«Καλά, τι θα γίνει δηλαδή; Δεν θα χτίζονται νέα γήπεδα στην Ελλάδα;». Το ερώτημα ακούστηκε κατά κόρον τότε που διατυπώθηκαν ενστάσεις για τον τρόπο με τον οποίο είχε μεθοδευτεί η ανέγερση του νέου «Γ. Καραϊσκάκης». Τώρα ακούγεται και πάλι ως σχόλιο, με αφορμή το θέμα του γηπέδου στον Βοτανικό. Ως σχόλιο δυσφορίας εναντίον όσων... δυσφορούν -με οποιοδήποτε σκεπτικό.
Το πράγμα έχει διπλή «νοστιμάδα». Πρώτον, ανέκαθεν ήταν πικάντικη η αλλαγή ρόλων. Αναρίθμητοι φίλοι του Παναθηναϊκού διαμαρτύρονταν, τότε. Κάνοντας ή προσυπογράφοντας επισημάνσεις εν πολλοίς σωστές, μιλούσαν για σκανδαλώδες ρουσφέτι προς όφελος της ΠΑΕ Ολυμπιακός και του Σ. Κόκκαλη. Οι περισσότεροι εξ αυτών των οπαδών τα βρίσκουν τώρα όλα αγγελικά πλασμένα στον Βοτανικό. Κι ας είναι το τρέχον ρουσφέτι εμφανώς χονδροειδέστερο.
Στον αντίποδα, πολλοί «ερυθρόλευκοι» οπαδοί «ανακαλύπτουν» ετεροχρονισμένα ότι είναι ανεπίτρεπτη η εκχώρηση δημόσιων εκτάσεων σε ΠΑΕ ή και οι οικονομικές διευκολύνσεις εκ μέρους του Δημοσίου. Οπως ήταν, φέρ' ειπείν, η απαλλαγή του Ολυμπιακού για τα 15 πρώτα χρόνια της λειτουργίας του «Γ. Καραϊσκάκης» από την υποχρέωση να καταβάλλει το 15% των εισπράξεων στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. «Βγάζουν άχτι», λοιπόν, κάμποσοι φίλοι των «ερυθρολεύκων», εν αντιθέσει προς τη σιωπούσα και προφανώς καιροφυλακτούσα διοίκηση του Ολυμπιακού, που μάλλον ήδη σκέφτεται πώς και πότε θα αξιώσει αλλαγές συντελεστών δόμησης. Στο όνομα της ισονομίας, βεβαίως βεβαίως.
Το δεύτερο «πικάντικο» αφορά την εκούσια αφέλεια, η οποία περιβάλλει το ερώτημα «μα καλά, δεν πρέπει να γίνονται γήπεδα;». Προτάσσεις το γενικό «αν» και νομίζεις ότι ξεμπερδεύεις με τα συγκεκριμένα «πώς». Εως ότου ένα πρωινό παρεμβαίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας και εσύ αναθεματίζεις όσους προσέφυγαν σε αυτό. Βολικό, δεν λέω. Οι (πολλοί) οπαδοί που ταυτίζουν τη ζωή τους με την ομάδα και την ομάδα με το δόγμα «γήπεδο να ’ναι κι όπως να ’ναι» εξοργίζονται με τους «εχθρούς». Οχι με τις «φίλιες δυνάμεις» που μέχρι χθες διαβεβαίωναν πως όλα γίνονται άψογα, νομότυπα, «στην τρίχα».
Στις 19 Δεκεμβρίου ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος έγραφε για την ανέγερση νέων γηπέδων: «Στην εποχή μας καμία ομάδα δεν βάζει από την τσέπη της τόσα χρήματα. Είναι και πολλά τα ρημάδια, επομένως η προσφυγή στον τραπεζικό, κυρίως, δανεισμό είναι η συνήθης πρακτική. Στο εξωτερικό, φυσικά, το κράτος δεν μπλέκεται καθόλου σε αυτή τη διαδικασία. Ούτε δανείζει χρήματα στις ομάδες, ούτε τους χαρίζει χώρους, ούτε μπαίνει εγγυητής στα τραπεζικά δάνεια».
Θέλετε να δεχτώ πως αν ψάξουμε θα βρούμε αποκλίσεις από αυτόν τον γενικό κανόνα, τον οποίο σκιαγράφησε ο πολύ καλός γνώστης της διεθνούς ποδοσφαιρικής (και όχι μόνο) πραγματικότητας, ο Χρίστος; Αντε, να το δεχτώ. Σημασία, όμως, έχει τι είδους και πόσο μεγάλες αποκλίσεις θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε. Ουδέποτε πίστεψα πως οτιδήποτε συμβαίνει στο εξωτερικό είναι -a priori και εξ ορισμού- καθαγιασμένο παράδειγμα προς μίμηση. Η εξιδανίκευση του «έξω», όπως και αυτή του παρελθόντος, ανέκαθεν με απωθούσε -αφήστε που η έννοια «εξωτερικό» επιμερίζεται σε άφθονες υποδιαιρέσεις. Ομως ορισμένα πράγματα, πώς να το κάνουμε, «φωνάζουν». Στην Ελλάδα έχουμε ποδόσφαιρο κρατικοδίαιτο, κράτος που ενθαρρύνει την ιδιωτική βουλιμία και κρατική εξουσία η οποία θα μπορούσε να υποβοηθήσει την ανέγερση γηπέδου δίπλα από την Ακρόπολη ή τον Λευκό Πύργο για μερικές χιλιάδες ψήφους: συνδυασμός που «σκοτώνει» πολλά, δίχως καν να δημιουργεί ρωμαλέο ποδοσφαιρικό στερέωμα -αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Πείτε μου, απλώς, πού αλλού θα μπορούσαν να έχουν συμβεί όλα μαζί τα απίστευτα, τα οποία χαρακτήρισαν την υπόθεση «Βοτανικός». Να ζητεί (Οκτώβριος 2003) η ΕΤΜΑ να απαλλοτριωθεί, δηλαδή να εφαρμοστεί το Προεδρικό Διάταγμα Λαλιώτη, και να αποφασίζει ξαφνικά το ΥΠΕΧΩΔΕ πως η απαλλοτρίωση δεν μπορεί να γίνει. Να βαφτίζεται ανερυθρίαστα «ανάπλαση» το ανελέητο «κουτσούρεμα» του υποψήφιου για πρασίνισμα χώρου. Να βασίζεται το όλο εγχείρημα της «Διπλής Ανάπλασης» σε μία ανταλλαγή, κατά την οποία ο Δήμος παίρνει –μετά βαΐων και κλάδων– κάτι... δικό του (γήπεδο Λεωφόρου). Να πληρώνει o δήμος (!) το ερασιτεχνικό τμήμα μιας ομάδας. Να κάνει στα μισθώματα «σκόντο» που υπερβαίνει κατά 67 εκατομμύρια ευρώ το κόστος κατασκευής του γηπέδου. Να εισπράττει από την ΠΑΕ σε ετήσια βάση, ως εγγυημένο ελάχιστο μίσθωμα, ποσό το οποίο -για τα οικονομικά «κυβικά» των δύο πλευρών- μάλλον θυμίζει επίδομα θέρμανσης. Κάτι ή κάποια απ' όλα αυτά ίσως να μπορούσαμε να τα δούμε αλλού. Ολο τούτο το... αριστούργημα αμφιβάλλω.
Ναι, μαντεύω την ένσταση: «Εφόσον η εμπορική ικανότητα των ελληνικών ΠΑΕ δεν επιτρέπει ανέγερση γηπέδων, παρά μόνο με στήριξη σε δημόσιο χρήμα και άλωση δημόσιων εκτάσεων, τι να γίνει; Να περιμένουν οι ΠΑΕ πότε θα προσελκύσουν τίποτα μικρογραφίες των Emirates;». Η απάντηση είναι απλή, με εξήγηση διπλή -έστω κι αν ξενίζει τους αναγνώστες μιας αθλητικής εφημερίδας: ναι, να περιμένουν όσο χρειαστεί! Διότι, πρώτον, σε οποιαδήποτε λογική, νοερή λίστα κοινωνικών αναγκών και προτεραιοτήτων υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από το ποδόσφαιρο. Διότι, δεύτερον, η ισχύς μιας ομάδας σε βάθος χρόνου δεν εξαρτάται όσο (θέλουμε να) νομίζουμε από το αν και πότε θα αποκτήσει ιδιόκτητο γήπεδο ή θα «καπαρώσει» κάποιο, με όλες τις εκμεταλλεύσεις του, για μισό αιώνα.
Οσοι πιστεύουν ότι το γήπεδο είναι το παν, πως άνευ αυτού «χάνει η Βενετιά βελόνι» και ο σύλλογος την προοπτική του, ας ρίξουν μια ματιά στη... Βενετιά, σε Μιλάνο, Ρώμη, Τορίνο. Ξέρετε πολλές ιταλικές ομάδες που διαθέτουν δικά τους γήπεδα; Η Μίλαν, ίσως η πιο επιτυχημένη ομάδα στην Ευρώπη την τελευταία εικοσαετία, μοιράζεται το «Μεάτσα» με την Ιντερ. Η Ρόμα συγκατοικεί με τη Λάτσιο και η Σαμπντόρια με την Τζένοα. Κάποια στιγμή ορισμένες από αυτές τις ομάδες θα αποκτήσουν δικά τους γήπεδα. Δεν το θεωρούν αυτό, όμως, ζήτημα ζωής ή θανάτου. Μια χαρά μεγαλούργησε, έτσι, η Μίλαν, μια χαρά επέστρεψε και η Ιντερ στην κορυφή του Καμπιονάτο.
Στην Ελλάδα, αντιθέτως, η έννοια «νέο γήπεδο» τείνει να εξελιχθεί σε φετίχ, αν όχι και σε... υστερία. Σύμφωνοι, υπήρξαν και υπάρχουν γήπεδα παλιά, καθώς και γήπεδα ανεπαρκέστατα για την εμβέλεια των ομάδων που τα χρησιμοποιούσαν –ΠΑΟ στη Λεωφόρο, Ολυμπιακός στη Ριζούπολη, κ.λπ. Κάπου εδώ, όμως, συναντάμε την παροιμιώδη γριά που πήγε να αφοδεύσει και το παράκανε. Παράδειγμα: ο Ηρακλής των 5.311 εισιτηρίων θέλει να εγκαταλείψει τη φυσική του έδρα, το ανακαινισμένο (λόγω 2004) Καυτανζόγλειο, που μόνο «αχούρι» δεν είναι, για να μετακομίσει στη Μίκρα. Το κράτος τού εξασφάλισε (κλασικά!) μια έκταση που ανήκε στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και όλοι είναι ευχαριστημένοι: οι κυβερνώντες προσδοκούν ψήφους και ο Ηρακλής εμπορικές εκμεταλλεύσεις. Για τα μαγαζιά ήθελε νέο γήπεδο και ο Απόλλων Καλαμαριάς των 900 εισιτηρίων ανά αγώνα. Τόση αισιοδοξία, πια, ότι τα πλήθη που δεν πάνε στο γήπεδο θα συρρεύσουν μαζικά στα μαγαζιά πέριξ του γηπέδου;
Ας είναι. Φαίνεται πως ο Ηρακλής είναι πιο «in» και φιλόδοξη ομάδα από τις... Μίλαν και Ιντερ. Πέρα από την πλάκα, στην Ελλάδα ταυτίζουμε την προοπτική με το νέο γήπεδο και την εμπορικότητα με τα μαγαζιά του: αν μη τι άλλο, κοντόφθαλμο. Αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν, θα παρέμενε απαράδεκτη η αξίωση «γήπεδο να ’ναι κι όπως να ’ναι».
Για να επιστρέψουμε στα του Βοτανικού: δεν στέκει ο ισχυρισμός πως πρέπει να ολοκληρωθεί αυτή η «χοντράδα» για να ισοφαριστεί το «βόλεμα» του Ολυμπιακού. Επιτέλους, δεν είναι οι ΠΑΕ ομφαλός του κόσμου, ώστε να προέχουν οι μεταξύ τους ισορροπίες. Είναι σαν να λέμε πως επειδή σε μια συνοικία της Αθήνας έγινε κάποια πολεοδομική ή οικονομική «κουτσουκέλα», κάτι ανάλογο πρέπει να συμβεί και στις υπόλοιπες. Δεύτερον: αν πάει «σόι το βασίλειο», το σόι θα βασιλέψει... όσο πάει. Το σχέδιο «Βοτανικός» είναι επαχθέστερο από εκείνο του «Καραϊσκάκης», διότι προφανώς ο ΠΑΟ «έπρεπε» να αποζημιωθεί για τον χαμένο χρόνο. Αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι ο Κόκκαλης πιθανότατα θα επανέλθει αξιώνοντας όσα απορρέουν από το νέο επίπεδο «χατιριών», αλλά κάτι ακόμα: κάθε ΠΑΕ που περιμένει να «βολευτεί» θα θεωρεί ότι δικαιούται περισσότερα -από πολλές πλευρές. Οπότε, ίσως είναι καλύτερα να πούμε από τώρα ένα «δεν ΠΑΕι άλλο, μάγκες». Κάντε γήπεδα, με τις ευχές μας. Οχι με τις τσέπες μας, ούτε πάνω στις πλάτες μας.