Εάν μια ομάδα άξιζε να νικήσει στο χθεσινό ντέρμπι, αυτή ήταν ο Παναθηναϊκός. Δεν είναι μόνο η συνολική εικόνα του αγώνα –κυρίως στην επανάληψη– που συνηγορεί υπέρ αυτής της ετυμηγορίας. Είναι και η διάθεση ομάδων και προπονητών.
Προτού αρχίσει να νοστιμίζει το παιχνίδι χάρη σε φάσεις, ρόλο «αλατοπίπερου» διαδραμάτιζαν οι... εκφράσεις: στο πάνω δεξί τμήμα του τηλεοπτικού δέκτη οι γκριμάτσες των Καραγκούνη – Μπασινά, δηλαδή δύο εκ των πιο εκφραστικών Ελλήνων ποδοσφαιριστών, χρησίμευαν σαν πασατέμπος. Να περάσει ευχάριστα η ώρα μέχρι να καταφθάσουν οι αμιγώς αγωνιστικές συγκινήσεις. Κάτι που έγινε έπειτα από την παρέλευση του πρώτου ημίωρου. Μέχρι τότε φαινόταν πως το 4-4-2 και των μεν και των δε περιόριζε δραστικώς τις πιθανότητες να γίνει μεγάλη ευκαιρία. Μια καλή ευκαιρία, πάντως, είχε ήδη δημιουργήσει ο Παναθηναϊκός: στο 10', όταν το σουτ του Σαλπιγγίδη το διαδέχθηκε η ασταθής απόκρουση του Σάχα και στο κρίσιμο, στιγμιαίο ερώτημα «ποιος προλαβαίνει την μπάλα» δόθηκε η απάντηση «Κυργιάκος». Φάση ενδεικτική του τι θα επακολουθούσε στο παιχνίδι: κάθε φορά που η μπάλα έφθανε στον «Σάλπι» κι αυτός είχε ευχέρεια να παίξει ένας εναντίον ενός, το όλο πράγμα «μύριζε» –ή γινόταν– ευκαιρία. Τουλάχιστον μέχρι το 60-65', όταν ο Σαλπιγγίδης άρχισε να κουράζεται.
Ξαφνικά, λοιπόν, στο 31'-32' το παιχνίδι «άνοιξε» από πλευράς φάσεων. Μαζί του άνοιξε και ένα άτυπο τεφτέρι... επικοινωνιακών, υποθετικών «αν»: φαντάζεστε ποιον επικοινωνιακό εφιάλτη θα βίωνε η διοίκηση του Παναθηναϊκού, αν η κεφαλιά του Κυργιάκου είχε βρει δίχτυα κι όχι δοκάρι κι αν –επιπροσθέτως– η ΑΕΚ κέρδιζε χάρη σε ένα τέτοιο γκολ; Φαντάζεστε ποια επικοινωνιακή ευτυχία θα ζούσε η «πράσινη» διοίκηση εάν –στο επόμενο λεπτό– είχε σκοράρει ο Ζιλμπέρτο, δηλαδή το «βαρύ χαρτί» των φετινών μεταγραφών της ομάδας και αν το γκολ αυτό αποδεικνυόταν καθοριστικό στον αγώνα; Η μπαλιά του Σαλπιγγίδη στην εν λόγω φάση ήταν «πάρε-βάλε», αλλά ο Ζιλμπέρτο δεν έβαλε καλά το πόδι του. Αν, πάλι, χρειάζεται να ακτινογραφήσει κάποιος τη φάση της κεφαλιάς που έκανε ο Κυργιάκος ανενόχλητος στην καρδιά της «πράσινης» άμυνας, ίσως να οφείλει μία υπόμνηση: έξι λεπτά νωρίτερα είχε αποχωρήσει –τραυματισμένος γαρ– ο Γκούμας, ο δε αντικαταστάτης του, ο Μελίσσης, ακόμα ψαχνόταν. Στη συνέχεια ο Μελίσσης βελτιώθηκε.
Οι εντυπώσεις της επανάληψης ανήκουν στον Παναθηναϊκό. Οχι πως ήταν σαρωτικός, όχι πως δημιούργησε μεγάλες ευκαιρίες –μία έγινε, στο 63', αυτή που υποχρέωσε τον Ζιλμπέρτο να χρεωθεί το... δις αστοχείν. Ομως, πώς να το κάνουμε, μόνο ο ΠΑΟ έδειχνε εμπράκτως διάθεση να χτυπήσει το παιχνίδι. Διάθεση η οποία αποτυπώθηκε ευκρινώς στην κίνηση του Τεν Κάτε να επιστρατεύσει στο 57' τον Ρουκάβινα στη θέση του Γκάμπριελ. Ισως ο κόουτς του «τριφυλλιού» μπορούσε να ρίξει νωρίτερα στη μάχη τον Πετρόπουλο.
Στον αντίποδα, η «Ενωση» είχε προφανή στόχο τη διαφύλαξη του «Χ» –και από εκεί και πέρα ό,τι ήθελε προκύψει. Ο Μπάγεβιτς, πάντως, δεν... ήθελε να προκύψει το παραμικρό ρίσκο, ούτε όμως και να κάνει σχετικά νωρίς τις διορθωτικές κινήσεις του: μέχρι να αναθέσει στον Μαντούκα (75') τη δουλειά που αδυνατούσε να κάνει ο –αρνητικός χθες– Ενσαλίβα είχαν παρέλθει 20-25 προβληματικά «κιτρινόμαυρα» λεπτά στην επανάληψη. Αλλα πέντε λεπτά προστέθηκαν έως ότου επιστρατεύσει τον Γεωργέα. Αυτή η καθυστέρηση, άραγε, μείωνε τα περιθώρια του ΠΑΟ να κάνει τη ζημιά ή τα διεύρυνε; Μάλλον το δεύτερο. Δεν βλέπω, επίσης, γιατί θα ήταν ρίσκο η χρησιμοποίηση νωρίτερα του Εντίνιο στη θέση του χλομού Τζεμπούρ: αν μη τι άλλο, ο Παναθηναϊκός θα είχε ένα λόγο παραπάνω να προσέχει τα νώτα του.
Στα νώτα του Ολυμπιακού, σε απόσταση... κάποιας βολής, παραμένει πλέον μόνο ο πολύ σοβαρός ΠΑΟΚ. Αυτό είναι το διά ταύτα.