Τι να σας γράψω σήμερα; Οτι ο Τεν Κάτε έχει ένα σχέδιο κι ένα όραμα για τον ΠΑΟ του μέλλοντος; Οτι δεν είναι τσαρλατάνος, για να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες; Οτι έχει προσωπικότητα και ιδέες; Οτι ακόμα και τα λάθη του βασίζονται σε μια σοβαρή αξιολόγηση της κατάστασης; Οτι από τώρα έχει στο μυαλό του πώς θα ενισχύσει την ομάδα; Οτι πιστεύει στους ανθρώπους πιο πολύ από τα σχήματα; Μα για όλα αυτά σας έγραφα όταν ο ΠΑΟ δεν πήγαινε καλά: τώρα ας τα πουν άλλοι –είναι εύκολο. Προτιμώ και λόγω της επικαιρότητας των αμερικανικών εκλογών να σας μιλήσω για κάτι άλλο: για τους νοσταλγούς.
«Στα αρχαία ελληνικά η επιστροφή λέγεται νόστος. Αλγος σημαίνει πόνος». «Νοσταλγία είναι, λοιπόν, ο πόνος που προκαλεί σε κάποιον η ανικανοποίητη λαχτάρα μιας επιστροφής», γράφει στην «Αγνοια» ο σπουδαίος Μίλαν Κούντερα. Κρατάω από όλο αυτόν τον εμπνευσμένο ορισμό την επισήμανση ότι πρόκειται για κάτι ανικανοποίητο. Και προσθέτω ότι ο νοσταλγός είναι ένας διπλά προδομένος: είναι προδομένος διότι ό,τι αγάπησε τελείωσε (σε πείσμα μάλιστα της δικής του θέλησης) και είναι και προδομένος, επειδή αυτό το κάτι δεν θα το ξαναβρεί ποτέ και είναι υποχρεωμένος να ζει με την ανάμνησή του ή, για να ακριβολογώ, με την ευφάνταστη ωραιοποίηση της ανάμνησής του.
Κίνητρο
Ο νοσταλγός δεν είναι καψούρης ούτε κολλημένος. Η ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία είναι κίνητρο ζωής, όσο κι αν καμιά φορά πονάει –και ίσως πονάει πιο πολύ από τη νοσταλγία. Η θεραπεία τέτοιων καταστάσεων δίνεται συνήθως μέσα από τη ζωή: δεν υπάρχουν συναισθηματικές αιχμαλωσίες –όλα είναι μύθος. Ο νοσταλγός δεν αγαπάει τίποτα πέραν του εαυτού του: η νοσταλγία του, δηλαδή ο πόνος του ανικανοποίητου, δεν τον αφήνει να λειτουργήσει –η κρίση μπλέκεται, η αξιολόγηση είναι αδύνατη, η λύση για όλα είναι το χθες, αλλά το χθες δεν υπάρχει. Είναι σχεδόν αδύνατο να γιατρευτείς, κυρίως επειδή όποιος δεν σε καταλαβαίνει σε υποχρεώνει να τον δεις ως εχθρό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νοσταλγοί καταλήγουν συνήθως να κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.
Μικρόβιο
Επειδή γουστάρω τους ανθρώπους με εμμονές, έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς νοσταλγούς, αν και ποτέ δεν έχω προσβληθεί από το μικρόβιο. Ξέρω νοσταλγούς της 21ης Απριλίου –ανθρώπους που αποκαλούν το πραξικόπημα «επανάσταση», λένε ιστορίες για το πόσο αναπτύχθηκε η Ελλάδα εκείνο τον καιρό, θεωρούν το Πολυτεχνείο «προβοκάτσια των Αμερικανών», ισχυρίζονται ότι ακόμα και τα καλύτερα λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν τότε. Εχω γνωρίσει ακόμα χειρότερους. Στην Ιταλία είχα φίλους που αποκαλούσαν τον Ντούτσε «Μπενίτο μας», φορούσαν μαύρα πουκάμισα, είχαν πάθος για τα όπλα, μισούσαν τους Μιλανέζους επειδή εκεί ο Μπενίτο σκοτώθηκε, έκαναν βόλτες μαζί μου στη Ρώμη εξηγώντας μου την αρχιτεκτονική του φασισμού και πόσο σπουδαία ήταν όλα τότε. Στην αρχή όλο αυτό με ενοχλούσε. Μετά κατάλαβα ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν απλώς αγιάτρευτα άρρωστοι κι ότι όταν βρίσκονταν και συμφωνούσαν μεταξύ τους για το πόσο επικίνδυνα φιλελεύθερη είναι η εποχή μας, απλώς με έκαναν να χαμογελάω. Χαμογελάω, επίσης, όταν ακούω ανθρώπους να ισχυρίζονται ότι τη δεκαετία του '60 ήταν όλα καλύτερα, επειδή οι μαθήτριες φορούσαν ποδιές και τα αυτοκίνητα ήταν λίγα και χαμογελάω εξίσου και με λογιών λογιών αριστερούς που ακόμα θυμούνται πόσο καθαρή ήταν η Πράγα, όταν κάποτε την επισκέφθηκαν, και τι τάξη υπήρχε κάποτε στις αγορές του Βουκουρεστίου και της Σόφιας κι ας μην υπήρχε τίποτα να αγοράσει κανείς.
Ζημιά
Οι νοσταλγοί πρέπει να προκαλούν τρυφερότητα και μια γλυκιά θλίψη: όλοι μπορεί να πάθουμε κάποια τέτοια ζημιά. Να πιστέψουμε ξαφνικά ότι ο Ελβις ζει και να αφήνουμε στα σαράντα φαβορίτες. Να δακρύζουμε όταν αντικρίζουμε τη σημαία της ΕΣΣΔ με το σφυροδρέπανο, πιστεύοντας ότι κάποτε θα ξανάρθει ο σοσιαλισμός και θα δικαιωθούν ο Λένιν κι ο Χαρίλαος. Ολα μπορεί να μας συμβούν, μια και η νοσταλγία μπορεί να σε χτυπήσει εκεί που δεν την περιμένεις. Μπορεί αύριο να ψάχνεις βανίλια του Στέλιου Καζαντζίδη και να βρεις την ευτυχία στα τραγούδια της ξενιτιάς. Μπορεί να αρχίσεις να διαβάζεις τα άπαντα του Ανδρέα Παπανδρέου και να αποστηθίσεις τη «Δημοκρατία στο Απόσπασμα». Μπορεί να αφήσεις μουστάκι σαν τον Χαραλαμπόπουλο. Αν σου συμβεί, να το ξέρεις πως δεν θα είσαι μόνος: όλο και κάποιος θα βρεθεί να σου δώσει δίκιο, να μοιραστεί μαζί σου τα ίδια δάκρυα, να νιώσει προδομένος.
Ραψωδία
Εβλεπα τον ΠΑΟ και την άνετη νίκη του στη Βρέμη και μετά άκουγα στα ράδια τη ραψωδία των νοσταλγών. Τις γνωστές φωνούλες όλων εκείνων που την περασμένη Πέμπτη έλεγαν πόσο αδιοίκητος είναι σήμερα ο ΠΑΟ, πόσο σπουδαίοι παίκτες είναι οι αμυντικοί του, πόσο καταπληκτική ήταν η δουλειά του Βέλιτς, του Μαλεζάνι, του Πεσέιρο –βάλτε όποιον θέλετε, αρκεί να έρχεται από το παρελθόν. Τους άκουγα να λένε ότι οι νίκες στην Ευρώπη είναι για τον ΠΑΟ κανόνας (όπως η ανάπτυξη επί χούντας), ότι ο Τεν Κάτε έπαιξε όπως πέρυσι ο Πεσέιρο (ακριβώς όπως ο Ελβις ζει), ότι το σύστημα που επιλέχθηκε στη Βρέμη θύμισε παλιό καλό ΠΑΟ (όπως περίπου ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ θυμίζει σε κάποιους τις μεγάλες στιγμές της ελληνικής βασιλείας όταν έρχεται στην Ελλάδα για διακοπές). Χαμογελάω με όλα αυτά, επειδή είναι σημάδια μιας ασθένειας που ευτυχώς δεν αγγίζει τον ΠΑΟ, αλλά κάποιους ελάχιστους που αρνούνται πεισματικά να καταλάβουν ότι η ομάδα γύρισε σελίδα και με όλα τα λάθη που μπορεί να γίνουν, θα πορευτεί διαφορετικά. Οποιος μπαίνει στη διαδικασία μιας αντιπαράθεσης με αυτή την πολύ μικρή ομάδα των κακομοίρηδων αδικεί τον εαυτό του. Αργά αλλά σταθερά θα εξαφανιστούν, όπως περίπου συμβαίνει με όλους τους νοσταλγούς.
Λύση
Ο Τεν Κάτε είπε πριν από το ματς ότι ο ΠΑΟ έχει αμυντικό πρόβλημα και ότι δουλεύει για να το επιλύσει. Ο Ανδρέας Βγενόπουλος στήριξε τον προπονητή. Ο Κώστας Αντωνίου ψάχνει παίκτες για τον Δεκέμβρη. Οι νοσταλγοί ας βλέπουν φαντάσματα, ας ανοίγουν μέτωπα με δημοσιογράφους, ας προβλέπουν δυστυχίες. Χάνοντας την επαφή με τον ΠΑΟ…
Transition game
Aντε να σας γράψω και μια διαφορά του περσινού από τον φετινό ΠΑΟ για όσους γουστάρουν αγωνιστικές λεπτομέρειες. Η πιο μεγάλη διαφορά των δύο ομάδων είναι αυτό που οι προπονητές αποκαλούν «transition game» –σόρι, αλλά ο όρος στην Ελλάδα είναι αμετάφραστος. Ο περσινός ΠΑΟ δεν το έκανε ποτέ, ο φετινός το προσπαθεί, μολονότι οι χαφ του δεν είναι οι πλέον κατάλληλοι γι' αυτό.
Τι είναι τώρα αυτό και γιατί δυσκολεύει τον ΠΑΟ, θέλω να σας τα εξηγήσω. Είναι ο τρόπος μεταφοράς της μπάλας στην επίθεση ύστερα από την ανάκτησή της με πρέσινγκ. Ο ΠΑΟ και πέρυσι πίεζε επίσης ψηλά (όχι όσο το κάνει ο φετινός Παναθηναϊκός, αλλά ψηλά) με τους επιθετικούς του: και ο Σαλπιγγίδης και ο Παπαδόπουλος και ο Ν'Ντόι είναι, όπως λέει ο «Αλέ», πρεσαδούρες. Οταν, όμως, αυτοί κέρδιζαν την μπάλα (όταν την κέρδιζαν) ή τη γυρνούσαν στους μέσους (κυρίως στον Μάτος, αλλά και στον πανταχού παρόντα Καραγκούνη) περιμένοντας στη συνέχεια να βγουν οι συμπαίκτες τους σιγά σιγά μπροστά ή παιδεύονταν μόνοι να τελειώσουν φάσεις. Πέρυσι η φάση της άμυνας και η φάση της επίθεσης ήταν διακριτές: ο ΠΑΟ ήταν σαν να έπρεπε πρώτα να κερδίσει την μπάλα, μετά να σταματήσει τον χρόνο κι έπειτα να παίξει επίθεση. Αυτή η «τριφασικότητα» τον έκανε προβλέψιμο. Δεν είναι αλήθεια π.χ. ότι δεν έβγαιναν στην επίθεση τα μπακ: έβγαιναν, αλλά μέχρι να βγουν η ομάδα περίμενε τόσο πολύ την κίνησή τους παίζοντας οριζόντιο ποδόσφαιρο, ώστε ο αντίπαλός της πάντα ταμπουρωνόταν. Αν τον περίμενε και σωστά, όπως ο Ολυμπιακός στο ματς του Κυπέλλου στο Καραϊσκάκη, η Ξάνθη, ο ΟΦΗ, ο Ηρακλής στη Λεωφόρο, η Λάρισα κ.ά, του έφτιαχνε εύκολα και φάσεις.
Φέτος ο ΠΑΟ προσπαθεί να πιέσει, να κλέψει μπάλα και να φύγει αμέσως μπροστά, με μία πάσα στον χώρο. Οσοι πρεσάρουν ψηλά (και είναι σαφώς περισσότεροι από πέρυσι, διότι και οι μέσοι ανεβαίνουν), παίζουν με την υποχρέωση να βρουν κάθετα τον συμπαίκτη που κάνει κίνηση στον χώρο, ώστε η μεταφορά της μπάλας (το transition game) να γίνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Οσοι δεν πρεσάρουν γεμίζοντας χώρους, αλλά περιμένουν (Μάτος), και όσοι δεν πασάρουν με τη μία (Κλέιτον, Χριστοδουλόπουλος, Ρουκάβινα), έχουν πρόβλημα να βρουν θέση. Οσοι το κάνουν (Σιμάο, Μουν) ανταμείβονται με εμπιστοσύνη κι όποιοι το μαθαίνουν παίρνουν τις ευκαιρίες τους (Νίνης, Γκάμπριελ, Μάντζιος). Αλλά ο κόουτς δεν αδικεί κανέναν.
Ψηφίστε όλοι «Τεό»
Είναι μία από τις μεγάλες ειδήσεις της χρονιάς. Το καλό περιοδικό «Status», στην ετήσια ψηφοφορία για τους «Ανδρες της Χρονιάς» που διοργανώνει, έχει μεταξύ των υποψηφίων στην κατηγορία «Μάνατζερ του 2008» τον Θόδωρο Θεοδωρίδη, τον άνθρωπο που δραπέτευσε από την ΕΠΟ και βρήκε ηρεμία και καταξίωση στην ΟΥΕΦΑ και τη Νιόν της Ελβετίας. Καλώ το ελληνικό κοινό να αγοράσει μαζικά το περιοδικό για να τον ενισχύσει: θα είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής στον παράγοντα που πιστώνεται την κατάκτηση του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2004 όσο κανείς άλλος.
(Είναι μεγάλη η χαρά μου για τον Θόδωρο. Σχεδόν όση και η δική του όταν έμαθε ότι ένα δικό του παιδί, ο Γιώργης ο Δαλούκας, πήρε το πρώτο του μεγάλο ντέρμπι).