Προς το τέλος του 1943, αρχές Δεκέμβρη αν θυμάμαι καλά, ο Τσόρτσιλ, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, προσπαθεί να πάρει στα χέρια του το διπλωματικό παιχνίδι για το τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά το τέλος του πολέμου. Ο πόλεμος ακόμα δεν έχει κριθεί. Ο Τσόρτσιλ στέλνει τον υπουργό Εξωτερικών, Αντονι Ιντεν, στην Τουρκία, για να πείσει τους Τούρκους να ενταχθούν στο πλευρό των συμμάχων εναντίον των Γερμανών. Μια αναγκαία διευκρίνιση. Στην αγγλική γλώσσα η λέξη Τουρκία (Turkey) γράφεται όπως ακριβώς η γαλοπούλα.
Ο Ιντεν έπειτα από κάποιες συνομιλίες στέλνει ένα τηλεγράφημα στον Τσόρτσιλ, στο οποίο αναφέρει: «Slow progress. What else could I say to them?» (μικρή πρόοδος -στις συνομιλίες. Τι περισσότερο να τους πω -για να τους πείσω;). Η απάντηση του Τσόρτσιλ, ένα ευφυολόγημα που έμεινε κλασικό. «Πες τους ότι έρχονται Χριστούγεννα. Και όλοι ξέρουμε τι παθαίνουν οι γαλοπούλες τα Χριστούγεννα...». Το ελληνικό ποδόσφαιρο, με την αποσπασματική προσέγγιση που όλοι (παράγοντες, φίλαθλοι, ποδοσφαιριστές, πολιτεία, δημοσιογράφοι, επιχειρήσεις) υιοθετούμε απέναντί του, θυμίζει μια γαλοπούλα με προδιαγεγραμμένη την τύχη της, μια και η επερχόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση θα χτυπήσει και το ποδόσφαιρο.
Και εμείς δεν συζητάμε ούτε καν την πιθανότητα να βρούμε κάποιον τρόπο να το προστατέψουμε από τα οικονομικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει. Ηδη αυτές τις μέρες άρχισε να συζητείται ο κίνδυνος –λόγω της οικονομικής κρίσης– οι ομάδες της ανερμάτιστης Super League να μην μπορέσουν να εισπράξουν τα χρήματα που έχουν ζητήσει για να παραχωρήσουν τα τηλεοπτικά δικαιώματά τους. Το γεγονός ότι το προϊόν είναι υπερτιμημένο δεν απασχολεί κανέναν. Αν, όμως, η κρίση χτυπήσει –πράγμα που θα συμβεί και εκείνο που αγνοούμε είναι η ένταση με την οποία θα συμβεί–, τότε οι ομάδες θα τρέχουν να ζητάνε τη βοήθεια –για μία ακόμη φορά– του κράτους, μπάλωμα στη δική τους ανικανότητα και προχειρότητα.
Θα περίμενε κάποιος ότι η Super League, αν όντως ενδιαφερόταν για το ελληνικό ποδόσφαιρο και δεν ήταν μια ομαδούλα εξισορρόπησης συμφερόντων και επιρροής, θα είχε ασχοληθεί κάπως περισσότερο, με σοβαρότητα και σε βάθος, με τα χαρακτηριστικά και τη δυναμική του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κοιτώντας κάποιος τις αθλητικές εφημερίδες, χωρίς δυσκολία διαπιστώνει πως το 95% των μεταγραφικών στόχων των ελληνικών ομάδων εν όψει της μεταγραφικής περιόδου του Ιανουαρίου είναι ξένοι ποδοσφαιριστές. Φυσικά, όλα αυτά τα ονόματα που δημοσιεύονται δεν σημαίνει πως θα μεταγραφούν εδώ, αλλά, διάολε, τι σημαίνει όλη αυτή η τάση, που συχνά καταλήγει στον κορεσμό της ελληνικής αγοράς με ξένους ποδοσφαιριστές μέτριους και κακούς, που τίποτα δεν προσφέρουν;
Ασχολήθηκε κάποιος ποτέ σοβαρά με αυτή την εικόνα; Τι θα κάνουν οι περίφημοι «αρμόδιοι» όταν θα σκάσει το σκάνδαλο με τα πλαστά διαβατήρια ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται σε ομάδες της Β' και της Γ' Εθνικής; Τότε θα πέφτουν όλοι απ' τα σύννεφα και θα αρνούνται τις ευθύνες τους. Πώς οι μικρότερες ομάδες θα μπορέσουν να επιβιώσουν οικονομικά σε ένα απαιτητικό και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον αν εκλείψουν οι χορηγίες του ΟΠΑΠ και διάφορων ΔΕΚΟ, που δίδονται –συχνότατα– χωρίς κανένα σεβασμό στα περίφημα κριτήρια της ανταποδοτικότητας; Το ελληνικό ποδόσφαιρο στο επιχειρηματικό κομμάτι του παραμένει ένα καράβι με σημαία ευκαιρίας ή καλύτερα ένα καράβι με σημαία την αρπαχτή. Ενα καράβι που, αντί να πάει για σκραπ, συνεχίζει να γυρίζει στις θάλασσες και να κλέβει όλους όσοι συναλλάσσονται μαζί του με κάθε τρόπο.
Μακελειό χωρίς όρια
Τόσο καιρό που η αποκλεισμένη από τους Ισραηλινούς Λωρίδα της Γάζας έφτασε στα όρια της ανθρωπιστικής καταστροφής, με τον πληθυσμό της να λιμοκτονεί, η περίφημη «διεθνής κοινότητα» σφύριζε αδιάφορα. Ακόμα και τώρα, έπειτα από αυτό το μακελειό, οι αντιδράσεις είναι υποκριτικές μέχρις εκεί που δεν παίρνει. Αμέσως μόλις έγιναν γνωστά τα πρώτα τραγικά αποτελέσματα της πιο σφοδρής επίθεσης του Ισραήλ από το 1967, η ανακοίνωση που εξέδωσε η γαλλική προεδρία της Ε.Ε. εξέφραζε την ανησυχία της!
Μέχρις εκεί φτάνει αυτό που καθ' υπερβολήν ονομάζεται κοινή εξωτερική πολιτική της Ε.Ε., που ορίζοντας ως ειδικό μεσολαβητή για το Μεσανατολικό τον Τόνι Μπλερ έδειξε τις προθέσεις της. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού η αμηχανία του Μπαράκ Ομπάμα, του οποίου οι δύο κύριοι σύμβουλοι σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής είναι Αμερικανοεβραίοι, είναι εμφανής και δυσεξήγητη. Το Ισραήλ, μετά την αλλαγή του βασικού δόγματος στην εξωτερική πολιτική του και ύστερα από την πλειοδοσία επιθετικότητας που δείχνουν απέναντι στη Χαμάς οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων του Ισραήλ, που βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, αποκαλύπτει το αδιέξοδο στο οποίο είναι εγκλωβισμένο.
Ενα αδιέξοδο που δεν ξεπερνιέται με τη βία, αλλά μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Είχε αρχίσει να διαφαίνεται από το 2005, όταν το Ισραήλ απέσυρε ακόμα και με τη βία τους εποίκους από τη Λωρίδα της Γάζας. Μετά ακολούθησαν οι ελεύθερες εκλογές στα παλαιστινιακά εδάφη, τις οποίες κέρδισε η Χαμάς, και το γεγονός αυτό δεν άρεσε σε κανέναν. Ούτε στο Ισραήλ, ούτε στις ΗΠΑ, ούτε στην Ε.Ε. μια και είναι γνωστοί οι δεσμοί της Χαμάς με το Ιράν. Στη συνέχεια ακολούθησε η εμφύλια διαμάχη των Παλαιστινίων, με την απομάκρυνση των ανδρών της Φατάχ του Αραφάτ και της επικράτησης των σκληρών της Χαμάς, που δεν ήθελαν την εκεχειρία μετά τον αποκλεισμό που επέβαλε το Ισραήλ.
Τον Ιανουάριο τελειώνει και η θητεία του μετριοπαθούς Αμπάς στην προεδρία και κατόπιν ο μόνος με τον οποίο θα μπορούσαν οι Ισραηλινοί να διαπραγματευτούν είναι η Χαμάς. Κάτι το οποίο δεν πρόκειται να συμβεί. Από τη στιγμή που η περίφημη «διεθνής κοινότητας» δεν έχει καμία πρόθεση να επέμβει για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης και δίκαιης λύσης, από τη στιγμή που οι όποιες διπλωματικές πιέσεις ασκούνται έχουν κατεύθυνση μόνο την παλαιστινιακή πλευρά, ενθαρρύνοντας την αλαζονεία και την επιθετικότητα του Ισραήλ, λύση δεν πρόκειται να υπάρξει. Και οι εκατόμβες των θυμάτων θα πληθαίνουν.
Ο θεωρητικός της σύγκρουσης
Οι περισσότεροι γνώρισαν ή άκουσαν το όνομα του Σάμιουελ Χάντιγκτον γύρω στο 1998, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης». Οι απόψεις του γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη διάδοση μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, τον Σεπτέμβριο του 2001. Η βασική θέση του Χάντιγκτον –που εξυπηρέτησε σε μεγάλο βαθμό την αμερικανική εξωτερική πολιτική– ήταν ότι στην εποχή που ακολούθησε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου οι συγκρούσεις θα προκαλούνταν πολύ λιγότερο από τις ιδεολογικές τριβές μεταξύ των κρατών και πολύ περισσότερο από τις πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές μεταξύ των πολιτισμών.
Αυτή η θέση είχε διατυπωθεί αρχικά το 1993, σε ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Foreign Affairs». Ο Χάντιγκτον διαπίστωνε την ύπαρξη διάφορων πολιτισμικών συνασπισμών στον κόσμο με διαφορετικά συμφέροντα, που αργά ή γρήγορα θα έρχονταν σε σύγκρουση. Ο Χάντιγκτον, που εγκατέλειψε αυτόν τον κόσμο των συγκρούσεων την περασμένη εβδομάδα σε ηλικία 81 ετών, δίδασκε για 57 χρόνια συνεχώς στο Χάρβαρντ.