Αν ανατρέξει κανείς στα δημοσιεύματα κάθε ρεπόρτερ Παναθηναϊκού σε κάθε αθλητική εφημερίδα, θα θυμηθεί ή θα μάθει ότι ο Ροντρίγκο Σόουζα πήγαινε πάντα πρώτος, έφευγε τελευταίος, έκοβε ταρίφα τουλάχιστον δύο γκολ στα οικογενειακά διπλά και έδειχνε ιδιαίτερη προθυμία και διάθεση, ακόμα και όταν άρχισε να μυρίζεται ότι είναι πιο πιθανό να παίξει φορ ο Σιόντης παρά ο ίδιος. Τα ίδια και για τον Χριστοδουλόπουλο, ο οποίος όπου έβλεπε φιλικό με την ομάδα Νέων, Γέρων, τη Μαρκό, το Κορωπί ή παιχνίδι μικρής Εθνικής ομάδας «έβγαζε μάτια» και «χτύπαγε την πόρτα της 11άδας». Τελικά και οι δυο τους, παρ' όλο που τη χτύπησαν επίμονα, κανείς δεν τους άνοιξε. Και αν για τον Χριστοδουλόπουλο υπάρχει ο χρόνος να βελτιωθεί και να παίξει στην ομάδα, για τον Βραζιλιάνο τέλειωσε η άμμος στην κλεψύδρα. Αν ο μάνατζέρ του είχε προνοήσει να του ψωνίσει ένα ιταλικό, ισπανικό ή βουλγαρικό διαβατήριο, υποψιάζομαι ότι θα έπαιρνε ευκαιρίες μέχρι το καλοκαίρι, αλλά με λίγα γκολ και χωρίς κοινοτικό διαβατήριο πρέπει να φύγει εδώ και τώρα. Διότι τα οικογενειακά διπλά, τα φιλικά και τα παιχνίδια των μικρών Εθνικών ομάδων είναι κριτήριο 11άδας μόνο αν οι εμφανίσεις αυτές επαναλαμβάνονται σαν φωτοτυπία Α4 και στα επίσημα παιχνίδια. Διαφορετικά, είναι για να γεμίζουμε σελίδες στο ρεπορτάζ των ομάδων.
Κάποιος φεύγει, λοιπόν, κάποιος ετοιμάζεται να έρθει. Το θέμα είναι πώς θα εξασφαλιστείς ότι ο καινούργιος θα κάνει καλύτερα τη δουλειά από τον απερχόμενο. Τα πολλά λεφτά δεν είναι ένα ασφαλές τεκμήριο ποιότητας -ο Ροντρίγκο Σόουζα με κόστος μεταγραφής πάνω από 3 εκατομμύρια και ετήσιες απολαβές 800.000 ευρώ «κανονικά θα έπρεπε να έχει βάλει τουλάχιστον 8-10 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις». Παίκτη όμως αγοράζεις, όχι τη στατιστική υπηρεσία του Κώστα Γαλάνη. Αρα το να δαπανήσεις ένα κάρο χρήματα δεν σου εξασφαλίζει γκολ με τη σέσουλα. Μετρήστε πόσοι παίκτες στην Ελλάδα ήρθαν σαν Μεσσίες και έφυγαν ως αποτυχημένοι και θα καταλάβετε.
Διαβάζω τις τελευταίες μέρες γι' αυτόν τον Ζερβίνιο -που πρόδωσε το όνομά του, αφού είναι δεξιοπόδαρος. Που παίζει στη Λε Μαν, που τον έχει η Μπαρτσελόνα στο στόχαστρο μαζί με άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ και κοστολογείται 6-7 εκατομμύρια και βλέπουμε. Πολύ ωραία. Από την άλλη βλέπω ότι σε 17 παιχνίδια έχει βάλει 4 γκολ και αναρωτιέμαι: αν σε 17 παιχνίδια είχε πετύχει 12 γκολ, πόσο θα κοστολογούνταν; Μήπως θα έπρεπε να πουλήσουμε την Παιανία για να τον αγοράσουμε; Αν έχει βάλει 4 γκολ σε ένα πρωτάθλημα λίγο καλύτερο από το δικό μας, γιατί είναι τόσο ξεχωριστός; Και αυτό το «παίζει με επιτυχία τόσο στην κορυφή της επίθεσης όσο και δεξιά» τι ακριβώς σημαίνει; Είναι ο επιθετικός κορυφής ή ένα ακόμα μέλος της λέσχης των μεσοεπιθετικών χωρίς συγκεκριμένη θέση στην 11άδα; Διότι οι μεγάλοι στράικερ του εξωτερικού που ξέρω εγώ είναι παίκτες που παίζουν στην κορυφή, όχι όπου τους βγάλει η θάλασσα. Το ίδιο και αυτοί που κάνουν καριέρα στην Ελλάδα, τέτοιοι είναι. Δεν είδα ποτέ τον Ντιόγο δεξί εξτρέμ ούτε τον Μπλάνκο να σκοράρει ερχόμενος από τα χαφ. Ή το Ζλάταν πίσω από τον Μπακαγιόκο.
Αν λοιπόν είναι να έρθει παίκτης για να μας κάνει να αναρωτιόμαστε τι παραπάνω έχει από τον Μάντζιο, αν τρώει καλώς ή κακώς τη θέση του Πετρόπουλου, αν πρέπει να παίζει αυτός ή ο Νίνης ή ο Γκάμπριελ ή ο Ρουκάβινα και πάει λέγοντας, καλύτερα ας καθίσει εκεί που βρίσκεται. Το καλοκαίρι είναι κοντά, όπου πάντα υπάρχει μεγαλύτερη ηρεμία και όχι η κωλοπιλάλα του Γενάρη. Εκτός αν το σκάουτινγκ αυτή τη φορά έχει λειτουργήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια και ο παίκτης που είναι να έρθει, Ζερβίνιο ή Δεξίνιο, μπορεί όντως να κάνει τη διαφορά. Στο γήπεδο όμως.