Eάν θέλεις να «ξεθωριάσει» η βάσιμη κριτική σου σε κάποιο πρόσωπο, δεν έχεις παρά να αρχίσεις να το κατηγορείς ή να το χλευάζεις και για πράγματα ασήμαντα. Να, σκεφθείτε φερειπείν την ειρωνεία που επέσυρε προσφάτως το πάθημα της Σάρα Πέιλιν, της (μέχρι χθες) υποψήφιας αντιπροέδρου των Ρεπουμπλικανών.
Να υποθέσουμε ότι η Πέιλιν είναι ηλίθια, επειδή πίστεψε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Νικολά Σαρκοζί κι όχι με τον Καναδό κωμικό-φαρσέρ; Μα τότε πρέπει να θεωρηθούν βλάκες αναρίθμητοι πολιτικοί ανά τον κόσμο που την έχουν «πατήσει» τοιουτοτρόπως, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών θυμάτων των «Κακών Παιδιών» του ΣΚΑΪ. Τον Μάρτιο του 1990 ο πρόεδρος Μπους (ο μπαμπάς) είχε πάθει κάτι χειρότερο. Διαπραγματευόταν σοβαρά την απελευθέρωση Αμερικανών που κρατούσε ομήρους η Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Το αυτί του είχε γίνει ένα με το ακουστικό του τηλεφώνου -εξαιτίας της διάρκειας της συνδιάλεξης- κι ακόμη δεν είχε υποψιαστεί ότι μιλούσε με φαρσέρ κι όχι με τον Ιρανό ομόλογό του, τον Ραφσανζανί. Ουδείς αμφισβήτησε, ποτέ τον υψηλό δείκτη νοημοσύνης του μπαμπά Μπους.
Να λοιδωρήσουμε, μήπως, την Πέιλιν διότι αγνοούσε ότι ο Τζόνι Χαλιντέι είναι διάσημος ροκ σταρ; Γιατί, αν κάποιος πει στον Σαρκοζί, τον Μπερλουσκόνι ή τον Καραμανλή πως ο Ομπάμα έχει σύμβουλο ονόματι Γκαρθ Μπρουκς, εσείς θα στοιχηματίζατε πως αυτοί θα καταλάβουν το καλαμπούρι και θα πουν «άσε τα σάπια, αυτός είναι μουσικός κάντρι»; Τέτοιο στοίχημα μη βάλετε. Τουλάχιστον όχι πριν γίνει πρωθυπουργός ο Πανούτσος, ο οποίος λατρεύει τόσο πολύ οτιδήποτε έχει ρίζες στις ανόθευτες παραδόσεις της αμερικανικής υπαίθρου, ώστε φορά τιράντες με σταθερότητα που παραπέμπουν στους ήρωες της παλιάς τηλεοπτικής σειράς «Οικογένεια Γουόλτον».
Το να χλευάζεις, λοιπόν, για κάτι τέτοια μια πολιτικό που μπορεί και πρέπει να επικριθεί για μύρια όσα άλλα, δεν στέκει και πολύ καλά. Μάλλον παραπέμπει στην παροιμία «ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι». Κάθε διάθεση για υπερβολή ή χαβαλέ είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να ξέρουμε ότι παράγει προϊόντα της ίδιας κατηγορίας: της υπερβολής και του χαβαλέ.
Κάτι ανάλογο γίνεται και με τον Ντέμη Νικολαΐδη. Είναι δίκαιο να επικριθεί για πολλά, ορισμένα εκ των οποίων μπορούν να θεωρηθούν σοβαρότατα. Εσχάτως όμως -και δεν εννοώ μόνο τις λίγες μέρες που παρήλθαν από την οριστική του παραίτηση- επικρίνεται και καθ' υπερβολή. Ενίοτε και με αιτιάσεις εξωφρενικές: δεν θα ξεχάσω τους ακροατές του NovaΣΠΟΡ FM που προσπαθούσαν να πείσουν τον γράφοντα ότι ήταν ασύμβατη προς τη δέουσα προεδρική σοβαρότητα η εικόνα ενός Ντέμη αποχωρούντος από το γήπεδο (της Φυλής) με... μοτοσικλέτα κι όχι με τετράτροχο όχημα! Σποραδικές, βεβαίως, οι τόσο «τραβηγμένες από τα μαλλιά» -και εγκυμονούσες κινδύνους πτώσης των δικών μας μαλλιών- αιτιάσεις. Ενδεικτικές, όμως, ενός κανόνα: αν σε πάρει «από κάτω» η χιονοστιβάδα της δυσφορίας του κόσμου, τότε θα πλακώσουν και επιπρόσθετα βάρη. Ενίοτε άδικα.
Η εναντίον του Ντέμη κριτική, πως η ΑΕΚ επί της προεδρίας του απέτυχε να κατακτήσει τίτλο, δεν ταξινομείται ασφαλώς στις εξωφρενικές ή αβάσιμες. Πιστεύω όμως ότι οι οπαδοί της «Ενωσης» τον επιβαρύνουν γι' αυτό με απολυτότητα -ίσως κι επιθετικότητα- που δεν λαμβάνει υπόψη μια σημαντική παράμετρο: επί προεδρίας Νικολαΐδη η ΑΕΚ απέτυχε να αναδειχθεί πρωταθλήτρια, δεν απώλεσε όμως κανένα σχετικό κεκτημένο. Την τελευταία φορά που η ομάδα στέφθηκε πρωταθλήτρια διανύαμε τον... περασμένο αιώνα -και μάλιστα όχι την τελευταία πενταετία του. «Μα γι' αυτό ακριβώς στέρεψε η υπομονή του κόσμου», θα πει κάποιος. Πολύ σωστά. Αλλο πράγμα είναι όμως η δίψα του κόσμου κι άλλο το πόσο φταίει κάποιος για τη στέρησή του. Οταν χρεώνεις σε διοικήσεις ή παίκτες ευθύνες, είναι άδικο να τις πολλαπλασιάζεις με τον αριθμό των άγονων ετών που προηγήθηκαν της θητείας τους.
Ανέκαθεν απεχθανόμουν το στερεότυπο για τον πρώτο που είναι το παν και τον άφαντο δεύτερο. Κατά συνέπεια, όσο κι αν αυτό σημαίνει ελάχιστα για τον μέσο φίλο της ομάδας, ο γράφων δεν παραβλέπει ότι επί ημερών Νικολαΐδη η ΑΕΚ έφθασε δύο φορές στο τσακ της κατάκτησης του τίτλου. Οχι, δεν της τον στέρησαν τα «κοκκινοπράσινα» κατεστημένα όπως κακώς, κάκιστα διακήρυττε κατά καιρούς ο πρώην πρόεδρος της ΑΕΚ υποκύπτοντας στην ευκολία των τετριμμένων δικαιολογιών -κι ενίοτε φάσκων και αντιφάσκων, όταν μιλούσε για την αξία του έμψυχου υλικού της ομάδας. Της τον στέρησαν οι δικές της αδυναμίες, οι αρετές των άλλων, αμφότερα -άντε και η κουταμάρα της Καλαμαριάς με τον Βάλνερ. Ομως το διαχρονικό αξιόμαχο μιας ομάδας δεν το δείχνουν μόνο οι τίτλοι. Ακόμη και το πόσο κοντά φτάνεις στην πηγή έχει τη σημασία του: δείχνει κάποια τάση, ένα μέτρημα δυνάμεων. Δεν νομίζω, δε, ότι οι φίλοι της «Ενωσης» είχαν συνηθίσει να βλέπουν την ομάδα να διεκδικεί τίτλο μέχρι το «παρά κάτι» κάθε σεζόν, από τότε που ο Νικολαΐδης ήταν παίκτης κι ο Σάντος (πρώτη του θητεία στον πάγκο) προπονητής. Αρχές του... αιώνα, δηλαδή.
Εκ του αποτελέσματος είναι εύκολο να λες πως η διοίκηση Νικολαΐδη έσφαλε -και όντως έσφαλε- σε πολλά. Πείτε μου, όμως, ήταν εκτός κάθε λογικής το «πείραμα» με την παροχή «διευρυμένων εξουσιών» σε έναν προπονητή με το βιογραφικό του Φερέρ; Δεν νομίζω, έστω κι αν διήρκεσε πολύ το εν λόγω «πείραμα».
Ισως χρωστώ δύο εξηγήσεις σε ισάριθμα ερωτήματα. Το πρώτο: γιατί στέκομαι τόσο στο θέμα «τίτλος»; Διότι, κακά τα ψέματα, αυτό είναι το αγκάθι στον ΑΕΚτσήδικο ψυχισμό. Πιστεύει κανείς ότι αν η ΑΕΚ είχε κερδίσει τίτλο τα τελευταία χρόνια, θα μιλούσε κανείς για το γήπεδο ή το προπονητικό κέντρο; Ολα θα ήταν καλά και ανθηρά, ακόμη κι αν η ομάδα αγωνιζόταν στη Φυλή και έκανε προπόνηση σε... σχολικό προαύλιο!
Το δεύτερο: για ποιο λόγο εξαντλώ μια σελίδα διατυπώνοντας σκέψεις «ελαφρυντικές»; Είναι πολύ απλό. Διότι θα ακολουθήσει μία άλλη -και λίγη θα 'ναι- με σκέψεις εξόχως επιβαρυντικές! Θέλω όμως να είμαι δίκαιος. Είχα ασκήσει από τις σελίδες της «SportDay» σκληρή κριτική, τότε που ο Νικολαΐδης «έδινε» τα ονόματα των δύο οπαδών, οι οποίοι δεν νομίζω τελικώς να διώχθηκαν για κάτι. Τότε ο Ντέμης ήταν «αστέρας» κι εγώ ένιωθα μεγάλη... μοναξιά γράφοντας όσα πίστευα. Αν ίσχυε τότε μια φορά η πεποίθησή μου ότι οφείλω να είμαι δίκαιος, τώρα, με τον Νικολαΐδη αποκαθηλωμένο, ισχύει δέκα.
Το νόστιμο είναι ότι πάλι νιώθω κάποια «μοναξιά», λαμβάνοντας υπόψη ποια είναι η επικρατούσα άποψη για τον Νικολαΐδη: τυγχάνει να πιστεύω ότι υπήρξε αξιοπρεπής διαχειριστής του κεφαλαίου ΑΕΚ και να μη συμμερίζομαι στο ελάχιστο τις εκτιμήσεις περί φορέα «εξυγίανσης» του ποδοσφαίρου. Εξηγήσεις στο επόμενο άρθρο.