Eγραφα χθες για μια από τις επιπτώσεις της απόφασης Μποσμάν με αφορμή τον ισολογισμό του Αγιαξ. Ομως, αυτή η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1995 έχει προξενήσει πάρα πολλές αλλαγές στη φυσιογνωμία του παιχνιδιού αλλά και των ομάδων. Αλλαγές τέτοιες των οποίων το εύρος και την επίδραση ανακαλύπτουμε με το πέρασμα των χρόνων όλο και καθαρότερα. Είναι σαφές ότι με την υπόθεση Μποσμάν η εξουσία σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση των συμβολαίων και των αμοιβών πέρασε στα χέρια των ποδοσφαιριστών και των μάνατζέρ τους.
Για χρόνια οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού, οι ποδοσφαιριστές, ήταν στο περιθώριο σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις αμοιβές. Η υπόθεση Μποσμάν υποτίθεται ότι θα έφερνε μια ισορροπία σ' αυτή την κατάσταση, αλλά έγειρε τη ζυγαριά καθαρά προς την πλευρά των ποδοσφαιριστών. Αυτή η αλλαγή, βέβαια, οδήγησε σε απίστευτες υπερβολές της τάξης των 840 χιλιάδων ευρώ μηνιαίως, που δεν αποτελούν αποκατάσταση κάποιας αδικίας, αλλά ενδείξεις μιας φούσκας, η οποία κάποια στιγμή θα σπάσει.
Και σε ό,τι αφορά την «εξουσία» στις διαπραγματεύσεις των αμοιβών, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ομως, η απόφαση Μποσμάν σηματοδότησε και το πέρασμα ακόμη περισσότερης εξουσίας –που αφορά τον σχηματισμό και την αγωνιστική διαχείριση της ομάδας- από την πλευρά του προπονητή στην πλευρά του προέδρου ή του ιδιοκτήτη της ομάδας. Οχι πως η εξουσία δεν βρισκόταν στα χέρια του και πριν από την απόφαση Μποσμάν, αλλά μετά τον Δεκέμβριο του '95 αυτή η εξουσία ισχυροποιήθηκε ακόμα περισσότερο. Οι ομάδες, πλέον, είναι ομάδες του προέδρου.
Ενα επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει αυτή την εξουσία του ιδιοκτήτη είναι ότι προσδοκά με κάποιον τρόπο επιστροφή της επένδυσης που έχει πραγματοποιήσει. Και η επιστροφή μέρους της επένδυσης έρχεται με τους τίτλους. Αν η ομάδα δεν κερδίζει, αυτός που φεύγει πιο εύκολα είναι ο προπονητής. Ολο και περισσότερο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ο προπονητής είναι αυτός που πληρώνει τις αποτυχίες και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δουλεύει και με τη μεγαλύτερη πίεση. Σκέφτομαι δύο περιπτώσεις καλών, καταξιωμένων και μεγάλων προπονητών.
Την πρώτη του Χουάντε Ράμος, που από την πολύ πετυχημένη Σεβίλλη πήγε στην Τότεναμ για να απολυθεί μετά πολλών επαίνων και πολύ καλής αποζημίωσης. Αν εξαιρέσει κάποιος όλα τα προβλήματα που μπορεί να έχουν προκύψει από την προσαρμογή ή όχι του Ράμος στην αγγλική πραγματικότητα (το έχουν και άλλοι το «φρούτο» της πραγματικότητας), δεν μπορεί να αρνηθεί ότι στη διαχείριση του υλικού του ο πρώτος λόγος ανήκε στον ιδιοκτήτη της ομάδας που –για παράδειγμα- κράτησε τον Μπερμπάτοφ μέχρι την τελευταία ημέρα των μεταγραφών για να ανεβάσει την τιμή του και έδωσε τον Κιν στη Λίβερπουλ για 24 εκατομμύρια, κάνοντας τον όποιο σχεδιασμό του Ράμος, ειδικά για την επίθεση, να πηγαίνει... περίπατο.
Πόσω μάλλον που διαφωνούσε με κάποιους από τους αντικαταστάτες, όπως με τον Τζιοβάνι ντος Σάντος, ο οποίος ήρθε από την Μπάρτσα. Ο Ράμος, σε αντίθεση με την εξουσία που είχε στη Σεβίλλη (μέχρι να τη φθάσει στην κορυφή, διότι μετά η ιδιοκτησία της άρχισε να πουλάει για να καρπωθεί τις υπεραξίες ποδοσφαιριστών που δημιούργησε η επιτυχία), στην Τότεναμ πήγε για να διαχειριστεί ένα έμψυχο υλικό, στην ποιότητα και τη σύνθεση του οποίου άλλοι είχαν τον πρώτο λόγο.
Και εκτός απ' αυτό ήταν υποχρεωμένος να παρουσιάσει αποτελέσματα σε πολύ γρήγορο διάστημα. Ο χρόνος είναι μια πολυτέλεια που ελάχιστοι προπονητές έχουν . Και όσο πιο ανταγωνιστικό είναι το πρωτάθλημα στο οποίο μετέχει μια ομάδα ή όσο μεγαλύτεροι είναι οι στόχοι της τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση στον προπονητή και τόσο λιγότερο το χρονικό διάστημα που έχει για να παρουσιάσει αποτελέσματα. Η δεύτερη περίπτωση προπονητή είναι αυτή του Μουρίνιο. Αλλά εδώ χρειάζονται πολλές σελίδες για να περιγράψει κάποιος τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσής του.
Οι αντοχές της οικονομίας
Mε έτρωγε το χέρι μου να γράψω και σήμερα για την ιστορία ή, πιο καλά, για το φαινόμενο Ομπάμα, που τώρα θα το βιώσουμε και ως προϊόν που θα πουληθεί –όπως όλα άλλωστε- με κάθε μορφή. Πιθανόν, άμα καταφέρει και κάτι σπουδαίο ή του «στήσουν» καμία καλή μηχανή και πάει όπως οι Κένεντι, να καταφέρει να γίνει και βότκα, όπως έκαναν τον Τσε. Ξέρω, όμως, ότι θα έχουμε πολλές ευκαιρίες από εδώ και πέρα για να μελετήσουμε καλύτερα την πολιτική και τις ενέργειές του και να δούμε αν μπορεί να κάνει πραγματικότητα ένα μέρος από τις ελπίδες που καλλιέργησε.
Μια επισήμανση εδώ, που πιστεύω ότι έχει σημασία. Είναι κάπως περίεργο να αναλύουμε εμείς από εδώ το φαινόμενο Ομπάμα, χωρίς να έχουμε ακριβή εικόνα για το τι σημαίνει για όλους όσοι τον πίστεψαν και τον ψήφισαν. Απλώς να σημειώσω πως η συμμετοχή σε αυτές τις εκλογές ήταν η μεγαλύτερη από το 1908, γεγονός που πιστώνεται στον Ομπάμα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Και αυτό λέει πολλά πράγματα. Ομως, ας συνεχίσω μ' αυτό που ήθελα να γράψω σήμερα και έχει να κάνει με τους ισχυρισμούς, τόσο του πρωθυπουργού όσο και του υπουργού Οικονομίας περί των αντοχών της ελληνικής οικονομίας στη διεθνή κρίση.
Σύμφωνα με την αξιολόγηση των ευρωπαϊκών εθνικών οικονομιών που έκανε πριν από λίγες ημέρες η ελβετική τράπεζα Credit Suisse, χαρακτήρισε την ελληνική ως οικονομία υψηλού ρίσκου, κατατάσσοντάς την πολύ ψηλά στις χώρες με ειδικά χαρακτηριστικά που τις κάνουν πιο ευάλωτες στη διεθνή οικονομική κρίση. Η Ελλάδα βρίσκεται μαζί με τη Λετονία στην 6η θέση της σχετικής κατάταξης, λίγο πάνω από τη Ρουμανία που ακολουθεί. Στην κατάταξη επικινδυνότητας που κατάρτισε η ελβετική τράπεζα στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ισλανδία, που έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας χωρίς να έχει γλιτώσει ακόμη, και την ακολουθούν η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Ισπανία και στην 5η θέση η Λιθουανία.
Η Βρετανία βρίσκεται στην 11η θέση, οι ΗΠΑ που είναι και η κοιτίδα της κρίσης στη 13η, η Ιρλανδία στη 15η, ενώ η Τουρκία βρίσκεται στην 22η και δεν είναι στη ζώνη του ευρώ. Κάποια απ' τα κριτήρια που χρησιμοποιεί για την αξιολόγηση των οικονομιών η ελβετική τράπεζα είναι η κατάσταση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το καθαρό εξωτερικό χρέος, τον δανεισμό του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ, τον λόγο των δανείων προς τις καταθέσεις και τις εξαγωγές εμπορευμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αναρωτιέμαι, πάντως, αν το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έχει να αντιπαραθέσει κάποια σοβαρή επιχειρηματολογία που να αντικρούει τις εκτιμήσεις των Ελβετών.
Η κατάσταση στις φυλακές
Η χρησιμοποίηση του όρου «σωφρονιστικό σύστημα» στην Ελλάδα είναι ένας από τους πιο συνηθισμένους πλεονασμούς που χρησιμοποιούμε, μια και όποιο «σύστημα» και αν υφίσταται δεν είναι σωφρονιστικό ούτε σε μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Και πέρα απ' αυτό. Η κατάσταση διαβίωσης στις περισσότερες φυλακές της χώρας είναι απαράδεκτη για ανθρώπινα όντα. Βεβαίως πρόκειται για παραβάτες των νόμων και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο βρίσκονται στις φυλακές, αλλά δεν παύουν να είναι άνθρωποι.
Ομως, αυτό δεν μας απασχολεί, μια και δεν ασχολείται με αυτή την κατάσταση η τηλεόραση παρά μόνο αν είναι να δείξει κάποιους να καίνε στρώματα σε ταράτσες. Από τις 3 Νοεμβρίου οι κρατούμενοι σε όλες σχεδόν τις φυλακές της χώρας έχουν κατέβει σε αποχή συσσιτίου και απεργία πείνας, διεκδικώντας την ικανοποίηση 16 συγκεκριμένων αιτημάτων τους. Πολλά από τα οποία όχι απλώς αξίζει, αλλά πρέπει να κουβεντιάσει η κυβέρνηση. Εκτός αν ο διάλογος θα γίνει ως συνήθως με τα ΜΑΤ και πολύ ξύλο.