Και τώρα τι θέλετε δηλαδή; επειδή πλησιάζουν οι γιορτές να τυλίξουμε όλοι από μια γιρλάντα στο λαιμό και να βγούμε στην Ερμού πανηγυρίζοντας; Όχι δεν θα γίνει αυτό. Προτιμώ τη λύση που μου πρότεινε χθες ένα φίλος. Να κάνουμε όλοι ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Έτσι κι αλλιώς και στη δουλειά θα πάμε και η καθημερινότητα παραμένει καθημερινότητα. Μερικά λαμπάκια παραπάνω δεν αλλάζουν τίποτα. Εορταστικό πνεύμα λοιπόν μετά τις 17 Δεκέμβρη.
Την ώρα που έγραφα αυτό τον πρόλογο έφτασε στα χέρια μου μια επιστολή. Την άνοιξα εύκολα αφού ήταν κλεισμένη με κέρινη στάμπα. «Μύρισε μεσαίωνας» σκέφτηκα αλλά τελικά δεν ήταν ιδέα μου, γιατί όντως είχε μυρίσει ο κάδος που είχε πάρει φωτιά δίπλα μου, από μια γόπα που δεν είχε σβήσει. Πήγα να σβήσω τη φωτιά χρησιμοποιώντας έναν νεαρό συνάδελφο που προθυμοποιήθηκε να πέσει στις φλόγες και να κυλιστεί πάνω τους. «Βίτσια είναι αυτά» σκέφτηκα και όντως ήταν βίτσια αφού ο νεαρός συνάδελφος μου εξιστόρησε το παρελθόν του σε τσίρκο ως «Ο άνθρωπος που καταπίνει φλόγες» Μου είπε επίσης ότι παραιτήθηκε όταν του ζήτησαν να κάνει την «τριχωτή γυναίκα».Άκουσα με ενδιαφέρον την ιστορία του και στη συνέχεια τον έστειλα να κουρευτεί αφού το κεφάλι του είχε λαμπαδιάσει.
Γύρισα το βλέμμα μου προς το γραφείο και είδα την επιστολή να παραμένει ανέπαφη και στη θέση της. Είχε σωθεί από τις φλόγες. Άνοιξα το φάκελο και έβγαλα από μέσα το χαρτί. Μια έντονη μυρωδιά από cheeseburger κατέκλυσε το χώρο. «Λες αυτός που την έστειλε να δουλεύει στα Goody’s» ήταν η πρώτη μου σκέψη αλλά δεν επιβεβαιώθηκε αφού η μυρωδιά προερχόταν από την παραγγελία ενός άλλου νεαρού συναδέλφου. «Ταβέρνα το κάναμε εδώ μέσα» φώναξα αφού πιο συχνά έμπαινε στο χώρο ντελιβαράς παρά ένας χαμογελαστός κλόουν. Και ξέρουμε όλοι πόσο χρειάζεται ένας χαμογελαστός κλόουν στον χώρο εργασίας.
«Εσύ είσαι ο Κλόουν» φώναξε κάποιος.
«Ποιος το είπε αυτό;». Καμία απάντηση.
Όλοι έκαναν του Κινέζους. Κρατούσα ακόμα την επιστολή στα χέρια μου.
Άρχισα να διαβάζω. «Θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη για την παρεξήγηση. Δεν εννοούσα ότι είσαι ο πατέρας του παιδιού μου, όταν δήλωσα σε εφημερίδα της χώρας μου ότι είσαι ο πατέρας του παιδιού μου». Αμέσως κατάλαβα ποια ήταν. Ήταν η Ζλάτα από την Ουγγαρία. Μου είχε δημιουργήσει τόσα προβλήματα με αυτή τη δήλωση. Που να βρω χίλια ευρώ για διατροφή για το παιδί που σίγουρα δεν ήταν δικό μου αφού δεν την είχα ακουμπήσει ποτέ. Και πως στο διάολο δεν εννοούσε αυτό στη δήλωση της. Ήταν ξεκάθαρο νομίζω. «Καταραμένοι δημοσιογράφοι, δεν κατάλαβαν το κρυμμένο νόημα. Εννοούσα ότι ήταν πνευματικό παιδί σου» συνέχιζε την επιστολή της. Δεν διάβασα όμως τη συνέχεια. Έφτιαξα ένα χάρτινο μπαλάκι από την επιστολή και το πέταξα στον κάδο. Μπήκε! Πέντε στα πέντε σήμερα. Εκείνη τη στιγμή ήρθε στο μυαλό μου ο δύσμοιρος ο Γιόσου Σαριέγκι. Τα λεγόμενα του παρερμηνεύτηκαν. Τα ίδια έπαθε και ο Ντελόρτε. Τα ίδια και ο Γιάχιτς. Τα ίδια και ο Νάτσο Γκαρσία. Μήπως όλες οι υποθέσεις συνδέονταν; Μήπως υπήρχε μια σατανική κλίκα αλλοδαπών δημοσιογράφων που παρερμήνευαν λεγόμενα;
Δεν είχα κουράγιο να ασχοληθώ άλλο με αυτή την υπόθεση. Ήταν ήδη αργά. Τα υπόλοιπα παιδιά είχαν φύγει από το γραφείο. Είχα μείνει μόνος μου. Έκλεισα τα περισσότερα φώτα και άφησα μόνο μια λάμπα αναμμένη. Έριξα μια ματιά από το παράθυρο στην γιορτινά στολισμένη Δαβάκη. «Κάνε ότι δεν συμβαίνει. Κάνε ότι δεν συμβαίνει τίποτα».
Γύρισα στο γραφείο μου. Είχα ανοιχτό το ραδιόφωνο την ώρα που είχε Fight Club. Το έκλεισα και έβαλα ένα cd και πάτησα το play. Έβαλα ένα ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα και κάθισα στην καρέκλα μου. «Καταραμένη κλίκα δημοσιογράφων που αλλάζεις τα λεγόμενα των παικτών» σκέφτηκα την ώρα που οι Iced Earth τραγουδούσαν «Lies foolish lies behind your brainwashed eyes»…
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com
Ανοίξαμε και σας περιμένουμε.