Υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορούν να δείξουν τη φτώχεια, τη μιζέρια, την εσωστρέφεια και εν τέλει την ποιότητα ενός πρωταθλήματος. Στο δικό μας πρωτάθλημα είναι πολλά τα στοιχεία που συνηγορούν για την κακή του ποιότητα. Σε ένα τέτοιο πρωτάθλημα, του οποίου τα βασικά χαρακτηριστικά δεν έχουν αλλάξει εδώ και χρόνια, είναι απορίας άξιον πώς εκείνοι που τους αφορά δεν ενδιαφέρονται να το αλλάξουν, παρά τα όσα κατά καιρούς διακηρύσσουν κάποιοι από αυτούς. Την επόμενη Κυριακή είναι η αγωνιστική του ντέρμπι.

Του απόλυτου ντέρμπι του ελληνικού πρωταθλήματος, μια και το ΠΑΟ - Ολυμπιακός είναι ο ορισμός του ντέρμπι, ανεξάρτητα από την αγωνιστική κατάσταση των αντιπάλων. Κάθε φορά ένα τέτοιο παιχνίδι, πέρα από το ειδικό βάρος που είχε η νίκη στην κούρσα του πρωταθλήματος, μέτραγε και για το γόητρο αλλά και για κάτι ακόμα. Τα τελευταία χρόνια, που η επιχειρηματική διείσδυση στο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα έγινε συστηματική -για λόγους που δεν είχαν να κάνουν μόνο με την αυξανόμενη εμπορική σπουδαιότητα του παιχνιδιού-, η νίκη σε ένα τέτοιο παιχνίδι ή μάλλον η απόδραση ενός από τους δύο με τις λιγότερες απώλειες χρησίμευε σαν βαρόμετρο, σαν δείκτης να το πω καλύτερα, για την επιρροή που είχε -ο κερδισμένος, ακόμα κι αν έφερνε ισοπαλία- έξω από το γήπεδο.

Το παιχνίδι ανάμεσα στον ΠΑΟ και τον Ολυμπιακό από την ημερομηνία γέννησης αυτού του «υβριδίου» που ονομάζεται επαγγελματικό ποδόσφαιρο ήταν πάνω απ' όλα μια αναμέτρηση για τον έλεγχο της ποδοσφαιρικής πραγματικότητας στην Ελλάδα. Δεν έχει καμία αξία η συζήτηση για το ποιος από τους δύο έκανε περισσότερα εγκλήματα την εποχή της κυριαρχίας του. Για έναν πολύ απλό λόγο. Διότι αυτή η αντιπαλότητα και ο ανταγωνισμός αυτών των δύο κράτησαν πολύ πίσω το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Και υπό μία έννοια συνεχίζουν να το κάνουν. Κανείς τους δεν ενδιαφέρεται για την ισονομία, αλλά για την προστασία των δικών του συμφερόντων. Κάθε φορά πριν από κάθε τέτοιο ντέρμπι όλες οι συζητήσεις -που ξεκινούν από τα καθαρά ποδοσφαιρικά ζητήματα, τα οποία αφορούν την τακτική και τη φυσιογνωμία του παιχνιδιού- λες και αποτελούν αφορμές για να ασχοληθούμε με τον διαιτητή και φυσικά το παρασκήνιο. Τόσο πριν από το παιχνίδι όσο και μετά, ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Συζητήσεις που μπορούν να πάρουν το παιχνίδι και να το μικρύνουν σε βαθμό τέτοιο που να το καταστήσουν ασήμαντο. Φυσικά, σε αυτή την πραγματικότητα έχουν προσαρμοστεί όλοι οι παράγοντες του παιχνιδιού. Και οι φίλαθλοι, βέβαια, που με τη βοήθεια των πολλαπλασιαστών κοινής γνώμης -των αθλητικών μίντια- δημιουργούν ένα κλίμα που αναδεικνύει δύο, κυρίως, στοιχεία, τα οπαδικά χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου μας: ένα παιχνίδι που μας αρέσει μόνο όταν κερδίζει η ομάδα μας -διαφορετικά δεν έχει νόημα- και την τεράστια έλλειψη αθλητικής παιδείας.

Η οποία θεωρείται κάτι φλώρικο, αν και οι περισσότεροι αδυνατούν να ορίσουν το περιεχόμενό της. Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι, αλλά εδώ στην Ελλάδα έχει αναγορευτεί σε ένα εργαλείο εφήμερης καταξίωσης. Νίκησε η ομάδα μου, νίκησα κι εγώ. Τη σπουδαιότητα αυτού του «εργαλείου» την έχουν ανακαλύψει και τα δύο μεγάλα κόμματα και το μεταχειρίζονται αναλόγως. Ετσι, όμως, το ποδόσφαιρο αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας δραστηριότητας χρηματοδοτούμενης από το κράτος.

Και επειδή σε όλες τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες του κράτους η διαφάνεια είναι ένα περιττό χαρακτηριστικό, έτσι και το θεσμικό πλαίσιο που η πολιτεία διαμορφώνει κάθε φορά για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι διάτρητο, ημιτελές, ασαφές, παρωχημένο, ώστε να επιτρέπει τη διαιώνιση της καθυστέρησης και της παρανομίας. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στη Β' Εθνική και θα καταλάβει. Δεν ξέρω, λοιπόν, τι σημασία θα έχει το παιχνίδι της Κυριακής. Λίγο με νοιάζει ποιος θα κερδίσει ή αν θα παιχτεί ωραίο ποδόσφαιρο, μια και όλα έχουν οργανωθεί για εντελώς άλλους σκοπούς. Που δεν έχουν σχέση με το παιχνίδι.

Ενα βλέμμα

Eνα απόσπασμα από ένα εξαιρετικό κείμενο του Ν. Ξυδάκη που δημοσιεύτηκε πριν από ένα μήνα ακριβώς στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Τώρα, πάνω στα συντρίμμια της άπληστης αγοράς, πάνω στα φρέσκα ερείπια μιας πολιτικής που επί δεκαετίες αποθέωνε τις αλόγιστες ιδιωτικοποιήσεις, τον υπερδανεισμό, τον συγκεντρωτισμό, τη συρρίκνωση της δημόσιας παρέμβασης πάνω στα αποκαΐδια του κατεπείγοντος, διοικητές κεντρικών τραπεζών και πρωθυπουργοί αναγκάζονται να δηλώσουν ότι εγγυώνται τις μικροκαταθέσεις των πολιτών…

Δηλαδή αναγκάζονται να αναλάβουν τον πολιτικό, συνταγματικό εν τέλει, ρόλο για τον οποίο πάντα προορίζονταν: να εγγυώνται την ισοπολιτεία και την ευημερία, να ελέγχουν τις εξωπολιτικές δυνάμεις, να υπερασπίζονται τον δημόσιο χώρο. Και οι μικροκαταθέσεις συνιστούν δημόσιο χώρο? είναι το τελευταίο καταφύγιο του μικρομεσαίου πλήθους, είναι προϊόν μόχθου μιας ζωής. Αυτά τα πολλά μικροπροϊόντα σχηματίζουν την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών, αυτό το ιδρωμένο χρήμα κυκλοφορούν βασικά οι τράπεζες. Μαζί με το χρήμα των ασφαλιστικών ταμείων, χρήμα από εργασία κι αυτό.

Η αναδίπλωση, άρα, στα χαρακώματα υπεράσπισης των μικροκαταθέσεων είναι εν πολλοίς επαναφορά σε πολιτική υπό "παλαιούς" όρους? στην, ας πούμε, προ παγκοσμιοποίησης πολιτική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις σχέσεις άυλης οικονομίας και δημόσιας σφαίρας. Οταν η άυλη φούσκα σπάσει, η δημόσια σφαίρα, κατ' εξοχήν υλική και ασυμπίεστη, διεκδικεί όρους βιώσιμης λειτουργίας της. Οι όροι αυτοί είναι ό,τι ξεχάστηκε μέσα σε δυόμισι δεκαετίες απορρύθμισης: είναι ο δημοκρατικός έλεγχος, είναι η απρόσκοπτη εκδήλωση υγιούς κοινωνικού ανταγωνισμού, είναι η διαρκής επανεφεύρεση του πολιτικού διακυβεύματος.

Το οικονομικό υπέταξε το πολιτικό στις δικές του σκοπιμότητες, οι πολιτικοί έγιναν επικοινωνιακές μαριονέτες υπόδουλες στη διαχείριση εικόνας, υποταγμένοι στα λόμπι των επιχειρήσεων, άβουλοι ή υστερόβουλοι διεκπεραιωτές συμβολαίων με εργολάβους. Ο τελικός στόχος των πολιτικών φαίνεται να είναι η εκχώρηση όλων των κρίσιμων κρατικών λειτουργιών, όλων των ευθυνών και των ρίσκων σε ιδιώτες εργολάβους? να διοικούν το κράτος με outsourcing, ανευθύνως και ακόπως, και να εργάζονται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση της επανεκλογής τους και την επικοινώνηση της εικόνας τους –δηλαδή, με τη διαπλοκή και την προπαγάνδα». Για εκείνους που υποστηρίζουν ότι οι δημοσιογράφοι δεν μιλούν γι' αυτά που πρέπει. Μιλούν. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι ελάχιστοι διαβάζουν πια.

Για το γήπεδο

Οι περισσότεροι έχουν μια θολή εικόνα για τη σπουδαιότητα του γηπέδου. Ε, η έννοια της έδρας είναι αυτή που κυριαρχεί στα μυαλά των οπαδών. Οπου μπορούν να κυριαρχούν μόνο οι οπαδοί της μιας ομάδας. Κάτι σαν ένα σπίτι όπου δεν έχει δικαίωμα εισόδου όποιος δεν είναι «δικός μας». Ενα ακόμα στοιχείο εσωστρέφειας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Στην έκθεση της Deloitte & Touch για τη διάρθρωση των εσόδων των 20 πλουσιότερων ομάδων, που θα κυκλοφορήσει σύντομα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι ομάδες με τη μεγαλύτερη οικονομική υγεία είναι εκείνες που έχουν βρει τρόπο να εισπράττουν από την εκμετάλλευση του γηπέδου τους ένα ποσοστό που κυμαίνεται από το 35% έως το 50%.

Τα έσοδα του γηπέδου δεν είναι μόνο τα εισιτήρια, αλλά κυρίως η δυνατότητα μιας ομάδας να μπορεί να «λειτουργεί» το γήπεδο και εκτός της ημέρας του παιχνιδιού. Αυτό σημαίνει ότι το γήπεδο θα πρέπει να προσφέρει τις δυνατότητες και άλλων εμπορικών χρήσεων, που θα βγάζουν χρήματα για την ομάδα. Να είναι, δηλαδή, ένα γήπεδο πολυχρηστικό, με χώρους στους οποίους θα βρίσκονται διάφορα εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια, πάρκινγκ, ακόμα και το μουσείο της ομάδας. Μια τέτοια προσέγγιση είναι ασύμβατη με την οπαδική σκέψη που περιέγραψα στην αρχή και στην ουσία την ακυρώνει.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube