Οσο απομακρυνόμαστε από τη νύχτα της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου τόσο περισσότερο και η συζήτηση για τα όσα ακολούθησαν μετατοπίζεται. Από τις σπασμένες τζαμαρίες και τις καταστροφές των περιουσιών (και το ηλίθιο ερώτημα αν τέτοιου είδους βανδαλισμοί καταδικάζονται, λες και μπορεί να επιβραβεύονται) όλο και περισσότεροι μετατοπίζουν τη συζήτηση στην αναζήτηση των αιτίων. Διότι γίνεται φανερό ότι εδώ δεν υπάρχει ένα τυχαίο, συνηθισμένο ξέσπασμα μιας μικρής ομάδας κουκουλοφόρων ή αντιεξουσιαστών ή αναρχικών, αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο.
Κάτι που οφείλεται σε συγκεκριμένα αίτια, που άλλοι προσπαθούν να εντοπίσουν κι άλλοι όχι. Φυσικά δεν αναφέρομαι σε κλασικές περιπτώσεις γραφικότητας, όπως αυτή του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθιμου, ο οποίος πιστεύει ότι η εξέγερση υποκινείται από ξένους πράκτορες που θέλουν το κακό της Ελλάδας. Ή την άλλη, του υπουργού Αμάθειας και Μυθευμάτων Ευριπίδη Στυλιανίδη, που καλεί τους μαθητές να εκτονώσουν την οργή τους γράφοντας εκθέσεις. Ομως, όλη η συζήτηση για την αναζήτηση των αιτίων βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με την αντίληψη της πραγματικότητας.
Εδώ και χρόνια, σε όλα τα μεγάλα γεγονότα –αφού τα μικρά την αφήνουν αδιάφορη– καθοριστική επίδραση στον τρόπο που τα αντιλαμβανόμαστε παίζει η τηλεόραση. Μάλιστα, σε γεγονότα για τα οποία δεν έχουμε εναλλακτικούς διαύλους πληροφόρησης διαμορφώνει την κυρίαρχη αντίληψη. Η επιβολή της εικόνας απέναντι στον λόγο είναι δεδομένη στην τηλεόραση και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που έχει μετατοπίσει το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου διαλόγου από το Κοινοβούλιο στα τηλεπαράθυρα.
Θα ήταν αδιανόητο να μην είχε παίξει η τηλεόραση τον κεντρικό ρόλο σε όσα ακολούθησαν την υπόθεση της δολοφονίας του 15χρονου μαθητή. Σ' ένα κείμενό μου την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στον τρόπο που η πλειονότητα των καναλιών αντιμετώπισε το συμβάν της δολοφονίας τις πρώτες 15 ώρες τουλάχιστον, όταν ο κύριος όγκος των πληροφοριών για τις συνθήκες του συμβάντος προέρχονταν αποκλειστικά από την Αστυνομία. Μέχρι και οι πρώτες πληροφορίες για τον νεκρό που μετέδωσαν τα κανάλια δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Από την έναρξη των επεισοδίων και μετά, η τηλεόραση εστίασε σ' εκείνα που μπορούσε να πουλήσει καλύτερα και να εκμεταλλευτεί περισσότερο, τις φωτιές και τις καταστροφές. Ομως, αποδεδειγμένα, αυτό που δείχνει η τηλεοπτική εικόνα ότι συμβαίνει –χωρίς παράλληλα να εξηγεί το πώς και το γιατί– είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρό μέρος της πραγματικότητας ή δεν έχει συμβεί. Πολλές φορές, μάλιστα, εκείνο που προβάλλεται ως «συμβαίνει τώρα» είναι κάτι που έχει συμβεί πολλή ώρα πριν.
Από αυτή τη στρεβλή αντίληψη για την πραγματικότητα που καλλιεργεί η τηλεόραση είναι πάρα πολλοί εκείνοι που βγάζουν συμπεράσματα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο πρωθυπουργός, ο οποίος, για να μη θεωρήσουμε ότι δεν έχει καταλάβει τι έγινε όλες αυτές τις μέρες, μας πληροφόρησε από τις Βρυξέλλες χαρακτηριστικά ότι «είδα πολλή τηλεόραση αυτές τις μέρες». Κι αυτή είναι μία από τις αιτίες που εξηγούν την καταστροφική του διακυβέρνηση. Απομονωμένος στο Μέγαρο Μαξίμου, διαμορφώνει την αντίληψή του για την πραγματικότητα από την τηλεόραση, τις πληροφορίες του περιβάλλοντός του και τις αντιδράσεις των κομματικών ακροατηρίων στα οποία απευθύνεται.
Είναι αναπόφευκτο, λοιπόν, να έχουμε αυτή την τραγική απουσία της κυβέρνησης, η παραμονή της οποίας στην εξουσία γίνεται συνεχώς όλο και πιο επικίνδυνη, αν σκεφθεί κάποιος τον τρόπο που χειρίζεται τα θέματα της οικονομίας. Ο ΑΝΤ1, πάντως, στο τρέιλερ που μεταδίδει μας πληροφορεί πως βρίσκεται στο πλευρό του πολίτη, μεταδίδοντας τις καταστροφές, τις λεηλασίες και την απουσία του κράτους. Διότι αυτό είναι ενημέρωση. Για κάποιους άλλους, βέβαια, είναι παραπληροφόρηση και εκπαίδευση στην ηλιθιότητα και την άγνοια.
Η γενιά των NOFU
Είναι πάρα πολλοί εκείνοι που, παρά τα όσα συμβαίνουν, συνεχίζουν να ζουν στον κόσμο τους –δικαίωμά τους, βέβαια– επειδή εκεί νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Ομως, ο «κόσμος τους» δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κι αν ο κόσμος του μοναδικού stand up comedian, που έχει επιπλέον και την ιδιότητα του κυβερνητικού εκπροσώπου και ο οποίος δήλωσε (απαντώντας σε ερώτηση για την εξέγερση των μαθητών) ότι «δεν είναι κοινωνικό φαινόμενο αλλά καταστροφική μανία ορισμένων συντονισμένων ομάδων», είναι και ο κόσμος της κυβέρνησης, τότε είναι φανερό πως τα χειρότερα έπονται.
Για καιρό μιλούσαμε και γράφαμε για τις αξεπέραστες δυσκολίες της γενιάς των 700 ευρώ και την πιθανότητα να ξεσηκωθεί. Ο ξεσηκωμός, όμως, ήρθε από μία νεότερη γενιά, μία γενιά που ονομάζω ως γενιά των no future (NOFU για συντομία), εκείνων που δεν έχουν μέλλον. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά που θα ζήσει σε χειρότερες συνθήκες από εκείνες που έζησαν οι γονείς τους. Οταν, μάλιστα, σου στερούν το μέλλον, σου στερούν το αύριο, είναι σαν να σου περιορίζουν τον αέρα που αναπνέεις.
Εχετε ποτέ βρεθεί αντιμέτωποι με το φαινόμενο της ασφυξίας; Να χρειάζεσαι απεγνωσμένα αέρα να αναπνεύσεις και να μην μπορείς να το κάνεις; Ο πανικός είναι η πρώτη αντίδραση και μία τέτοια αντίδραση δεν έχει να κάνει με τη λογική. Αμέσως μετά οι κινήσεις, υπό το κράτος του πανικού, είναι σπασμωδικές και βίαιες. Κι όταν βρίσκεσαι στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας, όταν εκείνο που χρειάζεσαι είναι αέρα να αναπνεύσεις και όλα γύρω σου είναι οργανωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να σε εμποδίζουν να το κάνεις, είναι αναπόφευκτο να αντιδράσεις όπως ακριβώς εκείνος που νιώθει να πνίγεται.
Βίαια, χωρίς σχέδιο και σπασμωδικά. Κι αυτό το ξέσπασμα όσο κι αν κάποια κόμματα θέλουν ή επιχείρησαν να ελέγξουν, στάθηκε αδύνατο, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, έχει να κάνει και με την ίδια τη δομή των κομμάτων, που έχει ξεπεραστεί. Είναι πολύ πιθανό η εξέγερση αυτή να καταλαγιάσει μόνο και μόνο για να επιστρέψει ισχυρότερη. Κι αν δεν αναζητήσουμε τα αίτια που τη γεννούν και αν δεν προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις, οι επόμενες φωτιές δεν θα περιοριστούν μέσα στο κέντρο μόνο. Ασε που τότε θα καίγονται και οι κάμερες. Η επόμενη εξέγερση θα είναι ίσως περίεργη, αλλά θα είναι εξίσου οργισμένη. Γιατί αν στους νέους έχουν στερήσει τα όνειρα, στους ηλικιωμένους έχουν στερήσει την αξιοπρέπεια. Κι αυτό είναι εξίσου οδυνηρό και γεννά οργή επίσης.
Η κουβέντα για το γήπεδο
Ο γράφων από πολύ νωρίς είχε δημόσια –και μέσω μικροφώνου και από τα κείμενά του– διατυπώσει τη θέση του για το περίφημο ζήτημα των γηπέδων. Θεωρώ απαράδεκτο σε μία πόλη με τέτοια οικιστική επιβάρυνση –όπως η Αθήνα–, που αγγίζει τα όρια της βαρβαρότητας, να χτίζονται γήπεδα εντός του οικιστικού ιστού. Και μάλιστα με τη βοήθεια του κράτους (αν θυμάμαι καλά, αυτό ήταν και θέση του ΣΥΝ πριν από το 2004). Ημουν αντίθετος στο χτίσιμο του γηπέδου Καραϊσκάκη, είμαι αντίθετος με τον Βοτανικό, με το γήπεδο του Πανιωνίου στη Ν. Σμύρνη και με κάθε γήπεδο μέσα στην πόλη.
Ναι σε κάθε γήπεδο έξω από αυτήν, με δεδομένη την υποχρέωση του κράτους να διαμορφώσει τις υποδομές των μεταφορών που θα οδηγούν μέχρις εκεί. Στο θέμα του γηπέδου του Βοτανικού, τόσο ο δημοτικός συνδυασμός ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν κάνει λάθη. Από την αρχική θέση που έλεγε όχι γήπεδο στον Βοτανικό, πήγαμε στο «ναι στο γήπεδο, όχι στο εμπορικό κέντρο». Γατί άραγε; Και τέλος πάντων, στο συγκεκριμένο ζήτημα που αφορά την αξιοποίηση του χώρου του Βοτανικού, θα είχε ενδιαφέρον να με πληροφορήσει η επιτροπή των 131 τι ακριβώς είχε διεκδικήσει πριν από την προοπτική της ανέγερσης του γηπέδου του ΠΑΟ.