Από το πρωινό του Σαββάτου ήταν «αλλού». Το μεσημέρι στο τραπέζι τού μιλούσε ο πατέρας του, αλλά δεν καταλάβαινε τίποτε. Ετρωγε μηχανικά. Κάποια στιγμή, μάλιστα, πήγε να του πέσει το ποτήρι με το γάλα. Ο γέρος τού έλεγε την ίδια εκείνη ιστορία με τον Πεντζαρόπουλο στο παιχνίδι στο Τάμπερε, τότε που είχε πιάσει τα άπιαστα. Ο γέρος ήταν ναυτικός και στο παιχνίδι εκείνο ήταν στο γήπεδο. Τα 'χε και με μια γκόμενα Φινλανδέζα εκείνον τον καιρό, είχε ξεμείνει ένα-δύο μήνες στη Φινλανδία, «εκεί που δεν νυχτώνει ποτέ και οι γυναίκες ντύνονται πέπλα από λευκές νύχτες»… Αυτό το τελευταίο τού το είχε εκμυστηρευτεί εμπιστευτικά την περασμένη Κυριακή το απόγευμα, όταν γυρίζανε με τον ηλεκτρικό από το γήπεδο, με τον όρο «να μην το μάθει η κυρα-Μαρία», η μάνα του. Ο πατέρας του την αγαπούσε τη μάνα του. Κι αυτόν τον αγαπούσε. Τρία χρόνια τώρα δεν τον είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί. Και τώρα προσπαθούσε να του τονώσει το ηθικό, αφού αύριο, Θεέ μου! Κόλαση.
Πώς θα καθίσει κάτω απ' τα δοκάρια; Ηταν το τελευταίο παιχνίδι της χρονιάς. Θα παίζανε στο γήπεδο της Νήαρ Ηστ με τον Αστέρα Καισαριανής. Παιχνίδι μπαράζ. Οποιος κέρδιζε ανέβαινε κατηγορία. Το πρωί έμαθε ότι ο Τάκης Κοκκοβίκας χτύπησε με τη βέσπα και αναγκαστικά θα έπαιζε πρώτος.
Ολα τα παιδιά της ομάδας τον είχαν πάρει τηλέφωνο και του είχαν δώσει κουράγιο… Αλλά αυτός καταλάβαινε… Ηταν τρόπος για να κρύψουν και εκείνοι τη νευρικότητά τους. Το απόγευμα πέρασε από το σπίτι του ο Σταμάτης Σταμίρης, ο σέντερ μπακ, και του έφερε ένα καινούργιο ζευγάρι επιγονατίδες. Ο γέρος του εκεί, το βιολί του. Του θύμιζε ένα σωρό μεγάλες αποκρούσεις… Τι Ρίμπας, τι Θεοδωρίδης, τι Οικονομόπουλος, τι Κελεσίδης, τι Σαργκάνης, τι Στεργιούδας, τι Σεραφίδης, τι Βουτσαράς, τι Στέφας, τι Χρηστίδης, τι Κωνσταντίνου. Πήγαινε στο κρεβάτι και τα πόδια του τρέμανε… Κόντευε τρεις τα ξημερώματα και δεν του κόλλαγε ύπνος… Είχε τρομερούς εφιάλτες. Στην καλύτερη περίπτωση έτρωγε έξι γκολ. Και γκολ-αυτοκτονία. Κάτω απ' τα πόδια, μέσα απ' τη λαβή. Εβλεπε σαν σε ριπλέι τον εαυτό να κάνει έξοδο και να πιάνει αέρα ή να κάνει δύο απανωτά πέναλτι… Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου είδε μια σκιά να πλησιάζει και να κάθεται δίπλα του στο κρεβάτι. Ηταν ο πατέρας του, όπως τότε που ήταν μικρός και είχε γρίπη, ερχόταν στο προσκέφαλο και του έλεγε ιστορίες για παιχνίδια που δεν είχε δει, γιατί τότε δεν υπήρχαν βίντεο, dvd, τηλεοράσεις και εκατομμύρια.
«Ο,τι και να γίνει αύριο, γιε μου, να θυμάσαι: το ποδόσφαιρο δεν έχει σύνορα. Γιατί αν είχε, θα φυλάγαμε όλοι σκοποί». Του χάιδεψε τα μαλλιά και άρχισε να του διηγείται εκείνο το παιχνίδι Κυπέλλου στη Λεωφόρο μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ, όταν μπήκε ο κόσμος στο γήπεδο και τα έκανε «γης Μαδιάμ». Τα βλέφαρά του βάραιναν. Οταν ύστερα από ώρα άνοιξε τα μάτια του, βρέθηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο σαν σε πύργο. Κοίταξε ολόγυρα και κοκάλωσε. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή δεν έβγαινε από το λαρύγγι του. Το δωμάτιο ήταν τεράστιο με πολλά μικρά τραπέζια και ένα τεράστιο τζάκι στο οποίο έκαιγε μια εντυπωσιακή φωτιά… Κοντά στο τζάκι τρεις μεγάλοι δερμάτινοι καναπέδες και πίσω τους βρισκόταν ένα μεγάλο μαύρο Στάινγουεϊ. Στους τοίχους ολόγυρα, όσο έπιανε το μάτι, λαβαράκια από όλες τις μεγάλες ομάδες του κόσμου και φωτογραφίες, ασπρόμαυρες κυρίως, στις οποίες μπορούσες να δεις όλους τους «μύθους». Αυτό, όμως, ήταν το λιγότερο. Στο πιάνο καθόταν ο Γιάννης Διακογιάννης και έπαιζε κάποιο ρεφρέν, ένα γαλλικό τραγούδι που δεν μπορούσε να θυμηθεί. Δεξιά κι αριστερά του ήταν ο Κοπά, ο Φοντέν, ο Σκιαφίνο, ο Ριβέρα και ο Ντι Στέφανο. Μιλούσαν για τον ρυθμό και τη μελωδία και πώς αυτά τα βλέπεις στις κινήσεις ενός ποδοσφαιριστή στο γήπεδο. Ο Κόπα, φωνακλάς όπως πάντα, προσπαθούσε να πείσει τον Σκιαφίνο ότι το ταγκό ως χορός δεν έχει την αβρότητα που χρειάζεται ένας χορός ανάμεσα σε δυο ερωτευμένους. Ο Διακογιάννης τότε του πέταξε: «Το ταγκό είναι ένα καβγαδάκι ερωτευμένων που χορεύεται».
Ο Φοντέν κρυφογέλασε, έδωσε μια φιλική γροθιά στον ώμο του Κόπα και του ψιθύρισε: «Allez, mon ami… L’ affaire est classe». Λίγο δεξιότερα σ' ένα τραπέζι είδε μια σύναξη επιθετικών σκέτο εφιάλτη. Ο Γκερντ Μίλερ, ο Ραούλ, Γκαρίντσα, ο Τζορτζ Μπεστ και εκείνος ο απίθανος Ραϊμόντο Ορσι, που είχε πετύχει το νικητήριο γκολ με το οποίο η Ιταλία είχε πάρει το Παγκόσμιο του '34 κόντρα στην Τσεχοσλοβακία. Ο Μεάτσα όρθιος τους παρακολουθούσε μαζί με τον Χέντο και σχολίαζαν χαμηλόφωνα τα χτυπήματα που γίνονταν σ' ένα, κατά τα φαινόμενα, εντυπωσιακό πόκερ. Ο Μίλερ και ο Μπεστ φώναζαν περισσότερο από όλους... Ισως έφταιγε και εκείνο το ιρλανδικό μαλτ που είχε φέρει ο Μπεστ και το οποίο οι δυο τους μαζί με τον Γκαρίντσα το είχαν τιμήσει δεόντως. Ο Βραζιλιάνος, όμως, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Μόνο που κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Είχε και το καλύτερο φύλλο απ' όλους. Πιο πίσω, κοντά σ' ένα από τα μεγάλα παράθυρα, ο Μπανκς, ο Θαμόρα, ο Καρμπαχάλ, ο Γιασίν, ο Ιρίμπαρ, ο Μπουφόν, o Kασίγιας και ο Τάκης Οικονομόπουλος με τον Αντώνη Νικοπολίδη συζητούσαν για τον φόβο του τερματοφύλακα πριν από τα πέναλτι. Ενας φόβος που, όπως έλεγε ο Βάσκος, δεν ήταν παρά ένα βήμα από τον ηρωισμό, «μια και εμείς δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Το βάρος όλο το κουβαλάει αυτός που σουτάρει».
Ο Τζοφ, όρθιος μαζί με τον Ρουντάκοφ, συζητούσαν για εκείνο το γκολ του Φαλκάο στο Βραζιλία - Ιταλία του '82. Ο Τζοφ τού έλεγε: «Στο ριπλέι το είδα το βράδυ. Φοβερή ενέργεια». Ο Αλμπερτόζι, πειραχτήρι όπως πάντα, έσκυψε πάνω από τον ώμο του Ντίνο και τον ρώτησε : «Το είδες σίγουρα;». Ο Τζοφ είπε κάποια βρισιά στα ιταλικά που δεν άκουσα. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε εκείνος ο μικρόσωμος Λιονέλ Μέσι. Αμέσως από τη μεγαλύτερη παρέα σηκώθηκε ένας λεπτός τύπος με το τσιγάρο στο στόμα και του φώναξε: «Μικρέ! Ελα εδώ». Θεέ μου! Ηταν ο Κρόιφ. Στην παρέα όλος ο καλός ο κόσμος. Ο Πούσκας με τους λιόσπορους, ο Χιντενγκούτι, ο Ματσόλα, ο Μουρ με τον Ροναλντίνιο και τον Μιούρεν, ο Μπράιτνερ, ο Μπεκενμπάουερ, ο Φαν Μπάστεν, ο Ζέελερ, ο Μαλντίνι, ο Μπάσμπι, οι δύο Τσάρλτον, ο Εουσέμπιο και η μισή ομάδα της «Γκρανάτα» που χάθηκε στον λόφο της Σουπέργκα, ο Ρονάλντο, ο Ριβελίνο, ο Κίγκαν, ο Πελέ, ο Φακέτι… «Θεέ μου», σκέφτηκα. «Αν ήταν ο πατέρας μου εδώ…». Ολοι αυτοί συζητούσαν για την ομορφιά του ποδοσφαίρου. Ανέλυαν φάσεις στις οποίες πρωταγωνίστησαν, αναρωτιόνταν για τα λάθη που έκαναν και διαφωνούσαν για το καλύτερο γήπεδο του κόσμου. Πλησίασα δειλά πίσω από τον Μέσι, λες και μπορούσαν να με δουν… Τότε άκουσα τον μικρό της Μπαρτσελόνα να λέει στον Κρόιφ αυτό που μου είχε πει ο πατέρας μου. «Το ποδόσφαιρο δεν έχει σύνορα, αν είχε θα φυλάγαμε σκοποί». Οι άλλοι μού φαίνεται ότι τον κοίταξαν επιτιμητικά και ο Κρόιφ κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Αριστερά, κάτω από το άλλο μεγάλο παράθυρο, ο Στάνλεϊ Μάθιους και ο Ζιντάν έπαιζαν μια παρτίδα σκάκι. Ο Γάλλος έπαιζε με τα μαύρα και η παρτίδα είχε εξελιχθεί σε μια δύσκολη και μάλλον άγνωστη παραλλαγή της «Αμυνας Γκρίνφελντ». Ο «πατριάρχης» του βρετανικού ποδοσφαίρου έφερε τον αξιωματικό στο β4 και κάρφωσε ένα άλογο. Αμέσως μετά γύρισε στον «Ζιζού» και του είπε: «Παίζετε σαν τον Καπαμπλάνκα» και ο Γάλλος του απάντησε «και εσείς απαντάτε σαν τον Κασπάροφ».
Γύρω από τη σκακιέρα σιωπηλοί βρίσκονταν ο Κακά, ο Λισιέν Λοράν, ο Σεβτσένκο, ο Λόριμερ, ο Αμάνθιο και ο Πλατινί, που σε κάποια στιγμή δεν άντεξε και φώναξε στη φασαριόζικη παρέα πίσω του: «Σας παρακαλώ. Λίγη ησυχία».
Η θορυβώδης ομήγυρη, που σημειωτέον είχε καταναλώσει τεράστιες ποσότητες μπίρας, αποτελείτο από τον Τόνι Ανταμς, τον Τζον Τέρι και τον Ρόι Κιν, που είχαν δίπλα τους τον Μαραντόνα! «Θεέ μου!», σκέφτηκα. «Αν είναι όνειρο, να μην ξυπνήσω ποτέ».
Εκείνη την ώρα ο Διακογιάννης από την άκρη του δωματίου φώναξε: «Φραντς, η σειρά σου» . Ο Μπεκενμπάουερ σηκώθηκε από τον καναπέ, πήγε σε μια ντουλάπα ακριβώς πίσω του, άνοιξε κι έβγαλε μπαλάσκες και ένα κράνος. Φόρεσε τις μπαλάσκες, ένα χοντρό τζάκετ από πάνω του, κοίταξε το ρολόι του και, πριν ανοίξει την πόρτα, είπε στον Μέσι: «Μικρέ, έχεις να μάθεις πολλά ακόμη. Ο Μέσι είχε κοκαλώσει, όπως και εγώ άλλωστε. Παρ' όλα αυτά βρήκε τη δύναμη να ρωτήσει τραυλίζοντας: «Ποιον αλλάζεις;». Ο Μπεκενμπάουερ χαμογέλασε και του είπε: «Δεν θα το πιστέψεις. Τον Μπονινσένια!». Την επομένη, Κυριακή απόγευμα, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, αν και ένιωθα γερασμένος κατά είκοσι χρόνια. Είχαμε κερδίσει στα πέναλτι. Οι συμβουλές του Ιρίμπαρ για τα πέναλτι είχαν πιάσει τόπο. Αύριο στο σχολείο θα ήμουν ο ήρωας της χρονιάς. Επιτέλους, θα με πρόσεχε και η Εφη. Η μικροκαμωμένη απουσιολόγος με τα γαλάζια μάτια και τον χείμαρρο των κορακίσιων μαλλιών. Ο γέρος, όταν γυρίσαμε σπίτι, δεν είπε κουβέντα.
Μονάχα, λίγο πριν πέσω κατάκοπος πλέον για ύπνο, με πλησίασε με ένα δέμα, μου το έβαλε στα χέρια και μου είπε τρυφερά: «Και αυτό που σου είπα, αγόρι μου, για το ποδόσφαιρο, τα σύνορα και τους σκοπούς, ξέχνα το. Καλή σου θητεία». Επειτα μου χάιδεψε τα μαλλιά, έσβησε το φως και βγήκε απ' το δωμάτιο. Μόνος, πλέον, μέσα στο σκοτάδι, ξετύλιξα την εφημερίδα που τύλιγε το δέμα και βρήκα κάτι μέσα που –μα την πίστη μου!– πρέπει κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, πρέπει να ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια που τα φόρεσε ένας Ελληνας σκοπός σε μια παγωμένη χώρα με λευκές νύχτες.