Οταν οι μέτοχοι της ΑΕΚ αναλάμβαναν την ΠΑΕ με σβησμένα τα χρέη και τον Ντέμη Νικολαΐδη για μπροστάρη, ξεκίνησαν με ένα συμβόλαιο με τον κόσμο. Οτι από την πλευρά τους θα του λένε πάντα την αλήθεια, θα του λένε τι σχεδιάζουν και ότι από την πλευρά του θα πηγαίνει στο γήπεδο χωρίς να είναι κολλημένος με το αποτέλεσμα και θα χειροκροτεί, γνωρίζοντας ότι σε πέντε χρόνια η ΑΕΚ θα είναι πρωταγωνίστρια με μια ομάδα φτιαγμένη από δικά της παιδιά. Το σχέδιο τελικά έμεινε στα χαρτιά. Στον τέταρτο χρόνο της η ΑΕΚ, που βάσει πλάνου θα είχε μέσο όρο ηλικίας κάτω από τα 21, βρέθηκε με τον μεγαλύτερο μέσο όρο ηλικίας από τις ομάδες που ανταγωνιζόταν και το γήπεδο και το προπονητικό κέντρο ήταν τόσο μακριά όσο και τη μέρα που η ομάδα του Νικολαΐδη αναλάμβανε τη διοίκηση. Ο πέμπτος χρόνος ήταν και ο χειρότερος. Παρ' ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, η ομάδα ήταν η καλύτερη της πενταετίας, ο Ντέμης Νικολαΐδης δεν κάθισε να την απολαύσει, έφυγε επειδή ο κόσμος αποδοκίμασε το γκολ του Μαϊστόροβιτς και οι μέτοχοι βρέθηκαν να ψάχνονται. Στο μια από τα ίδια; Δυστυχώς, πολύ χειρότερα. Γιατί περισσότερο από τα λεφτά με την αλλοπρόσαλλη πολιτική της τελευταίας τετραετίας η ομάδα του Νικολαΐδη είχε εξαντλήσει τα αποθέματα καλής θέλησης της κερκίδας. Τώρα, με πάνω από 13 εκατομμύρια να πρέπει να εκταμιευθούν χωρίς να περιλαμβάνονται μεταγραφές, με τη χρονιά ήδη χαμένη, η σημερινή διοίκηση της ΑΕΚ θα πρέπει να κάνει κάποιες κινήσεις. Πρώτα και βασικά στην κερκίδα.
Ακόμα και από υποχρέωση για τη στήριξη στα τέσσερα χρόνια η διοίκηση της ΑΕΚ πρέπει να ενημερώσει τον κόσμο πού έσφαλε, γιατί έσφαλε, γιατί δεν θα επαναλάβει τα ίδια σφάλματα και τι σχέδια έχει για το μέλλον με όσο το δυνατόν σαφέστερο χρονοδιάγραμμα. Οπως στηρίχτηκε από τον κόσμο όταν είχε αναλάβει, τώρα θα πρέπει να ζητήσει ξανά τη στήριξη του κόσμου για να συνεχίσει, αν φυσικά έχει τα χρήματα για να το κάνει. Ενας τρόπος να απευθυνθεί στον κόσμο είναι να επαναλάβει ό,τι έκανε στο παρελθόν για το γήπεδο. Να ζητήσει τη γνώμη των κατόχων εισιτηρίων διαρκείας, αλλά αυτή τη φορά και τη γνώμη των μελών της Ερασιτεχνικής, ώστε να καλυφθούν και οι οργανωμένοι.
Από εκεί και πέρα «όποιος έζησε με το ξίφος θα πεθάνει και από το ξίφος» που λένε και οι Αγγλοι. Μια διοίκηση που στηρίχτηκε από τον κόσμο φεύγει μόνον όταν ο κόσμος πια δεν τη θέλει. Το «και μετά;» δεν μπορεί κανένας να το μαντέψει. Ο καθένας, όμως, μπορεί να απαιτήσει «ειλικρίνεια και επικοινωνία» από μια διοίκηση που ξεκίνησε με την αμεσότητα της Αγοράς των Αθηνών και έχει καταλήξει να είναι περισσότερο εσωστρεφής από το πρεζίντιουμ του Μπρέζνιεφ.
Η πολιτική των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων στον τομέα του αθλητισμού δεν διαφέρει από αυτή σε οποιονδήποτε άλλο τομέα. «Τι τα σκαλίζεις; Ο,τι και να κάνεις, ένας θα είναι ευχαριστημένος και 10 δυσαρεστημένοι. Μόνο που και οι 11 έχουν ψήφο». Οπότε κάθε κυβέρνηση μεταθέτει όποια απόφαση μπορεί να έχει κόστος στην κάλπη στην επόμενη. Με αποτέλεσμα τα προβλήματα να συσσωρεύονται, να διευρύνονται και κάποια στιγμή το κόστος επίλυσής τους να είναι τόσο βαρύ, που καμία κυβέρνηση να μην μπορεί να το επωμισθεί. Για ορισμένα από τα προβλήματα που θα ήθελα να γράψω ότι ελπίζω να επιλυθούν τον επόμενο χρόνο, είναι πιθανότερο να δω τον Κομπότη να σηκώνει τη φετινή κούπα από το να το δω να επιλύονται.
1) Οι επαγγελματικές κατηγορίες. Με τη Λαμία να βάζει λουκέτο και στον Αιολικό να ψάχνουν πού έβαλαν τα κλειδιά του λουκέτου για να το κλείσουν, είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει τρεις επαγγελματικές κατηγορίες. Μπορεί να έχει μία επαγγελματική κατηγορία, τη Σούπερ Λίγκα, μία αμειβόμενων ποδοσφαιριστών, τη Β' Εθνική, στην οποία τα χρήματα θα είναι συμπλήρωμα σε αυτά που θα βγάζει ο ποδοσφαιριστής από την άλλη εργασία του και από εκεί και πέρα τα ερασιτεχνικά. Κάτω από τη Β' Εθνική κατηγορία όποιος ποδοσφαιριστής θέλει να παίζει, να ξέρει ότι το κάνει για την πλάκα του. Ακόμα και αν ο πρόεδρος της ομάδας θέλει να του δώσει λεφτά να το αντιλαμβάνεται σαν χαρτζιλίκι. Σήμερα για να κάνεις πρωταθλητισμό στην Α' κατηγορία Αθηνών χρειάζεσαι μισό εκατομμύριο. Αυτά τα χρήματα μπαίνουν μόνο από καψούρα στην ομάδα –και τους καψούρηδες τους πάτησε το τρένο– ή για να αποσβεστούν θα πρέπει να γίνουν ταρζανιές. Οι οποίες μπορούν να γίνουν μόνο με ομορφιές του ποδοσφαίρου. Λύση; Μόνο μία επαγγελματική κατηγορία και αυστηρός έλεγχος των οικονομικών των ΠΑΕ.
2) Οι έλεγχοι. Πριν από λίγο καιρό είχε κυκλοφορήσει από πλευράς οπαδών του Αρη μια ανάλυση του ισολογισμού του ΠΑΟΚ. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είχαν απαντήσει ότι οι Αρειανοί είναι γέννημα-θρέμμα κουκουλοφόροι, από πλευράς διοίκησης του ΠΑΟΚ είχαν πει ότι όλα είναι εντάξει και κάπου ξέφτισε το θέμα και έσβησε. Πιθανόν να μην υπήρξε καμία παρατυπία στον ισολογισμό ή μπορεί να συνέβαινε το αντίθετο. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι έτσι ή αλλιώς το κράτος δεν θα επενέβαινε. Οπως δεν έχει επέμβει για καμία ομάδα που είχε φορολογικό ή πρόβλημα πληρωμών, εκτός από την περίπτωση του ΠΑΣ Γιάννινα, ο οποίος έπεσε κατηγορία διότι είχε την ατυχία να χρωστάει όταν έγινε η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού. Σήμερα ο ΠΑΣ δεν θα χρειαζόταν ούτε να ασχοληθεί. Συμπέρασμα; Το κράτος πρέπει να ελέγχει όλες τις ΠΑΕ τακτικά, ώστε να μην υπάρχει η υπεράσπιση «Γιατί όταν τα έκλεβαν δεν τους ελέγχατε;». Αν δεν μπορεί, τουλάχιστον ας έχει τους ίδιους όρους για όλους. «Δεν χρειάζεται να πληρώνετε ούτε τον ΦΠΑ ούτε την εφορία ούτε τίποτα, φτάνει να μη ζητάτε και λεφτά».
3) Οι χορηγίες και οι οικονομικές διευκολύνσεις. Το ποδόσφαιρο εδώ και 50 χρόνια έχει πάψει να είναι μέσο που θα τραβήξει τη νεολαία μακριά από τα σφαιριστήρια, τα κλαμπ, τις καφετέριες ή ό,τι άλλη φοβία και κόλλημα τραβάει η γερουσία της εποχής. Το ποδόσφαιρο σήμερα είναι επαγγελματικό, οι μισοί παίκτες ξένοι και δεν παρέχει κάτι περισσότερο από θέαμα. Οπότε και το κράτος πρέπει να βλέπει τις ΠΑΕ και τους ιδιοκτήτες τους όπως βλέπει τους ιδιοκτήτες των θεάτρων και των κινηματογράφων. Το «Αττικα» μπορεί να είναι πιο ιστορικός κινηματογράφος από το «Εμπασυ», αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να δίνει περισσότερα χρήματα και γη στο πρώτο. Η λογική ότι οι μεγάλες ομάδες έχουν μεγαλύτερα δικαιώματα στα κρατικά λεφτά από τις μικρότερες εκτός του ότι είναι κυνική, ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανισότητα. Αν θέλουμε το κράτος να δίνει λεφτά στις ομάδες, τουλάχιστον ας το κάνει με κανόνες. Οχι με τον κανόνα «όποια ομάδα έχει τους περισσότερους οπαδούς, άρα και τις περισσότερες ψήφους, παίρνει τα περισσότερα».
4) Τα γήπεδα. Στην περίπτωση του Ολυμπιακού ήταν θέμα κράτους. Το οποίο σχεδόν εξεβίασε τα μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής να ενοικιάσουν το Καραϊσκάκη στον Ολυμπιακό με τους όρους που ήθελε ο Κόκκαλης. Το κράτος υποσχέθηκε τον χώρο του Ιπποδρόμου σε αντάλλαγμα, επειδή το Καραϊσκάκη από στάδιο γινόταν γήπεδο, αλλά η ΕΟΕ έφαγε ρίξιμο. Η περίπτωση του Παναθηναϊκού με τον Βοτανικό είναι διαφορετική, επειδή εκεί εμπλέκεται ο Δήμος Αθηναίων. Πριν από τις εκλογές ο Νικήτας Κακλαμάνης, όπως και ο Κώστας Σκανδαλίδης, είχε προεκλογικά δηλώσει ότι είναι υπέρ του γηπέδου. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε επιφυλάξεις. Οι Αθηναίοι έβγαλαν τον Κακλαμάνη. Αρα κανένας δεν μπορεί να πει «κοίτα τώρα τι κάνει». Οσο για τις προσφυγές στο ΣτΕ να σημειωθεί κάτι: τριακόσια μεγάλα παιδιά και κορίτσια βρίσκονται στη Βουλή. Οι μισοί και βάλε είναι δικηγόροι. Για να ψηφίσουν νόμο, τον προτείνει η κυβέρνηση και τον ελέγχει η αντιπολίτευση. Επειτα, λοιπόν, από όλα αυτά τα μεγαλεία είναι πολύ να ζητήσει οι νόμοι που ψηφίζουν να μην ανατρέπονται στο Επικρατείας; Γιατί και ο έρμος ο Γρανίτσας σε νόμο βασίστηκε για να κάνει το «Palais de Grani» και ο Παναθηναϊκός σε νόμο βασίστηκε για να ξεκινήσει την ιστορία με τον Βοτανικό. Αν δεν πιστεύεις στους νόμους που ψηφίζει η Βουλή, πού πρέπει να πιστεύεις;