Αντίθετα με τους θρύλους και τις παραδόσεις του ποδοσφαίρου μας, σύμφωνα με τους οποίους ο Παναθηναϊκός έχει πάντα το φάρδος, εξ ου και το «βάζελος», στο διήμερο η τύχη ήταν με την πλευρά του Ολυμπιακού. Οχι ότι ο Ολυμπιακός δεν θα μπορούσε να πάρει την ισοπαλία, αλλά η ευκαιρία που χάνει ο Λίνκολν με τον Πάντο να κάνει τον κουλό τερματοφύλακα κανονικά δίνεται γκολ, γιατί ο διαιτητής θα πρέπει να σφυρίξει γκολ πριν η μπάλα περάσει τη γραμμή. Τέλος πάντων, η Γαλατά νίκησε –δικαίως, γιατί έχει καλύτερους παίκτες–, ο Ολυμπιακός έχασε αξιοπρεπώς –δικαίως, γιατί έχει λίγο χειρότερους παίκτες– και αν υπάρχουν κάποια συμπεράσματα που μπορεί να χρησιμεύσουν για το μέλλον είναι τα εξής:
1) Ο Γκαλέτι γεννήθηκε για να παίζει δεξιός πλάγιος και δεν πρόκειται να αλλαξοπιστήσει. Το ότι ο Ολυμπιακός δεν έχει σοβαρό αριστερό πλάγιο, μια και καλό έχει τον Λέτο, που δεν είναι όμως σοβαρός, είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να απασχολήσει τον Σωκράτη Κόκκαλη, που αποφάσισε να το παίξει Ιλια Ιβιτς φέτος. Δεν πρέπει όμως να απασχολεί τον Γκαλέτι, πόσω μάλλον τον Βαλβέρδε, που με το να ξεκινάει τον Αργεντινό αριστερά τον εξαντλεί ανούσια.
2) Ο Ντομί δεν θα γίνει ποτέ αξιόπιστο μπακ. Τα αξιόπιστα μπακ έχουν τον εγωισμό να κυνηγάνε αυτόν που τους ντρίμπλαρε. Ο Ντομί τον παρακολουθεί με τα μάτια, όπως ύστερα από ντρίμπλα που έφαγε κάτω απ' τα πόδια παρακολουθούσε αδιάφορα τον Λίνκολν.
3) Αντίθετα, ο Τοροσίδης γεννήθηκε για να παίζει δεξί μπακ. Αντε και αριστερό. Αλλά τίποτε άλλο. Το να δοκιμάζεται να παίζει μπροστά δεξιά ή αμυντικό χαφ απλώς τον κάνει φύρα και το πρόβλημα πρέπει να απασχολεί τον Σωκράτη Κόκκαλη, που… Να μη γράφουμε τα ίδια και τα ίδια.
4) Ο Μπελούτσι είναι μια χαρά «οκτάρι». Τρέχει την μπάλα ψάχνοντας την πάσα. Μόνο που κανένας δεν τρέχει δίπλα στον Μπελούτσι, οπότε οι πάσες του έχουν μικρή αποτελεσματικότητα. Στα στατιστικά του Γαλάνη δεν πειράζει, μια και πιο αξιόπιστος πασέρ της ιστορίας πρέπει να βγαίνει ο Δέλλας ή κάποιος άλλος που πασάρει στον διπλανό του, αλλά στο κανονικό ποδόσφαιρο πειράζει, μια και ο Μπελούτσι κρατώντας την μπάλα μαζεύει κλοτσιές και κάποια στιγμή θα τον σακατέψουν.
5) Οσο είναι βαρετό να λες και να ξαναλές ότι ο Παναθηναϊκός χρειάζεται στόπερ άλλο τόσο είναι βαρετό να επαναλαμβάνεις ότι ο Ολυμπιακός χρειάζεται να πάρει φορ. Ο Ντιόγο είναι φορ, αλλά χωρίς χαφ στον άξονα αναγκάζεται να βγαίνει από την περιοχή και να μαζεύει φάουλ στο πουθενά. Ο Κοβάσεβιτς είναι πλήρες φορ για ένα μισάωρο και μειωμένης ευθύνης για το ενενηντάλεπτο. Ο Μήτρογλου μοιάζει για Σίσιτς του άξονα. Χειρότερος από ό,τι νομίζει ότι είναι. Ο Οσκαρ Γκονθάλεθ είναι δημοσιογραφικό τοτέμ. Δεν χρειάζεται καν να παίζει για να πούμε πόσο χάλιας είναι.
Tο να ζητάει ο Χενκ Τεν Κάτε πίστωση χρόνου μέχρι τον επόμενο μήνα για να φανεί τι μπάλα μπορεί να παίξει ο Παναθηναϊκός, είναι λογικό. Το να ζητάει όμως στα ενδιάμεσα στάδια να μην κρίνεται το έργο του είναι παράλογο. Πριν ο ικανός και συμπαθής κόουτς συνεχίσει να «στραβώνει» με την κριτική, ας σκεφτεί ότι κάθε μεγάλο έργο, εκτός από τα αγάλματα στις πλατείες που ο δήμαρχος τραβάει το σεντόνι και presto, το βλέπεις να γίνεται όροφο όροφο. Η μέχρι σήμερα πορεία του οικοδομήματος του Τεν Κάτε δεν έδειχνε ότι θα καταλήξει σε κάτι το αξιόλογο. Το προχθεσινό όμως ματς ήταν το πρώτο που έδινε ελπίδες.
Πρώτον στη θέση του τερματοφύλακα -που ο Παναθηναϊκός βρήκε καλύτερον από αυτόν που ξεκίνησε ως βασικός. Ο Τζόρβας μπορεί να μην έχει το range της εκτίναξης του Γκαλίνοβιτς, αλλά έχει καλύτερα ρεφλέξ στα σουτ από κοντά, και το έδειξε σε δύο περιπτώσεις στο ματς με τη Βέρντερ, περισσότερο τσαμπουκά στις εξόδους και το μόνο που μένει άγνωστο είναι η ικανότητά του να βγαίνει και να μαζεύει την μπάλα ψηλά. Μια ικανότητα που είναι πολύτιμη στον σημερινό Παναθηναϊκό.
Γιατί δύο γκολ έφαγε ο Παναθηναϊκός -και τα δύο από το ίδιο σημείο, και τα δύο από τέτοια θέση που ο τερματοφύλακας υπήρχε μόνο για τις φωτογραφίες. Δεν είναι δυνατόν στο πρώτο γκολ η μπάλα να πηγαίνει σχεδόν στη μέση της μικρής περιοχής και ο Μερτεζάκερ να πηδάει, να στρώνει την μπάλα με το χέρι, να κάνει το πίβοτ και να σουτάρει και στην πλάτη του να μην υπάρχει παίκτης κοντά στο δεύτερο δοκάρι. Οπως δεν είναι δυνατόν ο Αλμέιδα να πηδάει, να σπάει μέση, να παίρνει την κίνηση του τερματοφύλακα και να καρφώνει την μπάλα στη γωνία που βρίσκεται αντίθετα προς την πλευρά που το τέρμα κινείται. Και πάλι με κοντινότερο παίκτη τον Βύντρα, που κοιτάζει τον Αλμέιδα με το ύφος του κατοίκου των Σοδόμων όταν κοίταζαν τον Θεό που έριχνε τη φωτιά.
Μην πάμε λοιπόν στο κουρασμένο θέμα του στόπερ που λείπει από τον Παναθηναϊκό, πόσω μάλλον να πούμε το όνομα του ποδοσφαιριστή που μοιάζει με μέρα σχόλης στην εβδομάδα. Το μόνο που μπορεί να προστεθεί είναι ότι άλλο ένα ματς σαν και αυτό και το όνομα του Μελίσση μπορεί να αρχίσει να ακούγεται όπως του Νίνη.
Για τα πλάγια μπακ του Παναθηναϊκού το μεγάλο πρόβλημα είναι στον αναπληρωματικό στα αριστερά. Ο Σπυρόπουλος μπορεί να μην είναι αναντικατάστατος στο ποδόσφαιρο, αλλά στην ομάδα του Παναθηναϊκού είναι. Το «για να δούμε πώς θα πάει ο Ιβανσιτς στα αριστερά» είναι μια λύση ανάγκης, αλλά πριν επαναληφθεί, κάποιος πρέπει να ψιθυρίσει στον κόουτς ότι στην ανάγκη τη θέση παίζει και ο Βύντρα.
Στα χαφ ο Ζιλμπέρτο Σίλβα ζει το δράμα του Μπελούτσι, χωρίς όμως να υποφέρει. Οπως ο Μπελούτσι είναι μια χαρά ποδοσφαιριστής αλλά τα 7,5 εκατομμύρια που στοίχισε το κάθε του πόδι (το κεφάλι πρέπει να ήταν δωρεάν) είναι σαν 7,5 τόνους μολύβι, έτσι και ο Ζιλμπέρτο Σίλβα πάντα κρίνεται σε σχέση με το συμβόλαιό του. Ας πούμε ότι η εμφάνισή του στο ματς με τη Βέρντερ θα έπρεπε να του δίνει ένα συμβόλαιο ανάλογο με του Σιόντη.
Κατώτερο, όμως, του Σιμάο, που πρέπει να είναι ο ξένος παίκτης που σκίζεται περισσότερο από κάθε άλλον για τη φανέλα. Αποδεικνύοντας ότι όταν παίρνεις ένα νεαρό παίκτη από τη Μοζαμβίκη και του δίνεις τη φανέλα με το τριφύλλι, το δέχεται σαν προαγωγή. Γεγονός που δεν συμβαίνει όταν παίρνεις έναν ώριμο αρχηγό της εθνικής Βραζιλίας και του αλλάζεις τη φανέλα της Αρσεναλ με του Παναθηναϊκού.
Και θα ήταν ο πιο φιλότιμος παίκτης γενικά του Παναθηναϊκού εάν δεν υπήρχε ο Γιώργος Καραγκούνης. Ο οποίος έκανε -αν όχι την καλύτερη- την καραγκουνότερη εμφάνισή του στον Παναθηναϊκό. Με τα σπριντ του στα δεξιά, με τη μουρμούρα του στον διαιτητή «Σο α καρντ του δις ουάν χου κικ μι» και με τις πιο μακρινές σέντρες που άλλοι με χειρότερο πόδι από την «Τυπάρα» θα τις έκαναν γεμίσματα.
Για τον Μάντζιο δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να γίνει αυτό που λέει ο «Κάρπετ» και να μονταριστεί μια ομάδα που να τον υπηρετεί για να σκοράρει, όπως γινόταν με τον ανίκητο Λευκοπυργίτη Βασιλομπίλαρο Δημητριάδη στην ΑΕΚ, αλλά ξέρω ότι ξέρει την καλύτερη μπάλα που ξέρει φορ στην Ελλάδα, με την πιθανή εξαίρεση του Ντιόγο.
Από τους πλάγιους, ο Ιβανσιτς είναι από τους πιο ποιοτικούς, τους πιο τσαμπουκαλεμένους πλάγιους επιθετικούς στο ελληνικό πρωτάθλημα, με ένα πρόβλημα: δείχνει να είναι από τους παίκτες που χρειάζονται εχθρούς για να αποδώσουν. Ακόμα καλύτερα αν νιώθει ότι εχθρός είναι ο προπονητής του που τον αδικεί. Δεν είναι συμπτωματικό ότι τις καλύτερες εμφανίσεις του ο Ιβανσιτς τις έχει κάνει όταν έρχεται από τον πάγκο. Οσο για τον Σαλπιγγίδη, είναι ακριβώς το αντίθετο. Στη λογική του κόουτς Αγγελου, ο Σαλπιγγίδης ξέρει ότι ο καλός χριστιανός πρέπει να υποφέρει. Το να βλέπεις τον Σαλπιγγίδη να ταλαιπωρείται να παίξει στη γραμμή είναι σαν να βλέπεις τον Αγιο Σεβαστιανό να γίνεται καναπεδάκι με οδοντογλυφίδες από τους Ρωμαίους τοξότες. Διασκεδαστικό να το παρακολουθείς, αλλά ιδιαίτερα ενοχλητικό για αυτόν που το υφίσταται.
O Γκάμπριελ και ο Μουν για μένα είναι η Κική και η Κοκό του ποδοσφαίρου. Ξέρεις ότι τα κορίτσια είναι διαφορετικά, αλλά ότι στο κρεβάτι θα σου κάνουν περίπου τα ίδια. Ο ένας δηλώνει μπροστινός, ο άλλος πίσω, αλλά και οι δύο το ίδιο κάνουν. Ο Κλέιτον, ως γνήσιος παίκτης του Κώστα Μπότου, όσο λιγότερο παίζει τόσο ανεβαίνει η αξία του. Μετά το εικοσάλεπτο εναντίον της Βέρντερ κάτι ακούγεται για ενδιαφέρον της Λίβερπουλ.