Εχει γίνει μεγάλη κουβέντα για την περιβόητη «πειθαρχία» τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στον Παναθηναϊκό, αλλά και στους υπόλοιπους συλλόγους, όπως και στην Εθνική. Παντού έρχονται προπονητές που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους στην αρχή, στη συνέχεια μαλακώνουν, αρχίζουν να ξεχωρίζουν τους παίκτες σε παιδιά κι αποπαίδια και καταλήγουν φίλοι με 3-4. Οι οποίοι είναι συνήθως και αυτοί που τους «τρώνε», αφού αρχίζουν να κελαηδάνε διάφορα που λέει ή κάνει ο κόουτς δεξιά κι αριστερά, τα οποία κάποια στιγμή φτάνουν και στ' αυτιά της διοίκησης.

Ο Τεν Κάτε ήρθε με τον ρόλο του σκληρού, του άτεγκτου, του αμείλικτου, του ανθρώπου που τα βάζει με όλους, φιρμάτους ή μη, προκειμένου να κρατήσει τα μπόσικα. Εχοντας να επιβεβαιώσει αυτό ακριβώς το προφίλ, πρόλαβε μέσα σε λίγες εβδομάδες να μανουριάσει με τη μισή ομάδα, χωρίς όμως ούτε να βάλει κανέναν στο ψυγείο ούτε να τον τελειώσει αγωνιστικά ή ψυχολογικά. Πράγμα σημαντικό για έναν προπονητή που είναι και λιγάκι παιδονόμος, αφού έχει να διαχειριστεί 25-30 μικρότερα ή μεγαλύτερα παιδιά, το καθένα με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Σ’ αυτόν τον τομέα φαίνεται να τα έχει καταφέρει καλά, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί και ακριβοί παίκτες που παίζουν λίγο, αλλά γκρινιάζουν ακόμα λιγότερο. Με εξαίρεση την περίπτωση Παπαδόπουλου, που είχε ενημερωθεί από τη διοίκηση να μην τον υπολογίζει ακόμα και αν σε κάθε προπόνηση βάζει από 6 γκολ, επέμεινε και στήριξε παίκτες που φαίνονταν φευγάτοι, όπως ο Μάντζιος και ο Τζιόλης. Ισως και ο Βύντρα.

Το πρόσφατο συμβάν με τον Ζιλμπέρτο και τον Γκάμπριελ, σχετικά με την αργοπορία τους στο ραντεβού για καφέ, τα νεύρα του Τεν Κάτε, η ατάκα του «περιμένω επιτέλους ένα καλό παιχνίδι από εσάς», οι απειλές περί αποκλεισμού τους από την αποστολή, είναι περισσότερο για να έχουμε να γράφουμε εμείς οι δημοσιογράφοι, παρά για να δημιουργούνται τριγμοί στην ομάδα. Αν θυμηθούμε ότι ο Γκονζάλες με τον Γκαλίνοβιτς έπαιζαν μπουκέτα στην προπόνηση και αμέσως μετά έπαιζαν και στην Κρήτη, καταλαβαίνουμε ότι το συμβάν της Τετάρτης είναι τόσο σημαντικό αδίκημα όσο και μια κλήση για παρκάρισμα. Το γεγονός ότι προσπάθησε ο Τεν Κάτε να μιλήσει στον εγωισμό τους, να τους ταρακουνήσει για να ταρακουνήσουν με τη σειρά τους τη Βέρντερ, έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ειδικά για την περίπτωση του Ζιλμπέρτο, μια και ο Γκάμπριελ θα μοιράζεται τη θέση άλλοτε με τον Μουν, άλλοτε με τον Σαλπιγγίδη, τον Ρουκάβινα, τον Νίνη ή τον Καραγκούνη.

Ο Ζιλμπέρτο θα μοιράζεται τη θέση του με τον Μάτος ή τον Σιμάο μόνο όταν πρέπει να διατηρείται φρέσκος για κάποιο επόμενο σημαντικό παιχνίδι. Η αλήθεια είναι ότι το πραγματικά καλό παιχνίδι του Ζιλμπέρτο ακόμα δεν το έχουμε δει. Στο Κονσεϊσάμετρο, όμως, είναι άδικο να τον βάλουμε. Το καλύτερο παιχνίδι του συμπαθούς Φλάβιο δεν μπορεί καν να συγκριθεί ακόμα και με ένα μέτριο του Ζιλμπέρτο, ο οποίος μαρκάρει, τρέχει, πασάρει σωστά, κρατάει τη θέση του, προστατεύει την μπάλα με το κορμί του και δίνει ηρεμία, τις περισσότερες φορές που τον έχω δει φέτος να παίζει. Μια κάθετη μπαλιά ή ένα γκολ θα είναι μπόνους και όχι προαπαιτούμενο ή συμβατική υποχρέωση που προκύπτει από τους όρους του συμβολαίου του. Αν κάποιους τους ενοχλεί ότι επιβεβαιώνει το προσωνύμιο «αόρατος τοίχος» περισσότερο ως προς το «αόρατος», τους θυμίζω την ταινία «Αόρατο Αγγιγμα» με τον Κέβιν Μπέικον.

Ο ήρωάς μας γινόταν αόρατος, φιστίκωνε τις κυρίες, έριχνε ξύλο και μπούκαρε όπου γούσταρε, χωρίς να τον παίρνουν χαμπάρι. Σημασία δεν είχε να τον βλέπουν, όσο ότι ήξεραν ότι ήταν κάπου εκεί και αυτό από μόνο του προκαλούσε δέος. Αυτό είναι το θέμα και με τον Ζιλμπέρτο. Η παρουσία του και μόνο, η γνώση ότι είναι κάπου εκεί, μπορεί σταδιακά να προκαλεί, αν όχι τρόμο, τουλάχιστον προβληματισμό. Εστω και μόνο στα παιχνίδια της Σούπερ Λίγκας. Για μια ακόμα χρονιά, άλλωστε, βασικός στόχος είναι το πρωτάθλημα, είτε αρέσει αυτό σε κάποιους είτε όχι.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube