H προσδοκία του καλού ποδοσφαίρου σε ένα ντέρμπι στο ελληνικό πρωτάθλημα, ειδικά σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στους δύο «αιωνίους», σπανίως επιβεβαιώνεται. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια. Για αρκετούς πρωτεύοντες ή δευτερεύοντες λόγους. Το ντέρμπι της περασμένης Κυριακής δεν ξέφυγε από το πλαίσιο που ορίζει αυτή η εκτίμηση. Ενα ανιαρό παιχνίδι, στο οποίο ο αμυντικός προσανατολισμός της μίας ομάδας –του Ολυμπιακού– ήταν ξεκάθαρος και ο επιθετικός προσανατολισμός της άλλης –του Παναθηναϊκού– υπήρξε πολύ νεφελώδης.
Η ισοπαλία χωρίς γκολ δεν ξάφνιασε κανέναν, από τη στιγμή μάλιστα που δεν δημιουργήθηκαν περισσότερες από τρεις ευκαιρίες για γκολ συνολικά κι από τους δύο. Και η έλλειψη ευκαιριών, πέραν της απουσίας αγωνιστικών συνθηκών που θα επέτρεπαν τη δημιουργία τους, ήταν και θέμα προθέσεων. Και οι δύο προπονητές μπήκαν στο παιχνίδι με ένα στόχο: να μην ηττηθούν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Τεν Κάτε από την ισοπαλία ήθελε να πάει προς τον «άσο», αλλά δεν μπόρεσε.
Ο Βαλβέρδε από την ισοπαλία δεν ήθελε να κατρακυλήσει στην ήττα. Δεν είχε, όμως, και τη δυνατότητα να πάρει τη νίκη. Το παιχνίδι της Κυριακής ήταν ένα παιχνίδι μεγάλης παραδοξότητας. Ο Παναθηναϊκός φέτος –μέχρι τώρα– δείχνει μία μέτρια εικόνα στο γήπεδό του ενώ οι Πειραιώτες μία αντίστοιχα μέτρια –έως κακή– εκτός έδρας. Η διαφορά στον τρόπο που ο κάθε προπονητής διαχειρίζεται το υλικό του και σχεδιάζει την τακτική του, μου δείχνει ότι ο Ολλανδός προπονητής των «πρασίνων» μπορεί να κάνει την ομάδα του να παίξει παραγωγικό ποδόσφαιρο ή τουλάχιστον το προσπαθεί σοβαρά, ενώ ο Ισπανός επειδή δεν μπορεί να το κάνει με το υλικό που έχει στη διάθεσή του, κάνει διάφορες αλχημείες για να καταφέρει να διατηρήσει την ομάδα του μέσα στον στόχο, την κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Πράγμα που μεταφράζεται ως νίκες στο γήπεδό μου και όπως μπορώ εκτός έδρας. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως και σε όλη την ποδοσφαιρική Ευρώπη, το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετρά πλέον, επειδή φέρνει βαθμούς –δηλαδή τίτλους– και χρήματα. Ολα πλέον οργανώνονται με τρόπο τέτοιο, που εκείνο το οποίο προέχει είναι η διασφάλιση του αποτελέσματος με κάθε μέσο. Ο Τεν Κάτε μετά τη Βρέμη έχει αρχίσει να δείχνει τη δουλειά και τη φιλοσοφία του. Θέλει μία ομάδα που θα παίζει την μπάλα μπροστά.
Ξέρει τις δυνατότητες του υλικού του, ξέρει τις ελλείψεις του και το μεταχειρίζεται ανάλογα. Εκείνο που καταλαβαίνει κάποιος με τον τρόπο που στήνει κάθε φορά ο Ολλανδός την ομάδα του, είναι ότι έχει ένα σχέδιο. Κάτι που δεν μου έχει δώσει να καταλάβω ο Βαλβέρδε. Αντιλαμβάνομαι τους περιορισμούς που του θέτει το υλικό του, γεγονός που φαίνεται από τον τρόπο που μεταχειρίζεται τους επιθετικούς του, είτε κάνοντας οικονομία στη χρησιμοποίησή τους είτε βάζοντάς τους να παίζουν σε περισσότερες από μία θέσεις.
Οπως συμβαίνει συχνά με τον Ντιόγο. Η ήττα στο ντέρμπι για τον Ολλανδό προπονητή θα σήμαινε ότι ξαναγυρίζει το καράβι με κατεύθυνση προς τους σκοπέλους της γκρίνιας, που ήταν διάσπαρτοι γύρω από τους «πράσινους» μετά την ήττα από τον Εργοτέλη. Η ήττα για τον Βαλβέρδε στο ντέρμπι θα μεγάλωνε την πίεση στον Ισπανό και παράλληλα τη δυσαρέσκεια και την αμφισβήτηση, διότι η εικόνα του φετινού Ολυμπιακού είναι απογοητευτική. Και οι δύο τώρα έχουν κερδίσει χρόνο.
Ο Βαλβέρδε επειδή έχει κρατήσει τη διαφορά από τον «αιώνιο» αντίπαλο και ο Τεν Κάτε διότι μπορεί να κρατήσει όσα έχει κερδίσει από το 3-0 της Βρέμης, να αποδώσει το βραχυκύκλωμα της ομάδας του στον τρόπο με τον οποίο έπαιξε ο αντίπαλος και φυσικά στις ανοησίες κάποιων για τη διαιτησία. Μια πολύ βολική καραμέλα για κάποιους στον ΠΑΟ που –ανεξαρτήτως αιτίων– εξελίσσεται σε ψύχωση. Για ό,τι δεν μπορούν να καταφέρουν οι «πράσινοι» φταίνε οι διαιτητές. Μπορεί σε κάποια παιχνίδια ο ισχυρισμός να έχει βάση, αλλά στο προχθεσινό ντέρμπι δεν είχε.
Κουβέντα για το θέαμα δεν έχουμε λόγο να κάνουμε. Αλλωστε δεν ενδιαφέρονται γι' αυτό ούτε παίκτες ούτε προπονητές. Εμείς γιατί να «καιγόμαστε»; Στο περιβάλλον του παιχνιδιού χρειαζόμαστε μόνο για να καταναλώνουμε και να χειροκροτούμε, πολλές φορές κατόπιν εντολής. Οχι για να απαιτούμε.
Φταίει το σύστημα
Οταν η οικονομική κρίση που ξέσπασε –όπως ήταν αναμενόμενο– άρχισε να κλιμακώνεται, πάρα πολλοί πολιτικοί μέσα στον πανικό τους για το βάθος και την έκταση της κρίσης υποστήριξαν ότι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (που βασιζόταν και συνεχίζει να το κάνει στην άυλη οικονομία) έπρεπε να αλλάξει. Τώρα, παρ' όλο που η κρίση δεν ξεπεράστηκε, αλλά αντιθέτως το σοβαρότερο κομμάτι της βρίσκεται μπροστά μας, οι περισσότεροι πολιτικοί που είδαν ότι η συμβολή του κράτους θα είναι καθοριστική στην ανάληψη των ζημιών που δημιούργησε η απληστία των ιδιωτών, ξέχασαν τη διαπίστωσή τους για την «αλλαγή του συστήματος».
Το σύστημα θα παραμείνει το ίδιο, παρά τα όσα λέγονται. Απλώς ένα λίφτινγκ θα του κάνουν και θα φροντίσουν αν κάτι τέτοιο συμβεί ξανά στο μέλλον να υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί προειδοποίησης. Για να προλάβουν τα ιδιωτικά κεφάλαια να μετακινηθούν σε ασφαλέστερα λιμάνια και όλη την μπόρα που θα επωμιστεί το κράτος, να τη διαχειριστεί το κράτος. Δηλαδή όλοι εμείς. Παράδειγμα; Υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τον τύπο σχεδίου σωτηρίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει εκπονήσει η κυβέρνηση; Δανείζεται τα 28 δισ. ευρώ που θα δώσει στις τράπεζες –έναντι συζητήσιμων ανταλλαγμάτων και προϋποθέσεων–, οι οποίες θα δανειοδοτήσουν τις ΜΜΕ και τους ιδιώτες.
Ο ιδιώτης, λοιπόν, εκτός από το χρέος που θα έχει στην τράπεζα, θα έχει και το χρέος που του αναλογεί ως πολίτης της χώρας που δανείστηκε 28 δισ. ευρώ. Η Ε.Ε. στην πρόσφατη έκτακτη σύνοδο των ηγετών της στις Βρυξέλλες υποστήριξε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα (ένα σύστημα που έχτισε τη φυσιογνωμία του και τα χαρακτηριστικά του χάρη στην υποχώρηση της πολιτικής) δεν χρειάζεται να αλλάξει. Απλώς εκείνο που χρειάζεται είναι μεγαλύτερη ευθύνη, διαφάνεια και εποπτεία που θα μπορούσε να ασκεί το ΔΝΤ.
Ενας θεσμός που έχει παίξει πολύ συγκεκριμένο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Η όποια αναμόρφωση του συστήματος απλώς θα προσφέρει περισσότερες διασφαλίσεις για τη συνεχιζόμενη ανισοκατανομή των εισοδημάτων και τη συγκέντρωση του πλούτου σε χέρια ακόμα λιγότερων. Για να επιβεβαιωθεί ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, ο Γουόρεν Μπάφετ (φωτογραφία), ο οποίος υποστηρίζει ότι «ο πόλεμος των τάξεων υπάρχει. Απλώς η δική μου είναι που κερδίζει».
Δημοσιογραφία και υπαλληλία
Γίνεται σαφές πια, και όχι μόνο στους δημοσιογράφους, ότι ο τρόπος που η κυριακάτικη εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης –η οποία είναι αφιερωμένη στο ποδόσφαιρο, διότι δύο λεπτά μπάσκετ είναι για ξεκάρφωμα– καλύπτει την αγωνιστική κίνηση είναι επιεικώς απαράδεκτη. Και ο ενημερωτικός ρόλος της είναι μια πρόφαση, μια και όλη η εκπομπή έχει εξελιχθεί σε ένα βήμα δημόσιων σχέσεων των τριών μεγάλων ομάδων του κέντρου, πολλές φορές διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα προς όφελος των συμφερόντων της κάθε ομάδας τη δεδομένη στιγμή.
Πρόκειται για μία εκπομπή που αντί να ενημερώνει και να διαπαιδαγωγεί, επί της ουσίας συντηρεί και θρέφει τον οπαδισμό. Το χειρότερο στοιχείο της ιστορίας βρίσκεται στο γεγονός ότι κάποιοι «συνάδελφοί» μου έχουν αναγάγει τη δημοσιογραφία σε μία απλή –και ίσως προσοδοφόρα– υπαλληλική σχέση. Η επιλογή είναι δικαίωμά τους. Αλλά δεν είναι δικαίωμά τους να ισχυρίζονται ότι αυτό που κάποιοι από αυτούς παρουσιάζουν κάθε Κυριακή είναι δημοσιογραφική εργασία. Η ντροπή έχει να κάνει με το φιλότιμο. Και είναι περιττό να την αναζητεί κάποιος εκεί που το φιλότιμο απουσιάζει.