Την ερχόμενη Κυριακή θα ολοκληρωθεί η 9η αγωνιστική, σχεδόν το 1/3 του πρωταθλήματος δηλαδή. Ενα διάστημα ικανό για συμπεράσματα όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του φετινού πρωταθλήματος. Η σταθερά στο ελληνικό πρωτάθλημα, ανεξάρτητα απ' όποιες αλλαγές σε πρόσωπα ή διοικητικά σχήματα, παραμένει η διαιτησία. Και εκτός από σταθερά με τη μαθηματική έννοια, παραμένει και ο μεγάλος και αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής. Αρνητικός, φυσικά. Επειτα από κάθε αγωνιστική το κεντρικό θέμα συζήτησης είναι οι διαιτητικές αποφάσεις.
Οι λανθασμένες διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες πολύ συχνά αλλοιώνουν αποτελέσματα αγώνων. Από τον καιρό που έχει εντοπιστεί το πρόβλημα δεν έχει γίνει οτιδήποτε που να κινείται προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της διαιτησίας. Το σύστημα εκπαίδευσης, επιλογής και αξιολόγησης διαιτητών παραμένει απαράδεκτο, που ευνοεί το ρουσφέτι, την οικογενειοκρατία και επιτρέπει στους μέτριους και τους ανίκανους να βρίσκονται στο προσκήνιο, αρκεί να πρόσκεινται σε αυτούς που κάθε φορά κάνουν κουμάντο.
Δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι αυτοί που φωνάζουν περισσότερο είναι οι ισχυροί του ποδοσφαίρου –που πάντα ευνοούνται σε βάρος των λιγότερο ισχυρών– επειδή στον δικό τους ανταγωνισμό διακυβεύονται περισσότερα. Η δική μου εντύπωση είναι πως οι μεγάλοι διαμαρτύρονται για τη διαιτησία μόνον όταν αυτή θεωρούν ότι τους αδικεί. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, το σάπιο σύστημα που καταγγέλλουν μπορεί να υπάρχει εφόσον δεν τους ενοχλεί. Η στάση τους είναι υποκριτική.
Αν ήθελαν τα αλλάξουν όλο αυτό το σύστημα που κατατρώει το ελληνικό ποδόσφαιρο, θα είχαν κάνει κάτι περισσότερο από το να βγάζουν ανακοινώσεις και να καταγγέλλουν. Θα είχαν καταθέσει κάποιες προτάσεις, βρε αδερφέ, θα έκαναν κάποιες ενέργειες για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Ολοι όμως περιορίζουν τις προτάσεις τους στα πρόσωπα –που βέβαια παίζουν τον ρόλο τους– και όχι στο σύστημα παραγωγής των διαιτητών. Ακόμα και όταν δημιουργήθηκε η Σούπερ Λίγκα, οι «προτάσεις» της για τη διαιτησία είχαν να κάνουν με το πρόσωπο του αρχιδιαιτητή και τη βαθμολογία των διαιτητών από την Prozone.
Λες και δεν βλέπαμε τι γίνεται στα γήπεδα κάθε Κυριακή και έπρεπε να έρθουν οι Αγγλοι και να μας ανοίξουν τα μάτια. Το χειρότερο σε όλη αυτή την ιστορία βρίσκεται στο γεγονός ότι όλη η συζήτηση για το ελληνικό ποδόσφαιρο περιορίζεται σ' ένα ορισμένο σημείο. Και τον περιορισμό αυτόν τον ενισχύει ο οπαδικός τύπος που προάγει μία ανάπηρη αντίληψη για το παιχνίδι, στο όνομα της εξάρτησης που έχει κάθε φορά. Η κατάσταση έχει ξεπεράσει πλέον το γραφικό ή έστω το απλά ενοχλητικό.
Είναι σύμπτωμα μιας μεγάλης αρρώστιας, η οποία όσους ενοχλεί τους έχει διώξει από τα γήπεδα. Ομως το παιχνίδι συνεχίζεται και οι όροι διεξαγωγής του, σ' ένα βαθμό, καθορίζονται και από την ανοχή όλων όσοι αποδέχονται αυτή την αρρωστημένη κατάσταση. Αντί ο όποιος απολογισμός, ας πούμε σε αυτό το 1/3 του πρωταθλήματος, να γίνεται για τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου που παρακολουθούμε, αντί να μας απασχολεί το γεγονός ότι στους δέκα πρώτους σκόρερ του πρωταθλήματος δεν περιλαμβάνεται ούτε ένας Ελληνας, αντί να αναρωτιόμαστε για την αδυναμία μας –ως ποδόσφαιρο συνολικά– να βοηθήσουμε τους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές να εξελιχθούν, αντί να φωνάζουμε την ενόχλησή μας για τη φτώχεια του θεάματος και τις ακριβές τιμές των εισιτηρίων, σε σχέση με την ποιότητα των υπηρεσιών που μας προσφέρονται, αντί να μας απασχολούν κυρίως αυτά, έχουμε εγκλωβιστεί στη συζήτηση για τους διαιτητές και τα πρόσωπα. Και στο τέλος, αν ο πρόεδρος της ΕΠΟ είναι υπεύθυνος για πολλά από αυτά και δεν μπορεί να τον κουνήσει κάποιος από τη θέση του, τότε μας αξίζουν χειρότερα.
Για τις αμερικανικές εκλογές
Kατά πάσα πιθανότητα ο Μπάρακ Ομπάμα θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, αν σημαίνει κάτι. Διότι και ο Κόλιν Πάουελ ο πρώτος Αφροαμερικανός διοικητής του γενικού επιτελείου στρατού των ΗΠΑ ήταν στους βομβαρδισμούς στα Βαλκάνια. Και η Κοντολίζα Ράις, η πρώτη Αφροαμερικανίδα υπουργός των Εξωτερικών ήταν, και μια χαρά μπουρδέλο έγινε το Ιράκ. Από μόνο του το χρώμα του Ομπάμα δεν πρόκειται να κάνει καμία διαφορά.
Η πιθανή εκλογή του οφείλεται στην αποτυχία της διακυβέρνησης Μπους, την οικονομική κρίση, όπως επίσης και στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια των Αμερικανών που βλέπουν το επίπεδο ζωής τους να υποβαθμίζεται σε απίστευτο σημείο. Περισσότεροι από 45 εκατομμύρια Αμερικανοί δεν έχουν κοινωνική ασφάλιση, ενώ το 10% των κατοίκων της Νέας Υόρκης τρέφεται στα συσσίτια.
Ο υποψήφιος των ρεπουμπλικανών, ο Τζον ΜακΚέιν, είναι ένας μέτριος υποψήφιος, που έκανε μία κακή προεκλογική εκστρατεία με σοβαρά επικοινωνιακά λάθη, που –φαντάζομαι ότι– θα πληρώσει την εντελώς λάθος επιλογή της Σάρας Πέιλιν για την αντιπροεδρία και που, τέλος, δεν έχει μία ισχυρή ιδεολογική πλατφόρμα, όπως είχε ο Μπους –χάρη στον κύκλο των νεοσυντηρητικών της Ουάσινγκτον– το 2000 με τον «συμπονετικό συντηρητισμό». Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως η πιθανή εκλογή του Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ θα αλλάξει το πρόσωπο της υπερδύναμης προς το καλύτερο.
Εκτίμηση πέρα για πέρα αστήρικτη. Σε ό,τι αφορά την οικονομία και τις αλλαγές στην κοινωνική προστασία που έχει στο πρόγραμμά του, είναι αμφίβολο αν μπορέσει να υλοποιήσει κάποιες από αυτές, τη στιγμή που ένα τεράστιο χρηματικό ποσό του προϋπολογισμού έχει δεσμευθεί για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής δεν έχουμε ακόμα εικόνα για τις κατευθύνσεις που θα ακολουθήσει αλλά γνωρίζουμε ήδη ότι δεν πρόκειται να πάρει τις αμερικανικές μονάδες από το Ιράκ.
Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της πιθανής εκλογής του Ομπάμα έχει να κάνει με την αισιοδοξία πολλών Ελλήνων πολιτικών και ΜΜΕ σχετικά με την αμερικανική στάση στα ελληνικά συμφέροντα. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι ελληνικές θέσεις θα αντιμετωπιστούν ευνοϊκά. Η ιστορία διδάσκει ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις απογοητευτήκαμε οικτρά. Αλλά πόσοι θυμούνται, άραγε, τον ενθουσιασμό που μας είχε πνίξει επί Κάρτερ; Και όσοι δεν θυμούνται την ιστορία είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν.
Οι παραιτήσεις της επικοινωνίας
Από τη στιγμή που ο Ντέμης Νικολαΐδης είχε τα κότσια να βγει μπροστά και να τραβήξει την ΑΕΚ από ένα βούρκο που κινδύνευε να κυλήσει –την ώρα που διάφοροι άλλοι επώνυμοι ΑΕΚτσήδες έμεναν στη γωνία–, να πείσει κάποιους ανθρώπους με οικονομική επιφάνεια να μπουν στη διοίκηση, να προσπαθήσει να διαμορφώσει ένα σχέδιο για την είσοδο της ομάδας σε άλλη ταχύτητα, να προσπαθήσει να αλλάξει αρρωστημένες νοοτροπίες για το ελληνικό ποδόσφαιρο, βασίστηκε στη δυναμική του ονόματός του και την απήχηση που είχε μέσα στους φίλους της ΑΕΚ, στην ηλικία του, στις διαφορετικές αντιλήψεις που είχε για το παιχνίδι από τον γερασμένο ελληνικό παραγοντικό κόσμο, στις διαβεβαιώσεις κάποιων συνεργατών του και, φυσικά, στη μεγάλη ικανότητά του να χειρίζεται «επικοινωνιακά» όλα τα θέματα που αφορούσαν τον ίδιο και την ΑΕΚ.
Και αυτή η ικανότητά του τελικά εξελίχθηκε σε παγίδα. Υπερεκτίμησε την ικανότητά του, έγινε δέσμιος των επικοινωνιακών χειρισμών με τους οποίους προσπάθησε να διορθώσει τα λάθη του και, τέλος, έχασε τον δρόμο του και τη δυνατότητά του να δεσμευτεί και να πείσει για ένα σχέδιο. Που άλλαζε τόσο συχνά, έτσι που έμοιαζε –τελικά– σαν να μην υπήρχε. Η προχθεσινή του δήλωση παραίτησης ήταν η κατάληξη μιας προσπάθειας που, δυστυχώς, φυλακίστηκε στον ναρκισσισμό.