Η πεμπτουσία του ποδοσφαίρου είναι το γκολ. Αφορισμός που έχουμε ακούσει και διαβάσει άπειρες φορές. Και θα συνεχίσουμε να τον ακούμε και να τον διαβάζουμε. Μόνο που τα τελευταία χρόνια πολλοί παρανόησαν το νόημα του αφορισμού (που διατυπώθηκε –άγνωστο από ποιον, αλλά δεν έχει και σημασία- όταν τα γκολ έπεφταν βροχή) και τον πήραν τοις μετρητοίς. Ενα σωρό παιχνίδια τελείωναν, επί της ουσίας, όταν ένας από τους δύο κατόρθωνε να σημειώσει γκολ.
Ακόμη και αν είχε τη δυνατότητα να σημειώσει περισσότερα, δεν το επιδίωκε. Του αρκούσε μία φτωχή νίκη, μια και εκείνο που είχε σημασία ήταν οι βαθμοί. Που είχαν αρχίσει να κοστίζουν πολλές χιλιάδες ευρώ. Για περισσότερα από πέντε χρόνια, το αγαπημένο σύστημα των περισσότερων προπονητών στην Ευρώπη είχε γίνει το 4-5-1. Και έμοιαζε λογικό. Αφού ένα γκολ ήταν αρκετό, γιατί να χρησιμοποιεί κάποιος περισσότερους επιθετικούς; Οι επιθετικοί άρχισαν να γίνονται τόσοι πολλοί στα ρόστερ όσοι και οι τερματοφύλακες.
Παράξενο για ένα παιχνίδι του οποίου η ελκυστικότητα βασιζόταν στο γκολ. Μια διαστροφή της εποχής ήταν που είχε αιτίες και η οποία επανέρχεται στο σώμα του παιχνιδιού σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα σαν ένας παράξενος ιός γρίπης, για τον οποίο ακόμα δεν έχει βρεθεί το φάρμακο που θα τον νικήσει. Βέβαια, σκέφτομαι ότι αν το ποδόσφαιρο από τη φύση του ήταν ένα παιχνίδι που μπορούσε να αρκεστεί στις νίκες με 1-0 ή σε ανιαρές ισοπαλίες χωρίς γκολ, τα γκολπόστ και οι τερματοφύλακες θα μπορούσαν –κάλλιστα- να θεωρηθούν ένα περιττό αξεσουάρ.
Μυστηριωδώς –άραγε;- φέτος τα πράγματα μοιάζουν σαν να άλλαξαν. Στη Γερμανία, στην Ισπανία αλλά και σε πολλά παιχνίδια του Τσάμπιονς Λιγκ, το 1-0 ή οι λευκές ισοπαλίες φαίνεται να έχουν αποκηρυχτεί μετά πολλών επαίνων. Την αλλαγή αυτή, τα περισσότερα γκολ δηλαδή, άρχισα να την παρατηρώ από το Euro του καλοκαιριού ή για να πω την αλήθεια, εκεί οδηγούμαι παίρνοντας το νήμα και γυρίζοντας προς τα πίσω. Χωρίς να είμαι σίγουρος αν η εξήγηση βρίσκεται εκεί ή πάει ακόμα παραπέρα. Την προσοχή μου στην ιστορία αυτή τράβηξε η Βέρντερ αρχικά.
Από τα ματς της καλοκαιρινής προετοιμασίας φαινόταν το «έργο». Και δεν ήταν μόνο χαρακτηριστικό της Βέρντερ. Στη Γερμανία φέτος γίνεται χαμός από γκολ. Μέχρι τώρα μέσος όρος είναι 3 γκολ ανά παιχνίδι, σε ένα πρωτάθλημα στο οποίο όλοι διακρίνονταν για την επιφυλακτικότητά τους. Για χρόνια η Μπουντεσλίγκα ξεκίναγε με ένα καθαρό φαβορί, την Μπάγερν, και ένα σωρό αουτσάιντερ, των οποίων η μεγαλύτερη φιλοδοξία ήταν να τερματίσουν στη μέση του βαθμολογικού πίνακα.
Ακόμη κι αν μπορούσαν να κοιτάξουν πιο πάνω, το απέφευγαν λες και θα διέπρατταν έγκλημα καθοσιώσεως. Αυτή τη φιλοσοφία εξέφρασε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, πέρυσι, ο προπονητής της Αϊντραχτ, Φρίντχελμ Φούνκελ. Κάποια στιγμή, την ώρα που η ομάδα του έφτασε κοντά στη διεκδίκηση μιας θέσης που οδηγούσε στο Τσάμπιονς Λιγκ, αυτός ψαλίδισε τις φιλοδοξίες των οπαδών, λέγοντας ότι η ομάδα δεν ήταν έτοιμη για τέτοιο άλμα. Ε, έπειτα από αυτή τη δήλωση ήρθαν μερικές κολλητές ήττες και η ομάδα τερμάτισε χωρίς άγχος στη μέση της βαθμολογίας.
Φέτος, όμως, φαίνεται ότι οι περισσότερες ομάδες έχουν υιοθετήσει την προσέγγιση του προπονητή της Μπορούσια Ντόρτμουντ, Γιούργκεν Κλοπ, όπως τη διατύπωσε στις αρχές της σεζόν, όταν ισχυρίστηκε: «Θέλω το ποδόσφαιρο που παίζουμε να αξίζει κάποιος να το δει και να το χαρεί. Για μένα αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό από το να τερματίσεις σε μία συγκεκριμένη θέση του βαθμολογικού πίνακα». Οι κακές γλώσσες λένε ότι τέτοια προσέγγιση απέναντι στο παιχνίδι έχουν μόνον όσοι δεν έχουν φιλοδοξίες.
Πράγμα που δεν συμβαίνει με την Μπάγερν και το Αμβούργο, για παράδειγμα. Που δεν τους ενδιαφέρει το θέαμα αλλά οι τρεις βαθμοί. Μάλιστα, ειδικά για το Αμβούργο, η «Berliner Zeitung» έγραψε ότι «η ομάδα συνεχίζει να κερδίζει παρ' όλο που παίζει με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που θέλει ο προπονητής της». Ο Γιολ προφανώς θα ήθελε παιχνίδια με πολλά γκολ, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα ήταν αυτός νικητής. Φέτος, κυρίως στην Μπουντεσλίγκα, γίνεται μία σύγκρουση ρεαλιστών με αιθεροβάμονες. Αντε να δούμε πώς θα τελειώσει φέτος αυτή η ιστορία.
Βιβλίο για διάβασμα
Πριν από καιρό, ο Πανούτσος έγραψε σε ένα κείμενό του (αν θυμάμαι καλά) ότι είναι απίθανο να δεις ποδοσφαιριστή να διαβάζει ή αν δεις κάποιον, θα είναι –κατά πάσα πιθανότητα- τερματοφύλακας. Είναι οι πιο περίεργοι τύποι στις ομάδες. Μερικές φορές, σκέφτομαι ότι στον αθλητικό Τύπο πρέπει να σπανίζουν οι δημοσιογράφοι που παίζοντας ποδόσφαιρο μικροί, κάθονταν κάτω από τα γκολπόστ. Δεν είναι μυστικό ότι η μεγάλη πλειονότητα των δημοσιογράφων του αθλητικού Τύπου –πιθανόν γενικά οι δημοσιογράφοι- δεν διαβάζουν βιβλία που έχουν σχέση με τη δουλειά τους.
Για την ακρίβεια είναι λίγοι οι «πειραγμένοι» που διαβάζουν. Φυσικά, υπάρχουν πολλές δικαιολογίες και η πιο φτηνή –πέρα από τον χρόνο- είναι εκείνη που λέει ότι στα ελληνικά δεν υπάρχει σοβαρή βιβλιογραφία για να ανατρέξει κάποιος. Ε, και; Υποτίθεται ότι όλοι σήμερα μπορούν να διαβάσουν αγγλικά. Πώς στο διάολο μπορούν να κάνουνε βόλτα σε όλα τα στοιχηματικά σάιτ και να καταλαβαίνουν τι γίνεται; Μόνο νούμερα διαβάζουν;
Λοιπόν, όσοι γουστάρουν ποδοσφαιρικό ανάγνωσμα που να «λέει», ας αναζητήσουν το βιβλίο του Jonathan Wilson με τίτλο «Inverting the Pyramid» και υπότιτλο «Μία ιστορία της ποδοσφαιρικής τακτικής», από τις εκδόσεις «Orion books». Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος απόφοιτος της σχολής προπονητών της Κολωνίας, συμμαθητής του «Αλέ» ή κολλητός του «Κάρπετ» για να μπορεί να καταλάβει την εξέλιξη της τακτικής στο παιχνίδι που αγαπάμε.
Τακτικής που γεννήθηκε από τη στιγμή που οι Σκωτσέζοι, πρώτοι αυτοί –ναι, αυτοί και όχι οι Αγγλοι- αντιλήφθηκαν ότι η μπάλα μπορούσε να φθάσει γρηγορότερα μπροστά με τις πάσες, παρά με τις διαρκείς ντρίμπλες. Ο Wilson με αυτό το βιβλίο διηγείται την εξέλιξη του παιχνιδιού από την προπολεμική επανάσταση, το WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν, το 4-4-2 του Μπέλα Γκούτμαν, στο beautiful game των Βραζιλιάνων του '70 και στο ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο των Σοβιετικών και των Ολλανδών, μέχρι το ποδόσφαιρο του Μουρίνιο που διαλύει τις παραδοσιακές γραμμές.
Ο Wilson αναλύει με εξαιρετικά απλό τρόπο το κάθε σύστημα, αναζητεί με την επιμονή ενός ιστορικού τις αιτίες που οδήγησαν στη γέννηση και την υπέρβασή του, θέτοντας διαρκώς ερωτήσεις που όλοι μπορούν να καταλάβουν. Παλαιότερα, οι κριτικές –ή πιο σωστά οι παρουσιάσεις βιβλίων- τελείωναν με τη φράση: «Ενα βιβλίο που δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη». Αναρωτιέμαι, όμως, ποιοι χρησιμοποιούν βιβλιοθήκες σήμερα.
Το τσατσιλίκι των τραπεζών
Η κυβέρνηση, μας διαβεβαιώνουν τα ρεπορτάζ των τηλεοράσεων και των εφημερίδων, πιέζει τους τραπεζίτες να δεχθούν τις προτάσεις της για το πακέτο βοήθειας των 28 δισ. ευρώ, το οποίο πρόκειται να κατευθυνθεί στη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μάλιστα, ζητεί από τις τράπεζες να «επιδείξουν κοινωνική ευθύνη». Πρόκειται, προφανώς, για υποκρισία με κεφαλαία γράμματα. Μέχρι τώρα, τα τελευταία 20 χρόνια τουλάχιστον, οι κυβερνήσεις βάσισαν όλη την ανάπτυξη στις τράπεζες, παραχωρώντας τους προνόμια και εξουσίες χωρίς να τις ελέγχουν.
Τώρα τους ζητούν να επιδείξουν «κοινωνική ευθύνη». Ποιοι; Οι μηχανισμοί ανεξέλεγκτης τοκογλυφίας που οι ίδιες οι κυβερνήσεις δημιούργησαν. Σε ό,τι αφορά αυτή την κυβέρνηση, είναι τουλάχιστον περίεργο ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών να αντιλαμβάνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικού πακέτου βοήθειας πρέπει να διατεθεί απευθείας στους πολίτες και εδώ ο πρύτανης της οικονομικής ανοησίας, Γ. Αλογογκούφης, να επιμένει όλη η «δουλειά» να γίνει μέσω των τραπεζών.