πρόγονοί του στην Κουτσούφλιανη;

Μια και ήρθε η κουβέντα στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας», να γράψω μια ιστορία που είχε πρωτογράψει ο Τσιφόρος πριν από μερικές δεκαετίες. Για ένα θίασο που στη δεκαετία του '50 περιόδευε την ελληνική επαρχία παίζοντας εναλλάξ τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» και την «Παναγία των Παρισίων». Στα χωριά οι παραστάσεις διαφημίζονταν με χειρόγραφες αφίσες που καρφώνονταν στον πλάτανο της πλατείας. Τις αφίσες έγραφε ο φροντιστής του θιάσου, που ήταν λάτρης και του δεύτερου ποτηριού στο ποτό. Δηλαδή όχι μόνο του δεύτερου, αλλά και του τρίτου και του τέταρτου... Ενα βράδυ οι ηθοποιοί περίμεναν τον κόσμο για την παράσταση, αλλά άνθρωπος δεν εμφανιζόταν. Πετάχτηκε κάποιος στην πλατεία για να δει αν η αφίσα έμενε καρφωμένη. Οταν γύρισε είπε ότι μια χαρά καρφωμένη ήταν η αφίσα, αλλά ο φροντιστής έγραψε «Ο Αγαπητικός της Παναγίας».

Οσο για το θέατρο «Royal» της Drury Lane στο οποίο είδα το «Ολιβερ», ας μην το κουβεντιάζουμε και πολύ, επειδή μου έρχονται δάκρυα. Με έμφαση στη βικτωριανή διακόσμηση στην οροφή και τους γλυπτούς εξώστες να εξέχουν πάνω από τη σκηνή, πήγα για ποτό στο διάλειμμα και αντί για το συνηθισμένο Jack παρήγγειλα Harvey's Cream Sherry.


Ποιο είναι, λοιπόν, το καλύτερο κτίριο τέχνης στην Αθήνα; Κατά κοινή ομολογία το «Μέγαρο της Μουσικής». Στο οποίο μπαίνεις μέσα στην αίθουσα και με το που βλέπεις αυτή την ανοιχτή καφέ σκατουλί μπουαζερί στο βάθος νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην DDR και σε λίγο θα μπει ο σύντροφος Εριχ Χόνεκερ για να ανακοινώσει το επόμενο πενταετές πλάνο.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube