Δώστε 35 ποδοσφαιριστές σε ένα βετεράνο οπαδό ή δημοσιογράφο και πέστε του να τους κάνει ομάδα. Μπορεί να τους κάνει όχλο, συμμορία, χορωδία, αλλά ομάδα αποκλείεται. Πάρτε όμως τον καλύτερο προπονητή του κόσμου και δώστε τους καλύτερους παίκτες της πιάτσας για να βγάλει τη σεζόν. Οποιοσδήποτε δημοσιογράφος που έχει μια ιδέα από μπάλα αποκλείεται να δει όλα τα ματς της σεζόν και να μη βρει πέντε λάθη, για τα οποία θα έχει και δίκιο. Γιατί υπάρχει κάτι που στην απροσμέτρητη ανοησία τους αυτοί που κατηγορούν τους οπαδούς και τους δημοσιογράφους που έχουν άποψη δεν μπορούν να καταλάβουν. Οτι είναι πολύ εύκολο να καταλάβεις το λάθος, αλλά πολύ δύσκολο να κάνεις ο ίδιος το σωστό. Είναι σαν να ακούς τη Νατάσα Θεοδωρίδου να τραγουδάει live και να ρίχνει το φάλτσο της. Η μισή κοινωνία θα το πιάσει. Αλλο ότι τα ίδια άτομα, αν τους δώσεις το μικρόφωνο, θα κάνουν τα δεκαπλάσια φάλτσα από τη Θεοδωρίδου.

Επίσης, είναι πολύ εύκολο να αντιμετωπίζεις μια κατάσταση σε εξομοίωση. Να παίρνεις τη Ρεάλ, για παράδειγμα, στο Playstation και να κυνηγάς το Τσουλού. Το πάρεις δεν το πάρεις, και πάλι την άλλη μέρα στο γραφείο σου θα πας. Αν όμως ήσουν πραγματικά ο προπονητής της Ρεάλ, αν βρισκόσουν στο «Μπερναμπέου» με την ομάδα να χάνει και έπρεπε να πάρεις τις αποφάσεις, μπορεί να άλλαζες το δεξί μπακ με τον αναπληρωματικό τερματοφύλακα.

Εκτός αυτού, για να είσαι προπονητής χρειάζεται να έχεις την υπομονή του Χριστούλη. Να πηγαίνεις για παράδειγμα στην επαρχία, να παίρνεις το ματς και μετά να πρέπει να απαντάς στην ερώτηση του τοπικού ανταποκριτή: «Πώς κρίνεις τη φάση που ο διαιτητής δεν έδωσε το πέναλτι στην τοπική ομάδα;». Και να ψάχνεις να βρεις για ποια φάση μιλάει ο άνθρωπος... Να έχεις τους προέδρους να εξηγείς γιατί έκανες αυτό και γιατί δεν έκανες το άλλο. Να έχεις τις βεντέτες της ομάδας με τα παραφουσκωμένα «εγώ» να μουρμουράνε όταν τους κάνεις αλλαγή. Να έχεις τον κόσμο να σου λέει ότι κοιμάσαι στον πάγκο, όταν δεν μπορείς να κοιμηθείς ούτε το βράδυ στο κρεβάτι σου. Να έχεις τους pundits –που λένε και τις δημοσιογραφικές μούρες οι Αγγλοι– να σου την πέφτουν γιατί κατεβάζεις την ομάδα με 4-3-3 και όταν αλλάξεις το σύστημα σε 4-4-2, να σου την πέφτουν από την άλλη ότι η ομάδα έπαιζε καλύτερη μπάλα με το 4-3-3. Συμπερασματικά, να πω ότι ο προπονητής στον βιότοπο του γηπέδου είναι μια σκάλα πάνω από τον διαιτητή στην κλίμακα των σημαντικών ζώων. Είναι κάτι σαν τη βάση του τοτέμ της φυλής που υπάρχει για να παρηγορείται και ο πιο στόκος ότι υπάρχει πιο άχρηστος και από αυτόν.

Ολα τα ανωτέρω σαν φόρος τιμής στον Χενκ Τεν Κάτε, που τον φέραμε στην Ελλάδα σαν το μυαλό πίσω από τις επιτυχίες του Ράικαρντ και του Μουρίνιο και σε τρεις μήνες τον κάναμε ανίκανο και για βοηθό του Γιάννη Κόλλια.


Mε το χέρι στην καρδιά, τι θέλουμε από το ποδόσφαιρο; Δεν μιλάω για τους δημοσιογράφους των οπαδικών εφημερίδων που το μόνο που θέλουν είναι νίκες και τα υπόλοιπα βολεύονται, μια και ο οπαδός είναι πρόθυμος να πειστεί ότι αυτό που είδε ήταν κάτι άλλο, αλλά για τους χλιαρούς οπαδούς. Αυτούς που είναι με μια ομάδα, δεν είναι υπεράνω να χαρούν με την ήττα του αντιπάλου, αλλά και δεν είναι πρόθυμοι να κάθονται και να παρακολουθούν το ξαναζέσταμα μιας σούπας μια ολόκληρη σεζόν. Τι θέλει, λοιπόν, ο χλιαρός από το ποδόσφαιρο. Θέλει ιδανικά να βλέπει πάντα ένα ματς που σπάει καρδιές και στο τέλος κερδίζει η ομάδα του. Και ανάμεσα στα δύο; Ανάμεσα στα δύο το καλό ματς. Πάμε στη δήλωση του Γιώργου Καραγκούνη μετά το ματς του Παναθηναϊκού με τον Ηρακλή. Μου τη θύμισε ο αναγνώστης D.D.: «Οταν βάζουμε γκολ και προηγούμαστε, δεν χρειάζεται να βγαίνουμε μπροστά να κυνηγήσουμε και άλλο. Πρέπει να μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως μεγάλη ομάδα. Να κυνηγάμε το αποτέλεσμα». Είναι η δήλωση που δείχνει περισσότερο από κάθε άλλη τη διαφορά ανάμεσα στον επαγγελματία και τον οπαδό από τον ερασιτέχνη και τον φίλαθλο.

Τον οπαδό, γιατί ο οπαδός πάνω απ' όλα ενδιαφέρεται να κερδίζει η ομάδα του και το πώς θα το κάνει είναι το δευτερεύον. «Με μισό μηδέν». «Με πέναλτι που θα τους σφυρίξει όπως θα κατεβαίνουν από το πούλμαν». Δύο από τις κλασικές οπαδικές εκφράσεις και ότι ο Καραγκούνης τις πιστεύει φαίνεται και από τον τρόπο που παίζει. Προσπαθώντας να κλέψει το φάουλ από τον αντίπαλο. Εκτός, όμως, από τον οπαδό, η νοοτροπία του «μισό-μηδέν» βολεύει και τον επαγγελματία. Γιατί για τον επαγγελματία το πριμ θα πέσει, είτε η ομάδα κερδίσει 6-0 είτε 1-0. Τον επαγγελματία τον ενδιαφέρει, επίσης, να πείσει τους άλλους ότι «αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Το αποτέλεσμα είναι που μετράει». Το κάναμε με την Εθνική και το Euro, το κάνουμε σε κάθε εμφάνιση ελληνικής ομάδας εναντίον ξένης και προσπαθούμε να ξεχάσουμε ότι τη διαφορά ανάμεσα στις μεγάλες και τις μικρές ομάδες δεν την κάνει η νίκη, αλλά το σκορ. Επτά σου ρίχνει μόνο η Γιουβέντους και το χειρότερο είναι ότι το ξεχνάει έπειτα από μία εβδομάδα. Τρία σου ρίχνει η Ανόρθωση και οι οπαδοί της θα το θυμούνται την υπόλοιπη ζωή τους…

Ξεκινάει, λοιπόν, το φετινό πρωτάθλημα και οι τρεις μεγάλοι τα φέρνουν σπόρκα. Χάνοντας από μικρότερες ομάδες, όχι όμως με εκείνα τα 1-0 της Προοδευτικής και της Καλαμαριάς, αλλά με σκορ. Χάνουν 3-2, φέρνουν ισοπαλίες 2-2 και 3-3 και κερδίζουν 3-2 σε ματς που κάνεις τσίσα πάνω σου γιατί δεν θέλεις να πας στην τουαλέτα. Και το καλύτερο είναι ότι δεν υπάρχει μία ομάδα που να κερδίζει με μισό γκολ, για να λένε οι οπαδοί των άλλων «θα μας το κλέψει το πρωτάθλημα». Ολοι, εκτός του ΠΑΟΚ που παίζει Santos Football, σε ένα καζάνι βράζουν. Και ενώ βλέπουμε συναρπαστικά ματς σε αγώνες που τα προηγούμενα χρόνια θα ήταν σούπα, βάζουμε τις φωνές. «Διώξτε τους και τους τρεις». Για να φέρουν τι; Προπονητές που θα παίρνουν αποτελέσματα, όπως πέρυσι ο Πεσέιρο, ο οποίος έτσι και οι παίκτες του έβαζαν τρία γκολ, εισηγείτο πρόστιμο. Μια απόφαση είναι. Τι γουστάρουμε ειλικρινά και αν το αποφασίσουμε, γιατί δεν το στηρίζουμε; Εκτός αν γουστάρουμε όλες τις μεγάλες ομάδες να κερδίζουν 8–1 τις μικρές και τα μεταξύ τους ματς να τελειώνουν 7-7 χωρίς λάθη στην άμυνα. Μπροστά στην παράνοια υποκλίνομαι.

Σε αυτό το σημείο να δοθούν τα εύσημα στον Νίκο Καραγεωργίου για την ελκυστική ομάδα του Εργοτέλη αλλά και για τη διοίκηση της ομάδας που δεν αντιμετωπίζει υστερικά την κάθε ήττα. Την προηγούμενη αγωνιστική ο Εργοτέλης έφαγε πέντε γκολ εντός έδρας από τον Πανιώνιο. Ούτε έγιναν λαϊκά δικαστήρια στο Ηράκλειο, ούτε ο πρόεδρος του Εργοτέλη, Απόστολος Παπουτσάκης, είπε –Θεός φυλάξοι– «θα ξυρίσω το μουστάκι μου». Με 5-2 έχασαν εντός έδρας από τον Πανιώνιο, με 3-2 νίκησαν εκτός έδρας τον Παναθηναϊκό and that's life.

Οπως είναι παρήγορο ότι ο Καραγεωργίου και οι παράγοντες του Εργοτέλη έκλεισαν το κινητό του Βασίλη Κουτσιανικούλη μετά το ματς. Μετά Γιουγκούδη ποδοσφαιρικοί προφήτες της μιας αγωνιστικής έχουν εμφανιστεί άφθονοι στο ελληνικό ποδόσφαιρο και το παράδειγμα του Σωτήρη Νίνη είναι πρόσφατο. Εκτός αν υπάρχει άνθρωπος που να πιστεύει ότι ο Σωτήρης Νίνης προόδευσε στα τελευταία δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη εμφάνισή του.

Ο Νίκος Νιόπλιας δήλωσε ότι ο Κουτσιανικούλης τού θυμίζει τον εαυτό του πιτσιρικά, αλλά ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω. Ο Νιόπλιας ήταν λιγότερο ντριμπλέρ και περισσότερο πασαδόρος με προτέρημα την κάλλιστη επιλογή στην πάσα, στο μοντέλο του Μπελούτσι. Στην αρχή της καριέρας του είχε παίξει στο πλάι, αλλά τον αγωνιστικό χαρακτήρα του, που αντικατοπτρίζει και τον κανονικό, τον έδειξε όταν ανέλαβε ρόλο στο κέντρο.


Με ποιον μου μοιάζει λοιπόν ο Κουτσιανικούλης; Μου θυμίζει περισσότερο τις παλιές «κουβαρίστρες» που μεγαλύτερο εκπρόσωπό τους είχαν τον Θανάση Μπέμπη του Ολυμπιακού. Από καινούργιους παίκτες θα έλεγα ότι μου θυμίζει τον Παντελή «σβούρα» Κωνσταντινίδη στα νιάτα του, όταν το 1998 είχε κερδίσει το βραβείο του καλύτερου νέου Ελληνα ποδοσφαιριστή, ανοίγοντάς του την πόρτα του Παναθηναϊκού.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube