Μαγκιά, για οποιονδήποτε γράφει ή εκφέρει την άποψή του με κάποιον τρόπο, είναι να είναι απαλλαγμένος από εξαρτήσεις και συμφέροντα. Για να μπορεί αυτός που τον διαβάζει ή τον ακούει να αισθάνεται ότι, όταν περνάει την ομάδα πριονοκορδέλα, τον προπονητή, τους παίκτες ή τον τεχνικό διευθυντή, δεν το κάνει για να παίξει το παιχνίδι κάποιου ή να καλοπιάσει κάποιον άλλον. Μαγκιά είναι επίσης να αναγνωρίζεις ότι αυτός που έκανε πέντε στραβά προχθές, έκανε πέντε πολύ καλά χθες. Και έβαλε τις βάσεις για να κάνει άλλα δέκα αύριο.
Ο Χενκ Τεν Κάτε δεν έγινε χειρότερος προπονητής επειδή ο Παναθηναϊκός έχασε από τον Εργοτέλη, όπως δεν έγινε και καλύτερος νικώντας τη Βέρντερ. Απλώς στο ένα παιχνίδι δεν του βγήκε τίποτα απ’ ό,τι είχε σχεδιάσει και στο άλλο του βγήκαν όλα. Οποιος πιστεύει ότι, εν έτει 2008, αρκεί να κατεβαίνει ο Παναθηναϊκός ή ο Ολυμπιακός στο γήπεδο, να τους βλέπουν οι μικροί και οι μικρομεσαίοι της Super League στη φυσούνα και να αισθάνονται πίσω στο σκορ με 2-0, ανήκει είτε σε άλλες εποχές είτε σε άλλον πλανήτη. Θέλει διαφορετικό «διάβασμα» το παιχνίδι με τον Θρασύβουλο απ’ αυτό με την Ιντερ, αλλά και τα δύο θέλουν «διάβασμα». Και ο Τεν Κάτε, είτε η ομάδα είχε καλά αποτελέσματα είτε όχι, τουλάχιστον έδειχνε να το ψάχνει το πράγμα. Προσωπικά, δεν αμφέβαλα ποτέ γι' αυτό. Με προβλημάτιζε μόνο αν θα καταφέρει να περάσει τα πράγματα που έχει στο κεφάλι του στους παίκτες. Οχι επειδή οι παίκτες είναι χαζοί ή ο ίδιος κακός καθηγητής, αλλά διότι ο κόσμος του Παναθηναϊκού έχει σκίσει κάθε λεξικό στη λέξη «υπομονή» και στη φράση «πίστωση χρόνου».
Του βγήκαν λοιπόν όλα στο ματς με τη Βέρντερ. Μιλάμε για ευστοχία 10-50, που λέγαμε και στον στρατό. Από τη χρησιμοποίηση του Γκαλίνοβιτς και την επιμονή στους Βύντρα, Σαριέγκι, που έχουν τα περισσότερα παιχνίδια ως ντουέτο στο κέντρο της άμυνας, το 4-3-2-1 με Καραγκούνη και Γκάμπριελ πίσω από τον Μάντζιο, μέχρι το σχήμα με τους τρεις αμυντικούς μέσους, από τους οποίους κανείς δεν έπαιξε τον ρόλο του καταστροφέα του αντίπαλου κέντρου: ο Σιμάο ασχολήθηκε αποκλειστικά σχεδόν με τον περιορισμό του Ντιέγκο, ο Ζιλμπέρτο μοίρασε τα βήματα και τη φαιά ουσία του ανάμεσα σε μαρκάρισμα χώρου και δημιουργία παιχνιδιού (συν επιτέλους μερικές καλές επιθετικές πρωτοβουλίες) και ο άριστος Τζιόλης μοίρασε ακριβοδίκαια το δικό του παιχνίδι σε όλα, χωρίς να κάνει εκπτώσεις πουθενά. Τον συγχαίρω πραγματικά για το παιχνίδι που έκανε έπειτα απ’ όσα έχει διαβάσει και έχει ακούσει. Συγχαίρω περισσότερο τον προπονητή, που τον έκανε να νιώσει σημαντικός και πολύτιμος, που τον στήριξε και τον τόνωσε στα δύσκολα και πήρε σαν ανταποδοτικό τέλος μια εμφάνιση που σπάνια βλέπεις σε αγώνες τόσο υψηλού επιπέδου και σημασίας.
Επειδή εύκολα η υπεραισιοδοξία που δημιουργούν τέτοιες εμφανίσεις και σπουδαίες νίκες ανεβάζει τον πήχη των προσδοκιών, καλό είναι να είμαστε σεμνοί και ταπεινοί εν όψει του ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Αισιόδοξοι, όμως, μπορούμε να είμαστε. Οχι μόνο για το αποτέλεσμα στο ντέρμπι, αλλά κυρίως για τη δουλειά που γίνεται. Νόμιζα ότι η κουβέντα του Τεν Κάτε «θέλει χρόνο για να φανεί η δουλειά που κάνουμε», ήταν ένα τυπικό τουμπάρισμα της κλεψύδρας, για να τρέξει κι άλλη άμμος στην υπομονή του κόσμου και της διοίκησης. Αν όμως δούμε κι άλλα τέτοια πράγματα στο χορτάρι, τότε προφανώς το εννοούσε απόλυτα.