Γράφει ο Κώστας Δ. Μπλιάτκας
Σάββατο με κρύο, ήλιο με... δόντια και δυνατό αέρα. Καυτανζόγλειο. Αφόρητο, αραιοκατοικημένο, αλλά και απαραίτητο για τους 4.000 νοματαίους που αγνόησαν τον καιρό και πήραν τη θέση τους στις κερκίδες με εκείνο το γνωστό για τις «γριές» συναίσθημα της χαρμολύπης. Λύπη από την εντός έδρας ισοπαλία με τον Θρασύβουλο σε συνδυασμό με την απρόσμενη μάλλον χαρά από την «αποστομωτική» νίκη μέσα στην Τρίπολη.
Μπήκα κατά τις τεσσεράμισι. Στα επίσημα κουκουλωμένος, δίπλα σε λίγους βετεράνους και διοικητικούς, με βαρύ μπουφάν, σκούφο και κασκόλ ο καλός συνάδελφος Γιώργος Φερέτης. Χαμογελαστός λίγο πιο πάνω ο φιλοξενούμενος παράγων Αρης Πιαλόγλου με την παρέα του, ουδόλως πτοείται από το κρύο. Στην Ξάνθη φυσάει πιο πολύ και πιο συχνά.
Στο κάτω διάζωμα η πιο γνωστή οπαδός του Ηρακλή, η Χάιδω, χαιρετά δεξιά κι αριστερά φίλους προεξοφλώντας τη νίκη. Τρεις βαθμοί σήμερα και μετά «διπλό» στις Σέρρες. «Μην είσαι και τόσο σίγουρη», της λένε κάποιοι, «πετάξαμε βαθμούς και βαθμούς φέτος εδώ μέσα με τους ''μικρούς'' και η Ξάνθη είναι πολύ δυνατή».
Αποφεύγω τα προγνωστικά λέγοντας «σε άκουσα, Χάιδω, στο ραδιόφωνο να τα λες πολύ συγκινητικά με τον Επαλέ στην επετειακή εκπομπή».
Αριστερά μας, στο «πέταλο» προς τις Σαράντα Εκκλησιές, τριάντα όλοι κι όλοι Ξανθιώτες γενναίοι, με πανό και κόκκινες σημαίες, φωνάζουν χωρίς να ακούγονται. Τους σκεπάζουν οι απέναντι της «κυανόλευκης» κερκίδας, αυτής προς την Τριανδρία, που είναι γύρω στους 2.500: «Εχω αρρωστήσει και τα βλέπω όλα μπλε».
Με την είσοδο των ομάδων και την ανακοίνωση της σύνθεσης του Ηρακλή εξανεμίζεται ένα ακόμα μέρος της αισιοδοξίας της Χάιδως. Χωρίς Μαρκές, Ρατόν και Ντιέ μόνο αμυντικές... δάφνες μπορεί να δρέψει ο Κατσαβάκης.
Ενός λεπτού σιγή κρατείται στη μνήμη του Γιόβαν Γκοΐγκοβιτς, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο στο Βελιγράδι σε αυτοκινητικό δυστύχημα πριν από 7 χρόνια. Θερμό το χειροκρότημα από όλους μετά τη σιγή. «“Γκόικο”, ζεις, για πάντα Ηρακλής».
Κρύος ο καιρός, κρύο και το ματς. Χωρίς φάσεις και με ευκαιρίες κατ' ευφημισμόν
Το γκολ του Μιχαλάκη μπήκε την ώρα που όλοι είχαν αρχίσει να συμβιβάζονται με την ιδέα της ισοπαλίας. Η σχέση του πολυσυζητημένου Κύπριου φορ με τους φιλάθλους του Ηρακλή έχει ζεσταθεί ξανά για τα καλά. Δεν είναι μόνο το γκολ αλλά η γενικότερη φιλοτιμία και μαχητικότητα που βγάζει ο Κωνσταντίνου στο γήπεδο. Ενα άλλο χαρακτηριστικό της δεύτερης περιόδου της παρουσίας του στον Ηρακλή είναι η ωριμότητα που δείχνει στις πάσες και στις τοποθετήσεις του στο γήπεδο. Παίζει καλά και χωρίς να σκοράρει. «Γεμίζει» την αντίπαλη περιοχή και προσφέρει αυτοπεποίθηση. Δεν είναι και λίγο…
Με τη λήξη –και ενώ έχει νυχτώσει εδώ και ώρα– βλέπεις τα φώτα της πόλης από τη κερκίδα που αδειάζει. Το Καυτανζόγλειο είναι έδρα του Ηρακλη εδώ και 48 χρόνια. Πήρε την ονομασία του από τον Λυσίμαχο Καυτανζόγλου που άφησε όλη του την περιουσία γι' αυτό το στάδιο, το οποίο μέχρι το 1982 ήταν το μεγαλύτερο της χώρας. Εχεις ακούσει για μεγάλες φιγούρες του πολιτισμού και της λογοτεχνίας να δίνουν το «παρών» σ' αυτές τις κερκίδες.
Πέρασε σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που έγραψε ο Σπύρος Βούγιας εκείνο το κείμενο, το οποίο ανέφερε «ο Ηρακλής δεν είναι πια μπανάλ», παίζοντας με την αντίθεση του ασφυκτικού κέντρου της Θεσσαλονίκης σε συνδυασμό με τον πάντα εντός της μόδας Ηρακλή:
«Ολοι βουτηγμένοι έως τον λαιμό, γκρίζο πανεπιστήμιο, θολό λιμάνι, άρρωστο κέντρο. Στριφογυρνάς σαν σβούρα και δεν σου αρέσει πουθενά. Αποπνικτικό το ''ντε φάκτο'', ανόητος ο "Μανδραγόρας", βαρετό το "Φλου", άσχημο το "Τάιμ άουτ", ξεπερασμένο το "Μπανάλ" του Ηρακλή. Μόνο ο "Ηρακλής" δεν είναι πια μπανάλ, προσφέρει τέλος πάντων κάποιο θέαμα, σε συνδυασμό με κυριακάτικη λιακάδα στο άδειο Καυτανζόγλειο, θύρα τέσσερα από τη μεριά της πόλης».
Εξάλλου ο ίδιος σημείωσε σε βιβλίο του τα εξής:
«Η πρώτη φορά που μου πέρασε από το μυαλό πως ποίηση και ποδόσφαιρο δεν ήταν αναγκαστικά αντίθετα πράγματα ήταν μια Κυριακή του 1968, όταν ο Μανώλης Αναγνωστάκης με πήρε μαζί του στο γήπεδο παρέα με τον Ανέστη, τον γιο του».